Β ΑΛΩΣΗ
ΡΩΜΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Β
ΝΙΚΟΣ
ΚΟΛΕΣΗΣ
ΑΛΩΣΗ
ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΡΩΜΑΪΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΡΑΨΩΔΙΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ-ΣΥΝΟΨΗ
1
ΡΑΨΩΔΙΔΙΑ
ΤΗς
ΙΘΑΚΗΣ
Φήμιος
Τον άνδρα
τον Πολύτροπο
Βοήθησε ω
Μούσα να τραγουδήσω
Από τότε
που έπεσε η πόλη
Της πολύπαθης
Τροίας
<<Πολλών
δ΄ ανθρώπων ίδε άστεα
Και νόον
έγνω>>
Μέντορας
Χάθηκε ο αρχοντογέννητος
Οδυσσέας σε αλλόξενους
Ανθρώπους
Δεν θα
πραγματοποιηθεί
Ο Πλανητικός
Νόστος.
Σειρά έχει
Ο αντρειανός
Τηλέμαχος
2
Να πάρει
την εξουσία
Του βασιλείου
στα χέρια
Φήμιος
Ο γιος του
Λαέρτη
Βρίσκεται
στο σπίτι
Της Καλυψώς.
Η κόρη η
ξανθιά
Τον κρατάει
γιατί
Το θέλει
Για δικό
της
Μέντορας
Ο ευγενικός
Τηλέμαχος
Δεν ήρθε
Ακόμα από
Την Πύλο
Αντίνοος
Η Πηνελόπη
Ομορφοντύνεται
Και στολίζεται
Ευρύμαχος
Αιθέρια
Κυκλοφοράει
Ανάμεσά
μας
Λεύκριτος
Θέλει να μας ανάψει
Παθιακό
πόθο
Όλοι μαζί
Μνηστήρες
Δείχνει
3
Πως είναι
ελεύθερη
Για να την
τάξουμε
Δώρα
Μέντορας
Φήμιε
Τραγούδησέ
μας
Για τον
Τρωικό κύκλο
Του Χρόνου
Αλλά και
τον
Πανχρονικό
Νόστο
Του Φιλέταιρου
Οδυσσέα
Αντίνοος
Όχι να μας
πει
Για τις
μοιχικές αγάπες
Του Άρη και
της Αφροδίτης
Φήμιος
Λαμπρά
Φεγγαροπουλιά
κλώθουν
τον Έρωτα
των άστρων
.
Ξάφνου
το παλάτι
πλημμύρισε
με το φως
το Άκτιστο
του Κόσμου
Όλοι μαζί
Μνηστήρες
Για τι
πράγμα
Μιλάς
Γέρο τυφλέ
Ξεκούτη
4
Φήμιος
Η φεγγαροθεά
Πηνελόπη
Πολύτροπη
προσμένει
Τον παραμυθικό
Γυρισμό
Του Οδυσσέα,
Υφαίνοντας
Το σάβανο
του Λαέρτη
Πηνελόπη
Είκοσι
χρόνια
Υφαίνω και
τη νύχτα
ξυφαίνω
το σεντόνι
του Έρωτα
και του
θανάτου
Χρόνια τώρα
Ο θεϊκός
Οδυσσέας γυρίζει
Στα ξένα
Χαιράμενος
με θεές
Και θνητές
Κι εγώ
Σφιχτά
ζωσμένη
Απ’ τους
Μνηστήρες
Τα δάκρια
ποτάμι
Με πιάνει
Το Αιώνιο
παράπονο
Της αβάσταχτης
Προσμονής
Που σφίγγει
5
Την καρδιά
Μου
Μέντορας
Υπομονή
συνετή
Πηνελόπη
υπομονή
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Κύματα
Μεγάλης
μοναξιάς
Κυριεύουν
Την ψυχή
μου
Ακολουθώντας
Το ρεύμα
του κυκλώνα
Μέντορας
Δεν αργεί
Η μέρα
θα επιστρέψει
Ο πολύτλας
Οδυσσέας
Πηνελόπη
Θέλω ελεύθερη
Να κλώθω
Το μέλλον
Πάνε τόσα
χρόνια
Απ’ όταν
πάρθηκε
Η πόλη
Της Τροίας
Φήμιος
Έτσι έχει
Ο έρωτας
Που υφαίνει
η Σελήνη
6
ολόγιομη
χάνεται
στον ορίζοντα
Τηλέμαχος – επέστρεψε από την Πύλο-
Μη χάνεις
Την πίστη
σου
Μητέρα.
Έχω καλά
νέα
Για τον
πατέρα
Τον Δίο
Οδυσσέα.
Ζει και
είναι
Έτοιμος να
Γυρίσει
Πηνελόπη
Θαυμάζω
γιε μου
Τον
ενθουσιασμό σου
Χαίρομαι
γιατί
εξακολουθείς
Να ελπίζεις
πως θα
Ξαναδείς
τον πατέρα
Σου
Αντίνοος
Τι είναι
αυτά
Τι λεει
Το παιδαρέλι
Ο Τηλέμαχος
ΛΕΥΚΡΙΤΟΣ
Φαίνεται
Δεν έμαθε
Πηνελόπη
Όποιος
θέλει
7
Το βασιλίκι
Δεν έχει
παρά
Να τολμήσει
Να το πάρει.
Τώρα πάει-
χάθηκε
Ο πολυμήχανος
Οδυσσέας
Τηλέμαχος
Αν δεν
στέλνω
Τη μάννα
μου
Στον πατέρα
της,
Είναι επειδή
πρέπει
Να ξεπληρώσω
Τα κανίσκια
Ότι Πήρε
στο γάμο
Της
Φήμιος
Το θεοειδή
Οδυσσέα
Πάντα το
σώζουν
Γυναίκες
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Φήμιε να χαρείς
Σταμάτησε
αυτό το τραγούδι
Μου σχίζει
την καρδιά.
Τα δάκρια
τελειωμό δεν έχουν
Όταν
Άκουω για τον πολύπαθο
Άντρα μου
Μέντορας
Πρόσεχε
πως
Μιλάς
Πηνελόπη
Ακούν οι
Μνηστήρες
8
Πηνελόπη
Πεθαίνω
Και γεννιέμαι
Κάθε μέρα
Μέχρι να
έρθει η ώρα.
Όταν θα
επιστρέψει
Ο βασιλιάς
Και κύρης
Μου
Πάλι στο
παλάτι
Της μυθικής
Ιθάκης.
Δεν αντέχω
άλλο
Αυτή την
ατέλειωτη
Προσμονή
του
Γυρισμού
του
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
Μνηστήρες
Πηνελόπη
Τα μυαλά
σου
Πήραν αέρα
Όλοι Μαζί
Ο πτολύπορθος
Οδυσσέας
Είναι στο
δρόμο
Του γυρισμού
Αντίνοος
Πρέπει να
διαλέξεις
Έναν από
μας
Για άνδρα
σου
Ευρύμαχος
Δεν περιμένουμε
Άλλο
9
Πηνελόπη
Πρώτα
Να υφάνω
το σάβανο
Του πεθερού
μου
Του Λαέρτη
ΧΟΡΟΣ
Τρία χρόνια
Κέρδισε η
Πηνελόπη
Μ’ αυτό το
τέχνασμα
Ώσπου την
πρόδωσε
Μια σκλάβα
Λεύκριτος
Εάν δεν
υφάνεις
Γρήγορα
Θα σκοτώσουμε
Τον Τηλέμαχο
Πηνελόπη
Αχ η δόλια
Τη μέρα
υφαίνω
Τον ιστό
μου
Και τη νύχτα
Τον ξηλώνω
Υφαίνω τον
ίδιο μου
Το θάνατο
Προσμένοντας
τον
Ασυντέλεστο
γυρισμό
Του μυθικού
Οδυσσέα
ΑΝΤΙΝΟΟΣ
Μας κοροϊδεύει
Αυτό το
σάβανο
Δεν θα
τελειώσει ποτέ
10
Ευρύμαχος
Τη μέρα το
υφαίνει
Και τη νύχτα
Ξηλώνει
Αυτό μας
είπε
Μια δούλα
Όλοι μαζί
Μνηστήρες
Πηνελόπη
Ήρθε η ώρα
Να διαλέξεις
Έναν από
μας
Για άνδρα
σου
Πηνελόπη
Αχ η δύσμοιρη
Δεν μπορώ
να κερδίσω
Άλλο χρόνο
Πρέπει να
καθυστερήσω
Την εκλογή
ΧΟΡΟΣ
Γύρισε
Ο Οδυσσέας
επέστρεψε
ο Οδυσσέας
Πηνελόπη
Ίσως αν
τους
Προτείνω
Πως όποιος
Περάσει το
βέλος
Του τόξου
του Οδυσσέα
11
Απ’ αυτά
τα δακτυλίδια
Αυτόν θα
διαλέξω
Για άνδρα
Όλοι μαζί
Περίμενε
Πηνελόπη
Περίμενε
Μη βιάζεσαι
Φήμιος
Τώρα όμως
Θα σας
τραγουδήσω
Για τα πάθη
του πλανητικού
Οδυσσέα,
τελειωμό δεν έχουν.
Μαζί με
τους Χαοσμικούς
Συντρόφους
περιπλανιούνται
Στους
κύκλους του Πανχρόνου
Αποκαλύπτοντας
το άνοιγμα
Του
Μεταθανάτου.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
Σ’ Ακούμε
Φθάσαμε
στη χώρα των Λατίνων
το λίκνο της Ρώμης
Η Ιθάκη πλέει αγέρωχη στα νερά του Τίβερη
Είπε
ο πολύτροπος Πολίτης
Ξάφνου απ΄
το άνοιγμα παρουσιάστηκαν
πάνω στο κατάστρωμα
Της Ιθάκης,
οι γιοι της Λύκαινας ο
Ρώμος με τον Ρωμύλο
Κι ο μυθικός
Αινείας. Πίσω τους στρατιές
ολόκληρες οι σκιές
πολεμιστών
Οι μυθικοί ήρωες Αμέσως αναγνώρισαν
ο ένας τον Άλλον
Κι έκλαψαν οι ισόθεοι
Ακόμα
πολυμήχανε Οδυσσέα περιπλανιέσαι
στους Αιώνες.
Ρώτησε
ο ισόθεος Αινείας
Ναι,
εδώ στην Αιώνια πόλη ΄θα
μάθω το λόγο γι αυτό ήρθα.
12
Εσένα σε
συντρέχει η θεά της σοφίας,
η θεά Αθηνά
Οι θεοί
είναι άστατοι, αλλάζουν γνώμη εύκολα.
Μια παλιά παράδοση λεει πως όποιος θνητός αθάνατος
Θελήσει να μπει στην πόλη, πρέπει πρώτα να παλέψει
Ή να πολεμήσει
μαζί μου.είπε ο θεικός Αινείας.
Προτιμώ
την πάλη μη κι από λάθος
σκοτωθεί κανείς
Απάντησε ο πολύτροπος Οδυσσέας .
Πάλευαν οι
ημίθεοι αλλά όσο κι αν
προσπαθούσαν κανείς
Δεν νικούσε.
Τότε ο μεγάθυμος Οδυσσέας
προσπάθησε να το ρίξει
Κάτω μα ο
Αινείας ξεγλίστρησε.
Τα χέρια
του Αινεία είναι ατσαλένια
παρατήρησε ο Ρώμος
Η γιγαντομαχία
συνεχίστηκε όλη μέρα
Όλοι
συμφώνησαν πως είναι
ισοδύναμοι
Ας δώσουμε
τα χέρια είναι μάταιο να παλέψουμε κι
άλλο
πρότεινε
ο Αινείας
Είσαι ο
σπουδαιότερος αντίπαλος
που γνώρισα, κανείς δεν
Ìå αντιμετώπισε
τόσο γενναία. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν
στη Ρώμη
Τι αγορεύει
ο Κικέρωνας; αυτός ,
ο αγέρωχος αετός της
Ρώμης;
Γιατί τόσος κόσμος είναι μαζεμένος στην Αγορά;
Τι θέλουν
οι Συγκλητικοί κι οι
Πραίτορες;
Εάν
καταστραφεί η ολιγαρχία
καταστρέφεται κι η Πολιτεία
.
Ρωμαίοι
αγρυπνείτε, μόνο ο πόλεμος
εξασφαλίζει τον πλούτο
και
τη
δόξα της Ρώμης είπε ο στόμφο ο
περίφημος Κικέρωνας
Κι ο Καίσαρας;
τι λεει ο Καίσαρας ρώτησαν όλοι μαζί
οι Ρωμαίοι.
Προτείνω
ο Πομπήιος να φύγει
γρήγορα για την Ασία
Μεγάλε και
θείε Κικέρωνα
μιλάς σαν δικηγόρος
Έχεις
συμφέροντα στην Ασία.
Πως δημιουργείται ο νέος άνθρωπος Homo novus
Ρώτησε ένας Ρωμαίος πολίτης
Ο νέος
άνθρωπος της οικουμένης
θέλει χρόνο για να γίνει
Ένας Άλλος,
όμως ο χρόνος τρέχει γρήγορα πρέπει να
δράσουμε.
Απάντησε
ο ρήτορας Κικέρωνας.
13
Ο κόσμος
ανησυχεί πολύ ο νέος
άνθρωπος μπορεί να γίνει
επικίνδυνος εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν,
γι αυτό θέλει προσοχή παρατήρησε
ένας πολίτης
Οραματίζομαι
μια ανώτερη αρμονία των τάξεων,,
μια επανάσταση
Κι όχι
εμφυλίους πολέμους συμπλήρωσε ο
Κικέρωνας.
Το
προλεταριάτο, η πλέμπα
της Ρώμης πρέπει να έχει
λόγο.
Οι οπαδοί του Φαιού Γράκχου σφαγιάστηκαν από τους αντιπάλους.
Ο Σκιπίωνας
ήταν αντίθετος ως
προς τη μέθοδο κι όχι την
ουσία
Απάντησε
ο Κικέρωνας.
Τώρα θυμήθηκα
ππως είμαι ο γεννήτορας
της Ρώμης.
Πατέρας
του Ρώμου , τον γέννησε
η μάγισσα Κίρκη
Όταν
περάσαμε από το νησί της.
Πολύμορφε
Οδυσσέα είσαι ο γεννήτορας
της Ρώμης ρώτησαν περίεργοι
Οι σύντροφοι
κι οι άλλοι.
Η νέα τάξη
α-ταξία είναι
το άνοιγμα, κανείς δεν μπορεί να το
υπερβεί.
Η σύγκλητος
εκπροσωπεί όλη την
Αυτοκρατορία απάντησε ο Κικέρωνας.
Μόνο ο λαός
κι οι Δήμαρχοί του, ο
τίτλος του Δικτάτορα
Είναι
προσωπείο οδηγεί στην
Τυραννία.
Ο Γράκχος
έσωσε τον Ρωμαισμό των
Ρωμαίων.
Οι συγκλητικοί
τον δολοφόνησαν
Ο άνθρωπος
γεννήθηκε για τον Άνθρωπο.
Αυτό
κανείς δεν μπορεί να το αγνοήσει απάντησε
ο Κικέρωνας
Είμαστε
–Ίδιοι-παρότι διαφορετικοί
απάντησαν όλοι μαζί
Οι
Ρωμαίοι πολίτες.
Οι ηλιάδες
κόρες οδηγούν
το πυρφόρο άρμα του
ήλιου
Η τελευταία
αναχώρηση είναι το σημείο
επιστροφής.
Ο Αύγουστος
,ο Ηγεμών της
PAX ROMANA προικισμένος με
τεράστιες
Ικανότητες
εξέφρασε την πεμπτουσία
του Ρωμαϊκού έθνους .Δίπλα
του έστεκαν ο Αγρίππας
με τον Μαικήνα
Ο μεγαλοπρεπής
Αύγουστος καθόταν στο
θρόνο του κοντά του
Ήταν η
Οκταβία, ο θεϊκός Βιργίλιος
ο Οράτιος κι ο Λίσιος
Έρχονται
οι Έλληνες οι Πανχρονικοί
ταξιδευτές του χρόνου
Είπε
ο Μαικήνας.
14
Ο Αύγουστος
,ο Ηγεμών της
PAX ROMANA προικισμένος με
τεράστιες
Ικανότητες
εξέφρασε την πεμπτουσία
του Ρωμαϊκού έθνους .Δίπλα
του έστεκαν ο Αγρίππας
με τον Μαικήνα
Ο μεγαλοπρεπής
Αύγουστος καθόταν στο
θρόνο του κοντά του
Ήταν η
Οκταβία, ο θεϊκός Βιργίλιος
ο Οράτιος κι ο Λίσιος
Έρχονται
οι Έλληνες οι Πανχρονικοί
ταξιδευτές του χρόνου
Είπε
ο Μαικήνας.
Φιλέταιρε
Οδυσσέα και σεις πολύμορφοι
σύντροφοι
Σας παρουσιάζω
το θείο Αύγουστο
Principes
, imperatore
Δικτάτωρ
Pontifix
Maximus
Φώναξε δυνατά ο Αριστόξενος.
Ισόθεε
Οδυσσέα ψηλέ κι ωραίε
ξένε
Και σεις
σύντροφοι
Καλώς ήρθατε
στην Αιώνια Πόλη.
Τώρα σας
προστατεύει ο αυτοκράτορας
της Ρώμης
είπε
ο περίφημος Αύγουστος
Μεγάλε και
θείε Αύγουστε
Τα λόγια
σου μας συγκινούν πολύ.
Η επιστροφή
στην Ιθάκη φαίνεται
αδύνατη
Μας πολεμούν
θεοί και δαίμονες .
Πτολύπορθε Οδυσσέα
Ήγγικεν ο έσχατος καιρός
Καθώς της Κύμης
Το ορίζει η προφητεία συμπλήρωσε ο θεϊκός Βιργίλιος,
Ο ποιητής της Αινειάδας
15
Πες μας
Οδυσσέα σε ποιο βασίλειο
είσαι βασιλιάς
Το βασίλειο
της Ιθάκης είναι μια Τρίτη
΄Ήπειρος.
Για να
αποκαλυφθεί πρέπει πρώτα
να φθάσει κανείς
Στην
πραγματική Ιθάκη.
Ο Πανχρονικός
κύκλος είναι ο Αιώνας των
αιώνων
Μεγάλε
ποιητή
Θεά ευλόγησε
το βρέφος που θα δώσει
τέλος
Στου σιδήρου τη φύτρα Και την οικουμένη.
Απάντησε
ο Βιργίλιος ο ποιητής της Αινειάδας.
Βιργίλιε είναι ώρα να μας πεις την Ιστορία
Όταν έφθασε
ο Αινείας στην Καρχηδόνα.πρότεινε
ο Αύγουστος.
Όταν ο Αινείας και οι σύντροφοι τσακισμένοι απ΄ τα κύματα
Άραξαν στις
ακτές της Καρχηδόνας με
επτά πλοία .
Άλλοι
δόξαζαν τους θεούς γιατί
σώθηκαν κι άλλοι έκλαιγαν.
Καλύτερα
όμως να ακούσουμε νοερά
τις δυο αδερφές
Τη Διδώ και
την Άννα.
ΔΙΔΩ- ΑΝΝΑ
ΑΙΝΕΙΑΣ
(ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ)
Διδώ
Αγαπημένη
μου Αδερφή
Παράφορα
ερωτεύτηκα τον Αινεία
Αισθάνομαι
γι αυτόν
Μιαν
ακατανίκητη έλξη.
Λες και
κάποιος θεός
Έβαλε το
χέρι του
16
Κι ο έρωτας
μου
Πήρε τα
Λογικά.
Είμαι σε
μεγάλη σύγχυση
Ακόμα σκέφτομαι το νεκρό
Άνδρα μου κι έχω την αίσθηση
Πως ότι κάνω
Είναι ένα
βαρύ ολίσθημα
Άννα
Πρέπει
πρώτα
να ακούσεις
τη φωνή
Της καρδιά
σου.
Φαίνεται
πως είναι
Θέλημα των
θεών
Να ερωτευτείς
Το Αρχοντόπουλο
της Τροίας
Διδώ
Είχαμε πάει
για
Κυνήγι όταν
ξαφνικά
Ξέσπασε
καταιγίδα
Την οποία
προκάλεσε η Ήρα.
Όλη η
κυνηγετική ομάδα
Έτρεξε να
κρυφτεί
Όπου βρει
για να γλιτώσει
Απ΄ τη
μεγάλη νεροποντή.
ΑΝΝΑ
Ένας έρωτας
μοιραίος
ΔΙΔΩ
Τότε εγώ
μαζί με τον Αινεία
Κρυφθήκαμε
σε μια σπηλιά,
Κι εκεί
μέσα στη μαγεία
Της Σιωπής ,επηρεασμένοι
Απ΄ την
ερωτική ατμόσφαιρα
Που
δημιούργησαν οι δυο θεές
Η Ήρα και
η Αφροδίτη
Ολοκληρώσαμε
τον Έρωτά
Μας.
17
Άννα
Μόλις όμως
ο Δίας
Έμαθε τα
καθέκαστα
Έστειλε αμέσως τον Ερμή
Για να πληροφορήσει τον Αινεία.
Επέβλεπε την οικοδόμηση
Των κάστρων
της Καρχηδόνας,
Είπε πως
το πεπρωμένο του
Είναι να
ιδρύσει ένα Νέο κράτος ,
Θα Κυριαρχήσει
στην οικουμένη.
Συνέστησε
πως αμέσως πρέπει
Ν΄ αρχίσει
τις προετοιμασίες
Για το
ταξίδι.
ΔΙΔΩ
Όταν άκουσα
Τι πρόκειται
να συμβεί
Θλίψη μεγάλη
Κυρίευσε
την ψυχή μου,
Επειδή
επρόκειτο
Να με
εγκαταλείψει
Ο άνδρας
που αγάπησα
Όσο τίποτα
άλλο στον κόσμο.
Ο άνδρας
που αγάπησα Θανάσιμα.
Θερμά τον παρεκάλεσα
Και τον
ικέτεψα,
Εκείνος
όμως
Έμενε
ασυγκίνητος.
Είπε μόνο πως ένιωθε
Μεγάλη
αγάπη για μένα.
ΑΝΝΑ
Τι άλλο
απάντησε
18
ΔΙΔΩ
Πως ένιωθε
ευγνωμοσύνη
Για τη
φιλοξενία
Που προσέφερα
Σ΄ Αυτόν
και τους
Συντρόφους.
Είπε πως
προέχει
Το καθήκον
και πως
Ήταν έτοιμος
Να ξεκινήσει το ταξίδι
Στην Ιταλία.
ΑΝΝΑ
Αχ! δύστυχη
Τι σου
΄μελλε να πάθεις
Να ερωτευτείς
Έναν άνδρα
Ενώ είναι
αλλού
Δοσμένος
Διδώ
Τόσες και
τόσες
Φορές σ΄
έστειλα
Αγαπημένη
μου Άννα
Να τον
μεταπείσεις
Για να
μείνει
Στην
Καρχηδόνα,
Αλλά
Αυτός ήταν ανένδοτος ,
Αλύγιστος
κι αμετάπειστος.
ΑΝΝΑ
Νύχτα έφυγε
ο Αινείας
Με τους
Τρώες
Ορμηνεμένοι
απ΄ τον Ερμή ..
Μόλις το
μάθε η δύστυχη
19
Η αδερφή μου
Άρχισε να
καταριέται
Τον Αινεία,
Και τους
απογόνους του
Λέγοντας
λόγια σκληρά .
Προ - είπε
για τον αιώνιο
πόλεμο των
δύο λαών
των Ρωμαίων
και των Καρχηδονίων,
κι έστειλε
τον στόλο της
να καταδιώξει
τα πλοία
των Τρώων.
Διδώ
Ευλογημένη
η Μνηστεία
Που ζήσαμε
με τον Αινεία
Στα βάθη
της σπηλιάς.
Τότε
αγαπήσαμε
Παράφορα,
τρελά
Ο ένας τον
Άλλον.
Ο Αινείας
όμως
Ακολούθησε
ότι η θεία
Πρόνοια
Προστάζει.
Να γίνει ο
ιδρυτής
Μιας νέας
Αυτοκρατορίας
Κι ο γενάρχης
ενός ολόκληρου
Έθνους.
Άννα
Έτσι η
κακότυχη Διδώ
Διέταξε να
ετοιμάσουν
Τη νεκρική
πυρά διαδίδοντας
Πως ήθελε
να κάψει
Όλα τα
ενθύμια του Αινεία.
20
ΔΙΔΩ
Παντοτινή
κατάρα
Να σε
κατατρέχει
Εσένα Αινεία
Και τους
απογόνους
Σου.
Οι Ερινύες
να σ΄ ακολουθούν
Παντού.
Ζητάω
εκδίκηση
Απ΄ τους
θεούς
Για την
προδοσία.
Προβλέπω
ασίγαστο
Μίσος κι
αντιζηλία
Μεταξύ των
δύο πόλεων
Τον προαιώνιο
θάνατο.
Έρχονται
τρεις
Καρχηδονιακοί
πόλεμοι ,
Μεγάλες
καταστροφές
Περιμένουν
τους Ρωμαίους
Απ΄ τον
Αννίβα.
Άννα
Μετά απ΄
αυτό
Η δύσμοιρη
η αδερφή
Μου ανέβηκε
στην κορυφή
Της πυρράς
και με το ξίφος
Που της
έδωσε ο Αινείας
Έβαλε τέλος
στη ζωή της.
Το έμπηξε
με δύναμη
βαθιά μέσα
στα σπλάχνα
και ξεψύχησε
όρθια.
21
Χορός
Αλώβητη να
υπερβαίνεις
Την
Τραγικότητα της Ιστορίας
Κι Αλλιώς
ωραία,
Να διαβαίνεις
τις πύλες του Ανοίγματος
Λουσμένη
απ΄ τη ρευστότητα
Μιας
κυματίζουσας διαφάνειας.
Όλοι μαζί
Ολόφωτο ν΄
αναδύεται
Το άρωμα
της ψυχής
Απ΄ τα βάθη
του Χάοσμου .
Ποια είναι
αυτή η θεϊκή γυναίκα
Το βλέμμα
της αστραποβόλο έχει τον
οιακισμό κεραυνού
ψηλή με
λεπτή μέση κι εκπληκτικό κορμί
ρώτησε ο περίεργος Πολίτης.
Είμαι πολύ
τυχερή αφού συναντάω
από κοντά το μυθικό
Οδυσσέα.
Μονολήγησε
η Ιουλία Πλαύτα.
Πρώτη φορά
βλέπω τόση ομορφιά μόνο
σε μια Γυναίκα
Σκέφτηκε
ο πολύμορφος Οδυσσέας. Ο Έρωτας
είναι κεραυνοβόλος.
Είσαι
πράγματι ο Δίος Οδυσσέας
από σάρκα και αίμα
Ρώτησε
γοητυμένη η Ιουλία Πλαύτα.-
Αχ!
Τι να κάνει άραγε η
πιστή Πηνελόπη στη μακρινή
Ιθάκη
Με τους
Μνηστήρες να την πολιορκούν
αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας
Άσε με
πολύπαθε Οδυσσέα να σε
αγγίξω.
Άσε με
να σ΄ αγκαλιάσω,
άσε με
να σε φιλήσω.
Να δω
αν είσαι αληθινός.
Άσε με
να σ΄ αγαπήσω
Μέχρι να
μας χωρίσει ο θάνατος.
22
Ωραία Ιουλία
είμαι θνητός αθάνατος.
Πως ν΄
αντισταθώ σε τέτοια ακαταμάχητη
ομορφιά,
πως ν΄
αντέξω έναν τέτοιο πειρασμό;
Οι δυο μαζί
χέρι –χέρι
προχώρησαν στο νυφικό
κρεβάτι
Τι είναι
αυτές οι δροσοσταλίδες
στάζουν πάνω στο πρόσωπό
Μου
αναρωτήθηκε ο πολύτροπος Οδυσσέας.
Η θεά του
Έρωτα, η Αφροδίτη
κοιμήθηκε μαζί του.
Η Αφροδίτη
κρυφά πήρε τη θέση της
Ιουλίας.
Υπέροχη
θεά μεγάλη ανάγκη
μ΄ έσπρωξε στο θεϊκό
κρεβάτι.
Με πλάνεψες
εσύ με το περίσσιο κάλλος.
Η φρόνιμη
και πιστή Πηνελόπη με
περιμένει πίσω στην Ιθάκη.
Καιει τα
σωθικά μου ο ανεκπλήρωτος
Νόστος.
Η νοσταλγία
να δω την Ιθάκη από
μακριά κι ας πεθάνω.
Διογέννητε
Οδυσσέα, ατρόμητε πολεμιστή
της φωτιάς,
Γνωρίζεις
πως σε προστατεύει
η παλλάδα Αθηνά
Απάντησε
η θεά της ομορφιάς η Αφροδίτη.
Όταν
χρειάζεται δείχνει το δρόμο της επιστροφής
στην Ιθάκη.
Αυτά είπε
η θεά κι εξαφανίστηκε
μέσα σ΄ ένα πυκνό
σύννεφο Ομίχλης.
Έμεινε μόνο
ο κεστός ιμάντας στο δωμάτιο.
Μ΄ Αυτόν
ξελογιάζει τους άνδρες
προκαλώντας ερωτικό .πό
Ο πολύφημος
Οδυσσέας και οι πολύμορφοι
σύντροφοι αισθάνθηκαν
υπέροχα όταν μπήκαν μέσα
στα λουτρά.
Εδώ ο
Ελληνισμός νίκησε τους
σκληρούς Ρωμαίους.
Νιώθουμε
και πάλι Άνθρωποι
πετώντας από πάνω σας σκουριές
Αιώνων
Είπαν
οι σύντροφοι ανακουφισμένοι.
Μα που πηγαίνει ο πολυπενθής Οδυσσέας. Θέλει να μείνει Μόνος
Παρατήρησε
ο Ελπήνορας.
Νιώθω
τις πατούσες μου να
καίγονται πατώντας στα
μαρμάρινα πατώματα. Ας
ξαπλώσω πάνω σ΄ αυτή τη
μεγάλη πλάκα
Είπε
μέσα του ο καρτερικός Οδυσσέας.
Σώμα διάπυρο
του χρόνου
βάραιναν πάνω του οι
αιώνες του Πανχρόνου.
Ζούσε τον
–Ίδιο- του το θάνατο,
το θάνατο του θανάτου.
23
Ας πιω απ΄
το νερό της λήθης,
Μ΄ Αυτό Αναγεννιέσαι
Μαθαίνοντας
τη Σοφία του Κόσμου
μονολήγησε ο πολύτροπος Οδυσσέας.
Αφαιρούνται τα άρρωστα
μέρη του κορμιού και της
Ψυχής.
Πίνει το
άρωμα του κόσμου.
Τούτη την
έναστρη νύχτα αισθάνομαι
να γίνομαι Ένα με τα΄
άστρα
Ισορροπώντας
ανάμεσα στο Βοώτη
και την Άρκτο, έχοντας
για σημάδι
Τους αφανείς
αστέρες αφού ποτέ δεν
βρέχονται απ΄ τα νερά
του Ωκεανού.
Πολεμιστής
του παντός έκανε το ταξίδι
της μεγάλης επιστροφής
Έκανε την
Αυτοκάθαρση-
Αυτός ο Πρωτοέλληνας
πετώντας τα καθάρματα
στον ποταμό Λύμακα.
Αναγεννημένος έλαμπε
θεοφόρος.
Όλοι
μαζί Έλληνες και Ρωμαίοι κατευθύνθηκαν
μετά τα λουτρά
Προς
ο θέατρο του Πομπήιου , ξεκούραστοι για
να δουν την
Ηλέκτρα.
Χορός
Τι γίνεται
μέσα
Στο Παλάτι;
ΗΛΕΚΤΡΑ – ΑΠ ΈΞΩ
Ακούγονται
φωνές
Χορός
Τι κάνεις
Εδώ έξω
Ηλέκτρα;
Ηλέκτρα
Προσέχω
Μην έρθει
ο Αίγισθος
24
Χορός
Αυτά που
Υποψιαζόμαστε
πως
Συμβαίνουν
είναι φοβερά
Και τρομερά.
Κλυταιμνήστρα
Αχ!
Αίγισθε
Που είσαι
Ολομόναχη
τώρα
Πεθαίνω.
Με χτυπάει
το σπλάχνο μου
Γιε μου
Λυπήσουμε
μάνα σου
είμαι
Ηλέκτρα
Ατέλειωτος
ο κύκλος
Του αίματος
Στο παλάτι
των Ατρειδών.
Νάτοι
στάζουν αίμα
Τα χέρια
τους
(Ο
Ορέστης με τον Πυλάδη
΄έξω απ΄
το παλάτι)
Ηλέκτρα
Πες μας
Ορέστη
Τι έγινε;
Ορέστης
Όλα καλά
Εάν δίκαια
εκπληρώσαμε
Την προσταγή
του Απόλλωνα
25
Ηλέκτρα
Ο θάνατος
έπρεπε
Ο μαύρος
θάνατος
Στην άκαρδη
γυναίκα
Χορός
Προσέξτε
Σαν να
έρχεται
Ο Αίγισθος
από μακριά
Αίγισθος
Ποιοι είναι
οι ξένοι
Που έφεραν
τα καλά
Μαντάτα
για το θάνατο
Του Ορέστη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτό σ΄
ενδιαφέρει
Πιο πολύ
Απ΄ όλα;
(
Ο Ορέστης με τον Πυλάδη
και τη νεκρή
Κλυταιμνήστρα
σκεπασμένη
με σάβανο εμφανίζονται
μπροστά
στο παλάτι )
Αίγισθος
Ποιος είναι
σκεπασμένος
Με το
σεντόνι;
Ε σεις
δούλες.
Φωνάξτε
την Κλυταιμνήστρα
26
Ορέστης
Άδικα
ψάχνεις
Είναι εδώ
μπροστά σου
Αίγισθος - σηκώνει το σάβανο
Ω!!
Αλίμονο
Ο δύστυχος
,σκληρός θάνατος
Με περιμένει.
Ορέστη εσύ
πρέπει
Να είσαι
Αυτός
Που βλέπω.
Ορέστης
Σωστά το
κατάλαβες
άλλον
περίμενες
κι άλλον
βρήκες.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Τόσο βίαια
Μη με
σπρώχνεις
Μέσα στα
μαύρα
Στα σκοτεινά
παλάτια
Ήλέκτρα
Γρήγορα
Ορέστη
Γρήγορα μη χάνεις
Χρόνο.
Ορέστης
Άθλιε
Τέτοιος θάνατος
Σου ταιριάζει.
Να πεθάνεις
με τον -Ίδιο-
Τρόπο που
σκότωσες τον
Πατέρα μου
ακριβώς στο –Ίδιο-
Μέρος.
27
Χορός
Ω!!
συμφορά
Τα πάθη των
Ατρειδών
Τελειωμό
δεν έχουν.
Ποτάμι
αστείρευτο
Ο κύκλος
του θανάτου
Δείχνει το
άνοιγμα
Του
ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ
Οι Κεφαλλήνες
μαζεύτηκαν γύρω απ΄ τον
δοίο Οδυσσέα
Κι όλοι
μαζί συνέχισαν τον
Πλανητικό Νόστο.
Οι ψυχές
τους συγκλονίστηκαν
στη σκέψη του Γυρισμού
Στην Ιθάκη.
Ήθελαν να απελευθερωθούν
απ΄ την αναζήτηση
Και το
Νόστο.
Η πόλη
μύριζε σάρκα και αίμα,
βρίσκονταν στο κέντρο
του κόσμου
Ένιωθαν
ήδη Ρωμαίοι.
Έφθασαν
στο αμφιθέατρο των Φλάβιων
το ναός του θυσιαστηρίου
Ήταν αριστοτεχνικά φτιαγμένο.
Ο αέρας
έφερνε το άρωμα των αιώνων
οι συγκλητικοί ο Πραίτορας, οι δικαστές οι ιππότες κι η πλέμπα
Της Ρώμης
ήταν όλοι εκεί.
Οι μονομάχοι
γυμνάζονταν
μεταξύ τους. Σε λίγο
θα ήταν αντίπαλοι
μέχρι
θανάτου.
Χιλιάδες
χριστιανοί βρίσκονταν
στα Υπόγεια,
ακουγόταν ένας ατέλειωτος
θρήνος, έφθανε ίσαμε τον ουρανό.
Ο Νέρωνας
φρόντιζε να διασκεδάζει
ο λαός όσο καλύτερα γίνεται.
Ήρθε ο
αυτοκράτορας με τη συνοδεία
του ψιθύρισε το πλήθος.
Ο βασιλιάς
Ήλιος πρόσφερε
<<άρτων και θεάματα>>
Τι ήθελαν
όμως οι Πραιτοριανοί γύρω
απ΄ τον Αυτοκράτορα;
Γιατί το
πλήθος τους αποδοκιμάζει;
Ο κόσμος της Ρώμης ήθελε να δει αίμα ζεστό να τρέχει στην αρένα.
Σπασμένα
κεφάλια και μυαλά πεταμένα
στον στίβοκ
28
Σπαράζονταν
μεταξύ τους
λιοντάρια με τίγρης
Ύαινες με
πάνθηρες.
Η αποθέωση
του θανάτου έγινε θέαμα.
Έριξαν στα θηρία όσους
ήταν
Καταδικασμένοι
σε θάνατο
<<αbbestiam
dammnati >>
(
οι καταδικασμένοι σε θάνατο )
Το πλήθος
γελούσε θριαμβικά.
Κατασπαράζονται άνθρωποι
Ενώ εκλιπαρούν
σε βοήθεια
Μοιράζουν
δωρεάν ψωμί στην πλέμπα
της Ρώμης.
Ήχησαν οι
σάλπιγγες κι οι μονομάχοι
έκαναν το γύρω με
παρατεταμένα
Τα ξίφη.
μπροστά
στον αυτοκράτορα.
Φωνάζουν
Ave Gaesar
Morituti
te saloutant
Μονομάχοι
Ave Gaesar
Morituti te salutat
Στο τέλος
έμειναν μόνο δύο οι
καλύτεροι μονομάχοι της
αυτοκρατορίας.
Ένας θηριώδης
απ΄ την Παρθία ο Ατρόμητος
, κι ένας απελεύθερος
ο Ιούλιος.
Το πλήθος τους υποδέχθηκε
παραληρώντας.
Γιατί μου
ξεφεύγεις Γαλάτη;,
εγώ θέλω να πιάσω το ψάρι
κι όχι
Εσένα κορόιδευε ο Ατρόμητος.
Πρώτα όμως
πρέπει να πιάσεις Εμένα
απάντησε ο Ιούλιος
29
Τώρα σε
γονάτισα έτοιμος για το
τελειωτικό κτύπημα
τι έχεις
να πεις φώναξε θριαμβικά ο
Ατρόμητος.
Τρομαγμένος
ο Ιούλιος κοίταζε ψηλά
στις κερκίδες,
Να δει ποιο
ήταν το σύνθημα
των θεατών.
Μην κάνεις
τίποτα Ατρόμητε σηκώνω
το χέρι ψηλά
Για να μου
χαρίσουν τη ζωή
Θανάσιμη
σιωπή απλώθηκε σ΄ όλο το
Αμφιθέατρο..
Τότε κάποιοι από ψηλά ύψωσαν τα δάκτυλα φωνάζοντας –μίσσουμ-
Μόνο εμείς
καταλάβαμε ποιος
φώναξε.
Τότε όλοι
οι θεατές σήκωσαν ψηλά
το δάκτυλο χαρίζοντας
Τη ζωή στον
Ιούλιο παρατήρησε ο πολυμήχανος
Περίδης
Μετά το θέαμα έγινε
φρικιαστικό από τις μονομαχίες των
μονομάχων.
Ακέφαλα σώματα προχωρούσαν
σαν τυφλά κι έπειτα σωριάζονταν κάτω.
Οι μονομάχοι ξεκοιλιασμένοι
σέρνονταν με τα εντόσθια πεταμένα έξω
πάνω από το χώμα , μάταια
ζητούσαν βοήθεια, εκλιπαρούσαν να τους
σκοτώσουν.
Υπήρχαν χέρια κομμένα καταγής,
ακούγονταν βογκητά κι οι άγριες
φωνές των μονομάχων, οι πιο τυχεροί
πολεμούσαν ακόμα.
Ένα απίστευτο μακελειό
συντελούνταν μπρος τα μάτια των θεατών
.
Ο πτολύπορθος Οδυσσέας και
οι πολύστονοι εταίροι έγιναν μάρτυρες
ενός φρικιαστικού θεάματος .
Η μάχη συνεχιζόταν ακόμα ,
οι επιτιθέμενοι έχασαν
πολλούς άνδρες κι
οπισθοχώρησαν ντροπιασμένοι.
Στην Κονίστρα έμειναν μόνο
ο Βαλέριος Μάξιμος κι οι άνδρες του
εξουθενωμένοι από τη μάχη.
Το πλήθος αποθέωσε όρθιο τους
μονομάχους ,
ζητωκραύγαζαν ενθουσιασμένοι
υπέρ
του Ρωμαίου στρατηγού κι των
γενναίων λεγεωνάριων.
Μετά απ’ Αυτό το φονικό
κανείς δεν είπε τίποτα,
όλοι ήθελαν λίγο χρόνο να
συνέλθουν.
Οι δούλοι με τα καρότσια,
τα φτυάρια και με τσουγκράνες
μπήκαν
κι καθάρισαν την Αρένα απ’
τα συντρίμμια, τα πτώματα
κι ότι άλλο απόμεινε από τη μάχη.
30
Κατέβρεξαν το στίβο με νερό
να καθίσει η σκόνη, μετά
με ειδικές σβάρνες που τις έσερναν άλογα
έστρωσαν την άμμο κάνοντας
επίπεδο τον αγωνιστικό χώρο.
Οι θεατές ετοιμάστηκαν
γρήγορα , περίμεναν με αγωνία την επόμενη
πράξη του δράματος .
Αμέτρητοι σκλάβοι κι υπάλληλοι
του αμφιθεάτρου έστησαν πασσάλους ,
γέμισαν την Κονίστρα. Κατόπιν
έσερναν κατά χιλιάδες τους Χριστιανούς
και έδεναν πάνω πισθάγκωνα τους
δύστυχους .
Κυκλοφορούσε μια περίεργη
φήμη πως έτρωγαν τα παιδιά κι έκαναν
φοβερά εγκλήματα . Έλεγαν
ότι συναντιόνταν κρυφά σε απομακρυσμένα
σπίτια κι επιδίδονταν σε
όργια κι αιμομιξίες .
Οι βασανιστές χτυπούσαν
βίαια με μαστίγια τα γυμνά σώματα κι
αυτοί οι κακότυχοι υπέμειναν καρτερικά
τα πάνδεινα.
Οι Ρωμαίοι με αγωνία περίμεναν
τη συνέχεια ,
το θέαμα έγινε βαρετό, τότε
ένα αιλουροειδές πήδηξε μες την Αρένα,
φορούσε το δέρμα άγριου
ζώου με μάσκα πάνω από το κεφάλι.
Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας
αυτοπροσώπως
όρμησε εναντίον των Χριστιανών
,
χωρίς αιδώ άρχισε να
κατασπαράζει κι να βίάζει άγρια άνδρες
και γυναίκες μαζί.
Ακολούθησε ένα άλλο θηρίο
μεταμφιεσμένο,
ένας θηριώδης μονομάχος ,
ο απελεύθερος Δορυφόρος ,
ο άνδρας του Νέρωνα τον
έδειρε γερά κι τον βίασε
τρελά μπρος
τα μάτια όλης της Αυτοκρατορίας.
Αυτός βογκούσε φανερά
ικανοποιημένος κι έβγαζε ξεφωνητά
βιασμένης παρθένου .
Όλο το Αμφιθέατρο γελούσε
και κορόιδευε με την ψυχή του,
εμφανώς ευχαριστημένο επειδή
είχε έναν τέτοιο Αυτοκράτορα,
διασκέδαζε τόσο τον κόσμο
κι έκανε τα πάντα για το Λαό.
Κοιτάξτε
πως οι Δήμιοι θερίζουν
τα κεφάλια των Χριστιανών
Με μεγάλα
τσεκούρια είπε γεμάτος θλίψη
ο Πολίτης.
Δεν αντέχω
άλλο να βλέπω να τους
σκοτώνουν έτσι,
είναι απάνθρωπο
Φώναξε
ο πολυμήχανος Οδυσσέας.
31
Αμέσως
πήδηξε στην κονίστρα
κι άρχισε να σκοτώνει
τους Δήμιους.
Πάγωσε το
αμφιθέατρο, όλοι ρωτούσαν
ποιος είναι Αυτός
Ακολουθούν
κι άλλοι.
Ο κόσμος
χειροκρότησε θερμά τους άγνωστους
πολεμιστές.
Ποιος είσαι
εσύ Ωραίε ξένε
κι ελευθερώνεις μ΄ αυτόν τον τρόπο,
Χωρίς
διαταγή τους άθλιους
χριστιανούς ρώτησε οργισμένος ο Νέρωνας.
Ο κανένας
απάντησε ο πολυμήχανος Οδυσσέας.
Αυτή την απάντηση έδωσε ο αντίθεος Οδυσσέας
Όταν ξέφυγε
μαζί με τους συντρόφους
απ΄ τον Κύκλωπα Πολύφημο,
ενώ τους
κρατούσε μ ε το ζόρι στην σπηλιά
απάντησε ο αυτοκράτορας.
Είμαι ένας
πολεμιστής του Πανχρόνου.
Μ΄ έπιασε
ιερή οργή και αγανάκτηση
όταν είδα πόσο άδικα
Σκοτώνονται
οι Χριστιανοί φώναξε με τη βροντώδη
φωνή του ο Οδυσσέας.
Επειδή
είστε γενναίοι και Έλλήνες
σας δίνω λίγο χρόνο
Να σωθείτε,
προς δόξα του Ρωμαϊκού
λαού και του κόσμου
Μια κι Είναι
δικός μου.
Ave
Geasar
Οι τελευταίοι
ελεύθεροι
Σε
χαιρετούν.απάντησε ο πολύμορφος
Οδυσσέας.
Ο πλανητικός
Οδυσσέας και οι χαοσμικοί
σύντροφοι
έρχονταν
απ΄ την κόλαση του
αμφιθεάτρου και οι ψυχές τους φλέγονταν
από μια
Άλλη λάμψη. Πολεμιστές
της φωτιάς πλάνητες
προορισμένοι
Για την
Πανχρονική αναζήτηση.
Ο αέρας
μύρίζε καπνό ίσως κάποια
συνοικία της Ρώμης να
πήρε φωτιά.
Οι πυροσβέστες
έτρεχαν να τη σβήσουν
Η Ρώμη
καίγεται φώναζαν όλοι μαζί οι
κάτοικοι κι έντρομοι
Έτρεχαν
αλλόφρονες στους δρόμους να σωθούν.
Ο ήχος της
φωτιάς ακουγόταν καθώς απλωνόταν.
32
Η φωτιά στο πέρασμά της αφάνιζε τα πάντα. Πήραν φωτιά
ολόκληρα
τετράγωνα, ο ιππόδρομος
και οι πλαγιές του Αβεντίνου
και του
Παλατίνου.
Έφιπποι
αγγελιοφόροι έτρεχαν σαν
τρελοί. Υπήρχε πλήρης
αταξία
Χάος και
λεηλασία
Ο Νέρωνας που είναι ο Νέρωνας ρωτούσαν οι ρωμαίοι.
Η φωτιά
είναι ανεξέλεγκτη ένα
μεγαλειώδες θέαμα εκτυλίσσεται
μπροστά στα μάτια μας είπε ο
καρτερικός Οδυσσέας
Ο Νέρωνας
λείπει στο Άντιο
έλεγαν μερικοί κάτοικοι της Ρώμης.
Τα παιδιά
έτρεχαν φοβισμένα ζητώντας
τις μητέρες τους.
Ο Αυτοκράτορας
πρέπει να γυρίσει απ΄ το Άντιο έλεγαν
οι Ρωμαίοι.
Ο Νέρωνας
έβαλε φωτιά στη
Ρώμη απαντούσαν κάποιοι Άλλοι.
Πολλοί
μάρτυρες είπαν πως είδαν
στρατιώτες με πυρσούς
στις φτωχογειτονιές. Άλλοι
πάλι έλεγαν πως αυτά τα
διέδιδαν οι Χριστιανοί.
Όταν
επέστρεψε ο Νέρωνας, ζήτησε
να δει τον Τιγκελίνο, κι
αμέσως κατέστρωσαν σπουδαίο
σχέδιο εκκένωσης ολόκληρων
συνοικιών
Μόνος ο
Νέρωνας προχωρούσε μέσα
στη φλεγόμενη Ρώμη.
Φορώντας
τη λευκή στολή του.
Ο αυτοκράτορας
φορώντας χλαμύδα με
στεφάνι στα μαλλιά,
Και την
κιθάρα στα χέρια,
Περίμενε τους φίλους του
στους κήπους
Του Μαικήνα.
Τι φαγοπότι είναι
αυτό ρωτούσαν οι καλεσμένοι
Μεγάλο δέος
προκαλεί η πυρπολημένη
πόλη με τις τεράστιες
φλόγες
Καθώς την
κυκλώνουν από παντού
παρατήρησε ο πολύτροπος Οδυσσέας.
Οι καπνοί σκέπασαν τον
ουρανό. Τι φοβερή
είναι αυτή
η Νύχτα
Ο Νέρωνας
ανέβηκέ στον πιο ψηλό
πύργο του κήπου κι είπε.
Από ΄δω βλέπω καλύτερα τη φωτιά.
Μαίνεται
κάτω από το πόδια
μου.
Από δω
Θα σας απαγγείλω στίχους
,
Θα μείνουν
στους αιώνες.
Η βοή
και ο θόρυβος της
φωτιάς επεκτείνονταν θανάσιμα.
Να η πυρπόληση
της Ρώμης φώναζαν οι Ρωμαίοι.
Με θεϊκή
έμπνευση θα σας τραγουδήσω
την πυρπόληση
της Τροίας ,
33
μέσα σε
έκσταση με τη βοήθεια
του Απόλλωνα
ενώ
υπαγορεύει τις στροφές. Ο
θεός του φωτός μας οδηγεί
Ο άνεμος
άλλαξε την κατεύθυνση
της φωτιάς.
Σώθηκε
η Ρώμη φώναζαν χαρούμενοι οι Ρωμαίοι.
Οι φωτεινές
ανταύγειες έδιναν ακόμα
μεγαλύτερη λάμψη
κάνοντας
το θέαμα συγκλονιστικό.
Θα χτίσω
τη Ρώμη από την αρχή
φώναξε με έπαρση ο Νέρωνας..
Πολλοί
Ρωμαίοι κατηγόρησαν τον
Νέρωνα ότι αυτός
έβαλε τη φωτιά.
Άλλοι πάλι
κατηγόρησαν τους Εβραίους κι άλλοι
τους Χριστιανούς.
Τιγκελίνο
όσοι δηλώνουν Χριστιανοί
μα φυλακίζονται
Πρόσταξε
ο αυτοκράτορας.
Γέμισαν οι
φυλακές σαν φύλλα πέφτουν
οι ζωές των ανθρώπων.
Αδερφοί
κάντε κουράγιο ο θεός
είναι μεγάλος
Καρτερικά
υπομένει τα πάντα.
Θεέ μου
συγχώρεσε τους αμαρτωλούς,
Τι κι αν το μαστίγιο
Μου ξεσχίζει
τις σάρκες δεν νιώθω πόνο.
Τι κι αν το αίμα
Τρέχει
ποτάμι δεν νιώθω πόνο έλεγε
ο Πέτρος.
Αυτά έβλεπαν
οι άλλοι Χριστιανοί και
έπαιρναν θάρρος.
Τεράστιοι
σταυροί στήθηκαν στους
δρόμους της Ρώμης
Με σταυρωμένους
τους Χριστιανούς πάνω.
Ουρλιάζουν
από πόνο κι οι προσευχές
τους ακούγονταν σ΄ όλη
Τη Ρώμη.
Πεθαίνουν πάνω στο
σταυρό όπως ο –Ίδιος-
ο Χριστός
Φώναξε
ο πολύτροπος Θεόμορφος.
Τα νέα από
την Ισπανία είναι άσχημα
Νέρωνα. Ο Γάλβας προσχώρησε
στους επαναστάτες είπε
ο αυτοκρατορικός αγγελιοφόρος.
Είναι σαν
να με διατάζει να
Αυτοκτονήσω.
Αγαπημένε
μου Σπόρε
Φέρε μου
απ΄ τη βιβλιοθήκη το χρυσό
κουτί
Όπου φυλάγω
μέσα το θανατηφόρο φαρμάκι
της Λογκούστας.
Όλοι μαζί
Ο Νέρωνας
και η συνοδεία του ως
Άλλοι Τραγικοί
προχώρησαν
θριαμβικά. Γνώριζαν πως
το τέλος πλησιάζει,
και πρόσφεραν
τα δώρα της βασιλείας
του, στον Άρη και στην
Αφροδίτη.
Ο λαός βγήκε
στους Δρόμους κινείται
εναντίον μου βρίζοντας
χυδαία
34
Κρέμασαν
σακιά στο λαιμό των
προτομών σου όπως κάνουν
στους μητροκτόνους συμπλήρωσε ο
Τιγκελίνος.
Τι προτείνεις
Τιγκελίνο ρώτησε ο Νέρωνας.
Οι Πραιτοριανοί
είναι έτοιμοι, έχουμε
την λίστα των αντιπάλων.
Μπορούμε
να τους φυλακίσουμε
αμέσως.
Τι προτείνεις
Τιγκελίνο ρώτησε ο Νέρωνας.
Οι Πραιτοριανοί
είναι έτοιμοι, έχουμε
την λίστα των αντιπάλων.
Μπορούμε
να τους φυλακίσουμε
αμέσως.
Δεν θέλω
να γίνει εμφύλιος Πόλεμος
-Δεν
θέλω να χυθεί αδερφικό
Αίμα απάντησε ο αυτοκράτορας.
Τι προτείνεις
Τιγκελίνο ρώτησε ο Νέρωνας.
Οι Πραιτοριανοί
είναι έτοιμοι, έχουμε
την λίστα των αντιπάλων.
Μπορούμε
να τους φυλακίσουμε
αμέσως.
Δεν θέλω
να γίνει εμφύλιος Πόλεμος
-Δεν
θέλω να χυθεί αδερφικό
Αίμα απάντησε ο αυτοκράτορας.
Τότε τι θα
κάνεις, θα περιμένεις να
σε πιάσουν ζωντανό
ρώτησε
ο
Τιγκελίνος.
<<είναι
τόσο δύσκολο να πεθάνει
κανείς;>> (Βιργίλιος)
Θα μπορούσα
να τους κατακτήσω
τραγουδώντας
Νύχτα είναι
έπεσε άγρια καταχνιά.
Μόνος έμεινε
στο Χρυσό Παλάτι.
Όλοι τον
εγκατέλειψαν
Κανείς δεν
πήγε ν΄ αλλάξει τη φρουρά
<<το
τρέξιμο των ελαφρών αλόγων
ήρθε στα
αυτιά μου>>
(Όμηρος)
Μαζί με το
Σπόρο τον Επαφρόδιτο
και μερικούς δούλους
Ανέβηκαν
πάνω στα άλογα και
ξεκίνησαν για τη βίλα
35
Ενός
απελεύθερου. Μόλις έφθασαν
ένας οιακισμός κεραυνού
Άστραψε
πάνω απ΄ το σπίτι.
Ρίγησε η
ψυχή μου διαισθάνομαι
πως έρχεται το τέλος
σκέφτηκε
ο
Νέρωνας.
Πέρασαν
μέσα στο σπίτι και ζήτησε
απ΄ τον Επταφρόδιτο
Να τον
βοηθήσει
Καλέ μου
Επαφρόδιτε
Φέρε μου
αυτό το κοφτερό μαχαίρι
και βοήθησέ με
Να το
βυθίσουμε βαθιά στο λαιμό
μου.
Πετάγεται
το αίμα Ποτάμι αγαπημένε
μου Βασιλιά
πλημμύρισε
το δωμάτιο
Ω!!
Τι Μέγας
Καλλιτέχνης
χάνεται
Τι Μέγας
!!
Άσε να
κλείσω την πληγή μ΄ αυτό
το μαντίλι είπε ο
Επταφρόδιτος.
Άκουω
βήματα στρατιωτών
ηχούν σαν τύμπανα
θανάτου.
Είπε
ο πιστός Σπόρος.-
Ο Νέρωνας
πρέπει να σωθεί τέτοια
είναι η διαταγή -μη φοβάσαι
Νέρωνα- φώναξε ο εκατόνταρχος.
Πολύ αργά
Εκατόνταρχε πολύ αργά
απάντησε ο Νέρωνας.
Έχασε τις
αισθήσεις και γύρισαν τα
μάτια ανάποδα-ύστερα
πέθανε.
Οι στρατιώτες
έριξαν πάνω ένα πορφυρό
μανδύα
Πέθανε σαν
Αυτοκράτορας όπως ο
Ιούλιος Καίσαρας
Πέθανε σαν
ήρωας Τραγωδίας
Ο απόλυτος
Μονάρχης - τριάντα δύο
χρονών
Με πάθος
στις Τέχνες και τα γράμματα,
αρρωστημένος κι
εγκληματίας
Μερικοί
είπαν ότι ο Νέρωνας διέφυγε
στην Παρθία, έκτοτε
Πληθαίνουν
οι Κιθαρωδοί στην Ανατολή
με μια ούλή στο λαιμό,
ολόιδια
μ΄ Αυτή του Νέρωνα που
ψεύτικα αυτοκτόνησε.
36
ΑΛΩΣΗ
ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΡΑΨΩΔΙΑ
37
Ο πλανητικός
Οδυσσέας και οι χαοσμικοί σύντροφοι
μεθυσμένοι από
Το άρωμα
του κόσμου προχωρούσαν μέσα στη
σκουληκότρυπα.
Του μεγάλου
χρόνου. Το -άνοιγμα-
οδηγούσε στην πόλη
των πόλεων
Τη νέα Ρώμη
την Κωνσταντινούπολη
Άρχισε η
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης
απ’ τους Τούρκους
Τα
πριγκιπονήσια η Πρώτη, η Αντιγόνη, η
Χάλκη κι η Πρίγκηπος
Υποδέχτηκαν
τους πολεμιστές του φωτός.
Φθάσαμε
στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη
είπε ο Οδυσσέας.
Είμαστε
πρεσβευτές μιας γαλαξιακής Ομοσποσδίας
με Πανχρονικές αξιώσεις. Φέρνουμε τη
Δημοκρατία του πανχρόνου μέσα από το
άνοιγμα.
Ο ουρανός
μπλε βαθύς με μαύρα σύννεφα
χάϊδευε τις πολεμίστρες
Οι Οθωμανοί
μυριάδες πολεμούσαν λυσσαλέα
για να κατακτήσουν
Την απόρθητη
πόλη
Αλλαχού
Ακμπάρ - Αλλαχού Άκμπαρ
φώναζαν όλοι μαζί.
Οι Οθωμανοί
φωνάζουν φανατισμένα
κάνοντας γιουρούσι
Συνοδευόμενοι
από νακαράδες και
νταούλια
Φώναζαν
και έβριζαν χυδαία.Οι πιο πολλοί έπεφταν
νεκροί
Πριν φθάσουν
στα τείχη.
Είναι
αναπόφευκτο η πόλη αυτή να
κατακτηθεί Από μένα
Είπε
ο Σουλτάνος Μωάμεθ.
Το Χαντίθ
του προφήτη έλεγε πως
η Κων\ πόλη θα αλωθεί.
Τι ωραίος
στρατηγός είναι Αυτός και
τι ωραίος στρατός.
Ακόμα κι
αν τα τείχη δεν ήταν
πέτρινα αλλά σιδερένια
με τη φλογερή
οργή μου θα τα διέλυα
και θα τα έκανα
Να λιώσουν
σαν κερί φώναξε ο Σουλτάνος Μεχμέτ.
Ο Μεχμέτ
ο νέος Παντισάχ ο πιο
ωραίος στρατιώτης
Φώναξαν
οι Όθωμανοί στρατιώτες.
38
Το υπόγειο
ρεύμα της άσπρης θάλασσας
οδηγούσε την Ιθάκη
Προς τη
μεριά των Οθωμανών.
Ανάμεσα σε δυο πυρά
προχωρούσε ακυβέρνητη. Μόνο ένα
θαύμα την έσωζε.
Η Θεοτόκος
ή Θεομήτωρ Παναγία είπαν εκστασιασμένοι
οι σύντροφοι.
Τότε είπε
η Θεοτόκος
Ε!
σεις ταξιδιώτες ποιος
άνεμος σας έφερε στα
αγιασμένα νερά
της
Θεοφύλακτης πόλης
Το – άνοιγμα-
του μεγάλου χρόνου
Αειπάρθενη Μητέρα.
Χρόνιοι
του χρόνου είμαστε
κι ήρθαμε να ζήσουμε
Το Χρονικό
της Άλωσης απάντησε ο θεϊκός Οδυσσέας.
Δάκρυσε η
Παναγία απ’ τη συγκίνηση
κι άλλαξε τη ρότα της
μυθικής Ιθάκης κάνοντάς την ανέγγιχτη
κι αόρατη μαζί.
Πέρασε
ανάμεσα απ’ τα εχθρικά πλοία
χωρίς να τη χτυπήσει Βόλι,
ως δια
μαγείας άνοιξαν οι πύλες
του Κερατίου
και πέρασε μέσα
Οι Πολεμιστές
του φωτός πάτησαν μαγεμένοι
την ιερή γη
Της Κων\Πόλης
Ο Όλβιος
Οδυσσέας και οι πλανητικοί
Εταίροι φώναξαν συγκινημένοι.
Χαίρε
Κων\πόλις
Των πόλεων
η βασιλίς
Να ο ναός
Των Αγίων
Αποστόλων
Να η Αγία
Σοφία.
Ο Κων\νος
Παλαιολόγος διέταξε τους
αυτοκρατορικούς υπαλλήλους
Να ετοιμάσουν
το μεγάλο παλάτι για να
υποδεχτούν τους πολεμιστές
Του φωτός.
Ήταν οι τελευταίοι ελεύθεροι.
Ο τελευταίος
Αυτοκράτορας περίμενε
μεγαλοπρεπής τους
πολεμιστές
Του Πανχρόνου
στη μεγάλη αίθουσα του
Τρικόγχου
Καθισμένος
στον Αυτοκρατορικό θρόνο
μαζί με τον Λουκά Νοταρά.
39
Πρωτοήρωα
Οδυσσέα κι εσεις ατρόμητοι
σύντροφοι
Καλώς ήρθατε
στη Θεοφύλακτη Πόλη,
Όπως είδατε
είμαστε σε κατάσταση
πολιορκίας
Είπε
περίφημος Λουκάς Νοταράς.
Χαίρομαι
και λυπάμαι μαζί που
συναντώ κάτω απ’ αυτές
Τις συνθήκες
τον τελευταίο Αυτοκράτορα
της Βασιλεύουσας
Και το
μεγάλο Δούκα Λουκά Νοταρά.
Πολυμήχανε
βασιλιά της Ιθάκης, Εσύ
που ζεις στο άνοιγμα
Του Πανχρόνου,
Εσύ που μεταμορφώνεσαι
και γίνεσαι Άλλος
Πες μας
για το Τέλος τους τέλους είπε ο
αυτοκράτορας Παλαιολόγος.
Δεν υπάρχει
Τέλος, χάνεται στο
Ατελεύτητο. Είμαστε
παίκτες
Ενός
Παιχνιδιού ενώ μας παίζει.
Ο χρόνος είναι Παιχνίδι
Ο χρόνος
είναι Πόλεμος και Αρμονία
απάντησε ο πολυμήχανος Οδυσσέας
Ποιο είναι
το Παιχνίδι του κόσμου
ρώτησε ο μεγάλος δούκας Νοταράς
Το –
άνοιγμα-Το –άνοιγμα-
απάντησε ο πολύτροπος Οδυσσέας.
Μίλησέ μας
Αθάνατε βασιλιά για
την τύχη υης βασιλεύουσας
ρώτησε
Ìå αγωνία
ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Το Τέλος
του Τέλους άρχισε πολύ
πριν, είναι ήδη αργά
πολύ αργά.
Ήταν
Αυτόπτες μάρτυρες της
πολιορκίας της Πόλης από
τους Τούρκους
Παράλληλοι
και Ίδιοι με την Ιστορία.
Όλοι μαζί
ξ Αυτοκρατορική πομπή κι
οι πολεμιστές του φωτός
Κατευθύνθηκαν
προς την Αγία Σοφία.
Στην
Κων\πολη, ο
Θεός είχε την Αγία Σοφία, ο
Αυτοκράτορας το παλάτι
Κι ο λαός
τον Ιππόδρομο.
Η Πόλη ήταν
η μεγαλύτερη , η ισχυρότερη,
η πιο ωραία πόλη της γης.
Είπε
ο Μωάμεθ στους επιτελείς
και τους υποταχτικούς.
Πέρασε
αρκετός καιρό απ’ όταν ανέβηκα
στο θρόνο.
Έκτοτε
κύριο μέλημα είχα
πως θα προετοιμάσω το
στρατό
Για την
πολιορκία. Είναι γραφτό
το φρούριο Αυτό
να κυριευτεί από μένα.
Η πόλη είναι έτοιμη να
πέσει σαν ώριμο φρούτο
40
Ετοιμόρροπη
και διεφθαρμένη, σάπια
κι ανίσχυρη. Πρέπει να
προλάβουμε τον Πάπα
και τους σταυροφόρους.
Μόνο ένα
πράγμα σκέφτομαι συνέχεια,
νύχτες ολόκληρες
Έμεινα
ξάγρυπνος. Χρόνια τώρα
περιμένω πότε θα κατακτήσω
Την Κων\πολη.
Οι
πολιορκημένοι Έλληνες έκλαιγαν δυνατά,
άλλοι μ’ αναφιλητά
κι άλλοι
προσεύχονταν δοξάζοντας
το Θεό. Οι ψυχές τους με
μιας λυτρώθηκαν κι έγιναν Άγγελοι που
πέταξαν στον ουρανό.
ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ
Ο νεαρός
Παντισάχ έκανε βόλτες
στη σκηνή, θηρίο ανήμερο
Κατακόκκινος
απ’ το θυμό. Εκπρόσωπος
επί της γης του Θεού
Αρχηγός
των πιστών, του στρατού,
του ναυτικού,
γιος του
Σουλτάνου Μουράτ ήταν -ο
απόλυτος Ηγεμόνας-.
Μια ζωή
είμαι ερωτευμένος μαζί
της. Αρρωσταίνω απ’ τη
θλίψη
Τρέμω
ολόκληρος γιατί δεν έγινε
ακόμα δική μου.
Κάνω πυρετό
μόνο που τη βλέπω, τα
μάτια μου γίνονται
Κατακόκκινα
απ’ το κλάμα μονολογιούσε.
Ήρθαν οι
Τούρκοι απ’ τα βάθη της
Ανατολής να κυριεύσουν
Την Κων\πολη,
τη Θεοφύλακτη πόλη. Οι
στρατιώτες του μεγάλου
Προφήτη
ορκίστηκαν πίστη στο
Ισλάμ έτοιμη να πεθάνουν.
Σπαχήδες
και Αζάπηδες, Γενίτσαροι
και πυροβολητές
Τούρκοι
και Τουρκομάνοι.
Αρμένιζε
ο Τουρκικός στόλος στο
Βόσπορο, φρεγάτες και
ναυαρχίδες.
Πρώτοι
παρατάχτηκαν οι Αζάπηδες
και οι Σπαχήδες σίγουροι
πως θα πεθάνουν και θα
πάνε στον Παράδεισο.
41
Πιο πίσω
οι Γενίτσαροι με τις μπλε
κάπες, Όλοι ήταν μπροστά
στην πύλη
του Αγίου Ρωμανού
και του Χαρσίου.
Έριχναν τα
Τουρκικά κανόνια συνεχείς
ομοβροντίες, έτρεμε η γη
Λες κι έγινε
σεισμός.
Οι τελευταίοι
Ελεύθεροι ήταν
πολιορκημένοι με άνοιγμα
το θάνατο.
Ο Αυτοκράτορας
περπατούσε ευθυτενής πάνω
στα τείχη με ωραίο παράστημα
και μαλλιά λίγο
ασπρισμένα.
Ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δίπλα
του ο Φραντζής, ο μεγάλος
Λογοθέτης, ο Γενοβέζος
Ιουστινιάνης, ο μέγας
Δούκας Λουκάς Νοταράς
Ο Βενετσιάνος
Βάιλος Μιννότο., ακολουθούσαν
μάγιστροι Λογοθέτες,
άρχοντες κι η ανακτορική
ανακολουθία. Ο Καρδινάλιος
Ισίδωρος,
ο εκπρόσωπος
του Πάπα, ο Αυτοκράτορας
ζήτησε βοήθεια απ’
τη Δύση.
Η διακήρυξη
της Ένωσης σήμαινε τη σωτηρία.
Διαφωνώ
ανοιχτά στην Ένωση,
καλύτερα να δω Τουρκικό
σαρίκι στην Κων\πολη
παρά την Παπική Τιάρα
είπε ο Λουκάς ΄Νοταράς.
Ένωση-
Ένωση μόνο έτσι
θα σωθούμε απάντησαν οι Ενωτικοί.
Κωνσταντίνο
αποστάτη- αποστάτη φώναξαν
οι ανθενωτικοί.
Καρδινάλιε
Ισίδωρε γύρισε στη Ρώμη
με το άζυμο ψωμί του
Αδέρφια
λογικευτείτε, αυτό σημαίνει
το τέλος της
Αυτοκρατορίας
Υπάρχει
ακόμα Χρόνος
συμβούλεψε ο Παλαιολόγος.
Ίσως είναι
θέλημα Θεού
να πέσει η πόλη στα
χέρια των Τούρκων.
Τα τείχη
είναι απόρθητα, μόνο μια
φορά υποτάχτηκε στους
Λατίνους
Κι αυτό
επειδή ήρθαν από τη θάλασσα.
Γρήγορα οι
αρχιμάστορες και οι εργάτες να χτίσουν
τα τείχη.
Νύχτα και
μέρα ήταν ο Κωνσταντίνος
πάνω στα τείχη, άύπνος
εμψύχωνε
Τους
υπερασπιστές , γεμάτος
εγκαρτέρηση πορευόταν
προς την αιωνιότητα,
Η Μοίρα των Ελλήνων ήταν
και δική του Μοίρα
Όταν ο
Μωάμεθ ζήτησε συνθηκολόγηση
Αυτός απάντησε
Την μεν
πόλιν
Ου σοι
δίδομεν
Κοινό γαρ
γνώμη πάντες
Αυτοπροαιρέτως
αποθάνουμε
Και ου
φεισόμεθα της ζωής υμών
42
Άγγελοι
θανάτου έστησαν το χορό
του θανάτου, Η
βασιλεύουσα ζούσε τις
τελευταίες μέρες Ελευθερίας,
Τέλειωσε η χρυσή περίοδος
ερχόταν βαθύ σκοτάδι, ερχόταν
πόλεμος και άγρια σφαγή,
Ιδού
ο νέος άνθρωπος ο
Μεχμέτ, ο κυρίαρχος του
Κόσμου
Ανελέητος
και αιμοδιψής που πιστεύει
μόνο στο Νόμο του σπαθιού
Και των
όπλων.
ΟΙ Βενετσιάνοι
κι οι Γενοβέζοι είχουν
το πρόσταγμα στις πύλες,.
Τα θαλασσινά
τείχη ήταν απόρθητα,
από κει θα έριχαν φωτιά στα πλοία.
Στην πύλη
του Ρωμανού θα γίνει η
μεγάλη μάχη, κι αρχηγός
ήταν ο ίδιος
Κωνσταντίνος.
Η εφτάλοφη
πόλη ήταν ένα μπερδεμένο
κουβάρι, ο αυτοκρατορικός
Αετός κυμάτιζε πάνω στα τειχη.
Να ο Μωάμεθ
διάβαζε ιερά αποσπάσματα
απ’ το κοράνι κηρύσσοντας
Την πολιορκία,
η πολιορκία άρχισε.
Η πολιορκία
άρχισε απάντησε ο στρατός των Τούρκων.
Άρχισε η
πολιορκία της
Κωνσταντινούπολης
Οι πολεμιστές
του φωτιάς ολοκλήρωναν τους
κύκλους τ’ ουρανού
Μέσα στο
άνοιγμα κάνοντας τα
περάσματα απ’ την μια
εποχή στην Άλλη.
Η Μεταμόρφωση ήταν
ένα πέρασμα ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ.
Τον καιρό
του πολέμου όλα είναι
ρευστά, μια άγρια θάλασσα
Ταράζει τα
σωθικά μου δείχνοντας
την καταστροφή που
έρχεται.
Μεγάλη
θλίψη κυρίευσε την ψυχή
μου για το αναπόφευκτο
τέλος
Που βλέπω
να έρχεται σκέφτηκε ο
πολύπαθος Οδυσσέας.
Ο χρόνος
είναι μια Ραψωδία παρόντος.
Ο αέρας
είναι γιομάτος ευωδιές
και η άνοιξη γύρω υπονομεύει
το Σύμπαν, αλλά ποια
είναι αυτή η Ωραία, διάφανη
σαν κρίνο προχωράει στον
κήπο. Το πρόσωπό της
μόλις που διακρίνεται
κάτω από το βέλος.
Ποιος είναι
αυτός ο ξένος,
ο θεϊκός πολεμιστής,
μοιάζει με αρχαίο Έλληνα. Φαίνεται
τόσο λυπημένος έχω την
αίσθηση ότι τον ξέρω
Από πάντα
μονολόγησε ο Ωραία Ελένη.
43
Ο Έρωτας
αστραποβόλος κυρίευσε
τις ψυχές τους, σε μια
στιγμή
Που έμοιαζε
με αιωνιότητα.
Φοράει
πορφυρό χιτώνα, χρυσοκέντητο
και λευκό μαντίλι.
Ακτινοβολεί
όπως το φως του ήλιου,
μέσα στα πράσινα, τα
μπλε
και τα ιώδη.
Καλή σου μέρα Ωραία
κόρη πως σε λένε
Ελένη
Παλαιολόγου κι είμαι από
Βασιλική γενιά, εσύ ποιος
είσαι.
Ο διογενή
Λαερτιάδης
Ο πολύφημος
βασιλιάς της Ιθάκης,
Αυτός που έρχεται και
φεύγει
Πάντα Άλλος
μεταμορφωμένος μέσα
στο άνοιγμα του μεγάλου
χρόνου,
Ένας
ταξιδιώτης του παντός είμαι,
ένας πολεμιστής της
φωτιάς,
Μέσα από
τις διαφορετικές Αναγεννήσεις
γίνομαι ένας Άλλος
Εάν δεν
είχα ακούσει για σένα
κάλλιστα θα σε περνούσα για
κάποιον άρχοντα της Πόλης.
Για αυτό
είσαι πάντα νέος, μήπως
γνωρίζεις το μυστικό της Αιώνιας Ζωής;
Ίσως αυτό
οφείλεται επειδή ταξιδεύω
πέρα από το χρόνο.
Είμαι σε
μια συνεχή μάχη
με το θάνατο. Περνάω
μέσα απ’ τα περάσματα
που οδηγούν στο ευρύ
πεδίο του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ.
Κι ο κόσμος,
ο πόλεμος δε βλέπεις
τι γίνεται γύρω.
Οι πολεμιστές
πεθαίνουν τραγουδώντας
ιερά τραγούδια
Είσαι
Χριστιανός ρώτησε περίεργη
ο Ωραία Ελένη.
Ένας
μεταχριστιανός Είμαι,
βιώνω το άνοιγμα ως θάνατο
κι Ανάσταση μαζί. Υπήρξα
προ- χριστιανός
που έζησε τους μεγάλους διωγμούς
Της Ρώμης,
κι ύστερο Χριστιανός όταν
η πίστη έγινε επίσημη
θρησκεία
Του κράτους
κυριαρχώντας στον κόσμο.
Κοίτα όλα
γύρω είναι ανθισμένα,
οι πασχαλιές κι οι
τριανταφυλλιές
Δες αυτά
τα γεράνια είπε η Ωραία Ελένη.
Μαγεμένοι
περπατούν ο Ένας δίπλα
στον Άλλον,
Για σου
θεϊκέ βασιλιά
Που πας
ωραία Ελένη.
Θα σε ξαναδώ-
θα σε ξαναδώ υπέροχε βασιλιά.
Πότε δεν
ξέρω πως θα είμαι- σε ποια πύλη
θα πολεμώ.
Θα ’ρθώ
όταν δεν θα το περιμένεις,
θα ’ρθώ
όπως ο
έρωτας απρόσκλητα.
44
Ο Σουλτάνος
μεγαλοπρεπείς κοίταζε
ακίνητος την πόλη των
πόλεων.
Φορούσε τα
επίσημα ένα υπέροχο
καφτάνι, γαλάζιο αντερί
από κάτω,
Πορφυρό
σαλβάρι και κίτρινα
παπούτσια.
Τα τείχη
αυτά δεν είναι απόρθητα κι
ας άντεξαν χίλια χρόνια
Ήρθε η ώρα
να κατακτηθούν σκέφτηκε ο Μιχμέτ.
Η πόλη είναι
σάπια και διαβρωμένη
ίσαμε το κόκαλο,
Κι οι
μεγαλύτερες Αυτοκρατορίες
καταρρέουν.
Σουλτάνε
μου
Το συμβούλιο
περιμένει
Ο μεγάλος
Βεζίρης Τζανταρλή Χαλίλ,
ο αρχηγός αυτών
που θέλουν
την Ειρήνη.
Ο λυγερόκορμος
Αγάς των Γενιτσάρων,
ο Μουσταφά Μπέης
Ο Μπαλτάογλου
Σουλεϊμάν, ο Σουρατζάς
Πασάς
Ο δάσκαλός
σου ο σεβάσμιος
Ακ Σεμσεντίν,
Ο Ζαγανός
Πασάς, ο Ισάκ Πασάς
Μερικοί
Δερβίσηδες και πολλοί
Μουλάδες βυθισμένοι στη
Σιωπή
Του Κορανίου.
Είμαστε
έτοιμοι ν’ απαντήσουμε
σε κάθε ερώτηση του
Σουλτάνου
Για τα ορατά
και τα αόρατα Αυτού και
του Άλλου Κόσμου.
Όλα τα μέλη
του Ντιβανιού περίμεναν
ακίνητα, καρφωμένα στις
θέσεις τους. Πέρα απ’ το
πεδίο της μάχης
ακούγονταν η κλαγγή των
όπλων,
Οι κραυγές
των τραυματισμένων,
το άγριο ποδοβολητό των
Αζάπηδων.
Ο
Σουλτάνος μπήκε μέσα και με μια
κίνηση του χεριού του
έκανε νόημα
να καθίσουν.
Η Κων\πολη
ανθίσταται γενναία,
φαίνεται πως οι κάτοικοί της
Αγαπούν
αυτή την πόλη, Παίρνουν
κουράγιο απ’ το Θεό τους.
Είπε αυστηρά
ο Μωάμεθ. Κανείς δεν μπόρεσε
να περάσει τον Κεράτιο,
Το υγρό Πυρ
θερίζει τους μαχητές μας
και τα τείχη με τους
πύργους
Και την
τάφρο μπροστά φαίνονται
απόρθητα.
Όλοι μαζί
πολεμάμε για τους
πατεράδες και τους
παππούδες μας.
Το φρούριο
αυτό πρέπει να κατακτηθεί
απάντησε το Συμβούλιο.
Πολύχρονο
αγκάθι στέκεται ελεύθερη
μπρος στο κέντρο του
κράτους των Οθωμανών.
Τι λες κι
εσύ Μεγάλε Βεζίρη
Χαλίλ Πασά;
45
Η Κων\πολη
είναι το λουλούδι της
Ανατολής με ωραία παλάτια
Πλούτη
αμύθητα και Περίτεχνους ναούς.
Έχει όμως
Σουλτάνε μου και τείχη
απόρθητα κι οι κάτοικοί
της
Φαίνονται
αποφασισμένοι να πεθάνουν
γι αυτήν.
Οι απώλειες
είναι μεγάλες και δεν
ξέρουμε πόσο ακόμη θα
κρατήσει
η πολιορκία.
Η Κων\πολη
θα αλωθεί, τι ωραίος
στρατιώτης είναι Αυτός
Και τι
ωραίος στρατός απάντησε ο δάσκαλο του
ο Ακ Σεμσεντίν.
Αυτό είναι
το Χαντίθ του μεγάλου
Προφήτη.
Ο Πάπας με
τους Βενετούς μετά την
Ένωση των δυο εκκλησιών
Ετοιμάζουν
νέα Σταυροφορία για να
σώσουν την πόλη.
Είναι η
κατάλληλη στιγμή να γίνει
συμφωνία με τους
πολιορκημένους
Απάντησε
ο μεγάλος Βεζύρης ο Χαλίλ Πασάς.
Ειρήνη-
Ειρήνη φώναξαν μερικοί Σύμβουλοι
που υποστήριζαν
τις απόψεις
του.
Ο Χαντίθ
του μεγάλου Προφήτη λεει
πως θα πέσει η πόλη
Απάντησε
ο Ακ Σεμσεντίν.
Πόλεμος –
Πόλεμος φώναξαν οι άλλοι Σύμβουλοι-
όσοι
υποστήριζαν τον Μωάμεθ.
Ο πολύχρονος
πόλεμος αδυνατίζει την
Αυτοκρατορία κι ότι
δημιουργήθηκε με τόσο κόπο
κινδυνεύει να τιναχτεί
στον αέρα
Απάντησε
ο μεγάλος Βεζίρης Τζανταρλή
Χαλίλ
Η πολιορκία
συνεχίζεται εως ότου
αλωθεί η πόλη.
Οι γιοι του
Οσμάν, αυτοί που κατέλαβαν
τα εδάφη τριών ηπείρων
Και τα νερά
τριών θαλασσών δεν θα
σταματήσουν μπροστά στα
τείχη
Της Κων\πολης
είπε ενοχλημένος ο Μεχμέτ.
Το κανόνι
του Ουρβανού θα καταστρέψει
τα τείχη της Κων\πολης
Είναι το
μεγαλύτερο κανόνι του
κόσμου, ξερνάει φωτιά
και σίδερο.
Αλλαχού
Άκμπαρ
Αλλαχού
Άκμπαρ
Φώναξαν
όλοι μαζί στο Συμβούλιο.
46
Ο αέρας
μύριζε μπαρούτι,
ιδρώτα καμένη σάρκα
και αίμα.
Μια άγρια
όπερα, μια ανθρωποσφαγή
συντελούνταν πάνω και
γύρω
Απ’ τα
τείχη.
Σε τι Θεό
πίστευαν Αυτοί οι γενναίοι
μαχητές κι απ’ τα δύο
στρατόπεδα.
Σε τι Θεό
πίστευαν οι πολεμιστές
του Ευαγγελίου
κι οι πολεμιστές
Του Κορανίου
σφάζονταν ανελέητα τέτοιο
μακελειό δεν ξανάγινε.
Που είναι
ο ελεήμων και φιλεύσπλαχνος
Θεός του Ευαγγελίου
Και του
Κορανίου. Η αποθέωση του
πολέμου σε όλο το μεγαλείο συντελούνταν
πάνω στα τείχη της βασιλεύουσας.
Θυμάμαι
την πολιορκία της Τροίας
ατρόμητοι πολιορκητές τότε
Ελεύθεροι
πολιορκημένοι τώρα βιώνουμε
το άνοιγμα σε διαφορετικούς
ρόλους. Οι πολεμιστές της
φωτιάς πολεμούν γενναία
σκορπώντας ενθουσιασμό
στους πολιορκημένους.
Οι τελευταίοι
ελεύθεροι πολεμούν σαν
Έλληνες.
Έλληνες
και Γενοβέζοι και σεις
οι Άλλοι πολεμήστε μ’
όλες σας
Τις δυνάμεις.
Οι Τούρκοι δεν θα
πατήσουν την περίλαμπρη
πόλη.
Φώναξε
ο Ιουστινιάνης.
Ω !
πόλις , πόλις
Πόλεων
οφθαλμέ
Άκουσμα
παγκόσμιον
Θέαμα
υπερκόσμιον
Εκκλησιών
γαλουχέ
Οι Έλληνες
σκοτώνονται μπροστά στα
μάτια μας θερίζονται σαν
στάχυα.
Εμπρός
γενναίοι μου Σύντροφοι
Δείξτε ποια
είναι η Αθάνατη Ελληνική
Ψυχή.
Είπε
ο πολύμορφος Οδυσσέας.
Οι άνεμοι
του πολέμου κυρίευσαν
τις ψυχές μας
Είμαστε
ελεύθεροι θανάτου.
Εσύ Περίδη
μαζί με τον Ευρύλοχο
το Θεόμορφο και τον
Πολίτη
Μείνετε
κοντά μου. Οι Άλλοι να
μοιραστούν στις υπόλοιπες
πύλες.
Εμείς θα
μείνουμε στην πύλη του
Αγίου Ρωμανού με τον
Αυτοκράτορα
Και τον
Ιουστινιάνη
47
Το ιερό
Σαντζάκι του Εγιούπ Ελ Ενσαρί
δόθηκε σε μένα.
Ο ιερός
τάφος είναι απέναντι
απ’ την Κων\πολη
Εγώ θα είμαι
Ο μεγάλος Πορθητής της
Βασιλεύουσας
Φώναξε
ο Μωάμεθ.
Ο στόλος
Πολεμάει γενναία., πι
στρατιώτες του Ισλάμ κατά
χιλιάδες
Πεθαίνουν
μπροστά στα τείχη της
απόρθητης Πόλης.
Ο πλανητικός
Οδυσσέας και οι χαοσμικοί
σύντροφοι ζούσαν τη
μεγάλη μάχη, το χρονικό
του Οίκου του Οσμάν με
Αυτό του Βυζαντίου.
Το όνειρο
του Οσμάν γαζή έλεγε πως
θα πέσει η πόλη
με τη βοήθεια
του Θεού όσο και του
Σπαθιού είπε ο Σουλτάνος.
Οι Τουρκικές
μπομπάρδες βάλουν κατά
των Χριστιανών,
Εδώ παίζεται
η τύχη του Κόσμου το μέλλον
δυο αυτοκρατοριών
Απάντησε
ο Μπαλτάογλου.
Να το παλάτι
των Βλαχερνών τόσο κοντά
και τόσο μακριά
Έχω την
αίσθηση πως αν απλώσω
το χέρι μου θα το πιάσω
είπε
ο νεαρός Παντισάχ. Πλημμύρισε η
θάλασσα του Μαρμαρά από
πλοία, ένα δάσος από
κατάρτια που κόβουν την
αναπνοή. Να προσέξτε
πως ακούγονται Οι
προσευχές των Χριστιανών
πάνω απ’ τα τείχη,
προσεύχονται στο Χριστό
και στην Παναγιά.
Αγέρωχες
Τριήρεις μαζί με Διήρεις
συνοδευόμενες από
παρανταρίες
Κι αμέτρητα
μικρά σκάφη κάτεργα με
στρογγυλές πρύμνες.
Γρήγορα
να κινήσει ο στόλος κατά
του Κερατίου, τα Χριστιανικά
πλοία
Είναι μέσα
στον κόλπου διέταξε ο Μεχμέτ.
Ανδρείοι
μαχητές μου χτυπήστε
αλύπητα τους Άπιστους,,, με ακόντια,
δόρατα και τσεκούρια,
Ρίξτε καυτό νερό και
πέτρες φώναξε ο Νοταράς.
Εμπρός
ανδρείοι πολεμιστές του
Ισλάμ, κατατροπώστε τους
Άπιστους
Φώναξε
ο νεαρός Παντισάχ.
Το Βυζαντινό
αίσθημα αιώνες τώρα
σμίλεψε τις ψυχές σας
Πολεμήστε
γενναίοι μου συνέχισε ο Λουκάς Νοταράς.
48
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
– ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΘΑΝΑΤΟΣ –
ΘΑΝΑΤΟΣ
Φώναξαν
οι Έλληνες πολιορκημένοι.
Οι πύργοι
Του Αγίου Στεφάνου και
του Σταυρού του Πέραν
Είναι
απόρθητοι συμπλήρωσε ο Νοταράς.
Οι φωνές
των Τουρκομάνων και των
Γενιτσάρων ακούγονται
ως τα πέρατα της Οικουμένης.
Η πολεμική μουσική των
Τυμπάνων και
των Κυμβάλων
σημαίνουν την Άλωση
της Πόλης. παρατήρησε
ο
Μουσταφά Μπέης.
Να τέσσερα
καράβια με σημαίες της
Γένοβας φορτωμένα με τη
βοήθεια
Της Δύσης
καταφθάνουν στην
Προποντίδα παρατήρησε ο Παλαιολόγος.
Οι
πολιορκημένοι πάνω στα
τείχη πήραν θάρρος λέγοντας
Ο Πάπας της
Ρώμης μας στέλνει αυτή
την εμπροσθοφυλακή
ο Θεός δεν
μας ξέχασε, έστειλε
στρατιώτες οπλισμό και
τρόφιμα.
Κυβερνήτες
ήταν ο Μαυρίκιο Καττανέο,.
ο Δομίνικος Ναβαραίου
Ο βαπτιστής
απ’ το Φελλιτσιάνο κι ο
υπέροχος Φλαντανελάς
Ναύαρχε
Μπαλτάογλου ετοιμάσου
να επιτεθείς στους Λατίνους
Εάν δεν το
επιτύχεις να μην γυρίσεις
ζωντανός διέταξε ο Σουλτάνος.
Όλοι μαζί
παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα
την πιο λυσσώδη ναυμαχία
που έγινε ποτέ είπε ο Παλαιολόγος.
Είμαστε
Αυτόπτες μάρτυρες της
ναυμαχίας, Αυτήκοοι των
φοβερών
Γεγονότων,
παράλληλοι και Ίδιοι με
την Ιστορία.
Συγκλονισμένοι
παρακολουθούμε τη
μάχη των μαχών είπε ο θεϊκός Οδυσσέας
Τα Χριστιανικά πλοία μ’
αέρα στα πανιά προσεγγίζουν
με απίστευτη
ταχύτητα Πέρασαν το
Μεγαδημήτριο και την
Ακρόπολη
Βρίσκονται
στην ευθεία να μπουν στον
Κεράτιο Κόλπο.
Αρχίστε
την εμπλοκή με φλογισμένα
βέλη και πέτρες φώναξε ο
ναύαρχος Μπαλτάογλου.
49
Οι
σιδερόφρακτοι Λατίνοι μάχονται
με απίστευτη Γενναιότητα,
με τη βοήθεια
του αέρα περνούσαν ανάμεσα
απ’ τα Τουρκικά πλοία.
Οι Τούρκοι
ναύτες μου έκανα ρεσάλτο
χτυπώντας με τόξα ακόντια
και τσεκούρια. Όταν
πιάνονται απ’ τα πλοία
οι Χριστιανοί
έκοβαν τα χέρια τους με
λεπίδες
Όλοι μαζί
οι Έλληνες έκαναν δεήσεις στο Θεό
να ελεήσει τους
Λατίνους
Ο Σουλτάνος
έφιππος παρακολουθούσε
με το επιτελείο του απ’
την ακτή του Γαλατά ενθαρρύνοντας
τους ναύτες του.
Τώρα
θα τους εμβολίσω με
τη ναυαρχίδα μου είπε ο ναύαρχος
Μπαλτάογλου κι οι γαλέρες
με γάντζους και σχοινιά
θα ακινητοποιήσουν
Το
σιταγωγό.Βάλτε φωτιά
στις ολκάδες φώναξε δυνατά.
Με κυρίευσε
ο μεγάλος θυμός, μ’ έκανε
θηρίο, είμαι σαν το λιοντάρι
στο κλουβί
θα ορμήσω μόνος μου να
τους πολεμήσω φώναξε ο Μωάμεθ.
Ο Τουρκικός
στόλος μαχόταν γενναία, η
μάχη μεταβαλλόταν
Πότε υπέρ
του Ενός και πότε υπέρ
του ΄Άλλου
Οι Ιταλοί
μάχονταν με τρομερό
σθένος γενναίοι κι
ανυπέρβλητοι.
Ο Μωάμεθ
κάλπαζε έφιππος προς τη θάλασσα
για να φθάσει τα πλοία
Που μάχονταν
κοντά στη στεριά
βρίζοντας με ακατονόμαστες βρισιές
Τους πάντες
Ο αέρας
φούσκωσε τα πανιά των
Γενοβέζικων πλοίων λι
αυτά αγέρωχα
Περνούν
ανάμεσα απ’ τα Τουρκικά.
Αυτό είναι
το αναπόφευκτο τέλος
με μεγάλη θλίψη διατάζω
Να επιστρέψει
ο στόλος στο Διπλοκιόνιο
είπε ο Σουλτάνος.
Ερχόταν
η Πανχρονική μεταβολή
των πάντων,
Έρχόταν
το ολικό άνοιγμα του
χρόνου.
Σπαράζει
η καρδιά μου στη σκέψη
και μόνο πως θα πέσει η
Πόλη
Στα χέρια
των Τούρκων. Μόνο εμείς
οι πολεμιστές του φωτός
Μπορούμε
να αλλάξουμε το χρόνο και
την Ιστορία και να νικήσουμε
Τους
Οθωμανούς είπε ο πολυμήχανος Οδυσσέας.
Κάθε θάνατος
είναι ένα πέταγμα
ελευθερίας, ένα
πέρασμα
Προς τις
ανοιχτές θάλασσες της
Ατελεύτητης Ζωής
50
Χάρις στην
Αναστάσιμη πίστη υπάρχει
η προσδοκία πως μπορούμε
Να νικήσουμε
το θάνατο.
Ταράχτηκα
ολόκληρος μόλις σε είδα Ελένη,
είσαι πανέμορφη
Λάμπεις
ολόκληρη πιο ωραία
κι απ’ τις Ωραίες της
Πόλης
Έχεις την
ομορφιά της Δύσης και της
Ανατολής
Θεϊκέ
Οδυσσέα είναι παράλογο
Αυτό που κάνω. Η ψυχή
μου
Ανέβηκε
στα χείλη. Δόξα το Θεό
Ζεις αναπνέεις. Σ’
έψαχνα
Μα δεν σ’
έβρισκα. Ίσως ζούμε
την υπέρτατη ευτυχία
Ίσως ζούμε
το απόλυτο του Έρωτα
και του Θανάτου
Απάντησε
ο Ωραία Ελένη.
Μας πολιορκούν
αμείλικτα , μετράμε
αντίστροφα το χρόνο
Είμαστε
Ελεύθεροι να ερωτευτούμε
μέχρι να μας βρει Το κακό.
Περιμένουμε
να πεθάνουμε ζώντας το
μεγάλο Έρωτα απάντησε
Ο
πολύμορφος Οδυσσέας.
Ιδού
οι μυθικοί εραστές, ιδού
οι μυθικοί εραστές
Ίσως αυτό
να είναι η αποθέωση του
έρωτα, μα τι βλέπω
Καλέ μου
δάκρια χαράς και
λύπης τρέχουν απ’ τα
μάτια σου.
Άσε με να
τα σκουπίσω-Άσε με
να χαθώ ολοκληρωτικά
Στην αγκαλιά
σου είπε ο Ωραία Ελένη.
Όταν σε
βλέπω νομίζω πως βρίσκω
τη λύση στο αίνιγμα
Του κόσμου,
μέσα απ’ τα μεγάλα
Αμυγδαλωτά σου μάτια.
Είναι σαν
να κολυμπώ στις θάλασσες
του χρόνου.
Έχεις την
ομορφιά κλασσικού αγάλματος
που παίρνει την αυγή
Το χρώμα
των ρόδων. Τέτοια ομορφιά
μόνο τα τριαντάφυλλα
Της Κων\πολης
έχουν.
Μέθυσα από
Έρωτα λες και πέρασα
στ’ απέραντα πεδία της
λήθης.
Με μάγεψε
πλάνητας Οδυσσέας , εμένα
την πολύφερνη Ελένη
Που με
πολιορκούν τόσοι άνδρες.
Νιώθω σαν να ερωτεύομαι
Πρώτη φορά.
Μήπως είναι
μια απ’ τις μεταμορφώσεις
της Ωραίας Ελένης.
Μετά την
Άλωση της Τροίας
και την επιστροφή στις
Μυκήνες
Αέναα
μεταμορφώνεται παραμένοντας
Ίδια, Ατέρμονα επανέρχεται
Ως Άλλη
κι ατελεύτητα γεννιέται
και πεθαίνει. Είναι η
ενσάρκωση
Του απόλυτου
θηλυκού.
51
Όταν σ’
ακούω να μιλάς
πολύτροπε Οδυσσέα είναι
σαν να αποκαλύπτεται ο
κόσμος όλος.
Άσε με
να σε φιλήσω Ωραία
Ελένη
Άσε με
να σε σφίξω στην
αγκαλιά μου. Μείνε μαζί
μου μέχρι
να μας βρει
η αυγή. Αυτή η νύχτα
ίσως είναι η τελευταία
Υπέροχε
Οδυσσέα το αεράκι του
Βοσπόρου μας χαϊδεύει
απαλά
Αυτή η νύχτα
ίσως είναι η τελευταία
Ποιος ξέρει αν μας
βρει
Το φως της
αυγής εμάς τους μυθικούς
εραστές.
Ποτέ μου
δεν θέλησα τόσο να
σωθεί μια πόλη
Ποτέ μου
δεν αγάπησα τόσο μια
γυναίκα.
Αισθάνομαι
παγιδευμένος μέσα στον
αέναο κύκλο της γέννησης
και του
θανάτου. Κάθε αρχή
είναι ένα άλλο άνοιγμα.
Κάθε θάνατος
μια Ανάσταση στα πεδία
του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ.
Η εαρινή
συμφωνία κυρίευσε την
πόλη. Παντού ανθισμένες
πασχαλιές
Τριανταφυλλιές
, γεράνια κι
ανθισμένα λιβάδια στους
γύρω λόφους.
Ο Σουλτάνος
παραβίασε την ουδετερότητα
του Πέραν.
Όλο το βράδυ
τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες
έδιναν το ρυθμό
ενώ οι
Τούρκοι στρατιώτες έσερναν
στη στεριά με μεγάλα σχοινιά,
Γαλέρες με
τα πανιά γεμάτα αέρα
πάνω σε ξύλινα ικριώματα
Μέχρι να
βυθιστούν στον Κεράτιο
Κόλπο μαζί με τα άλλα
πλοία.
Η αποθέωση
της Τουρκικής υπομονής
είναι αυτό το κατόρθωμα
Των στρατιωτών
μου. Οι γαλέρες έκαναν
βόλτα στα υψώματα του
Γαλατά κατηφορίζοντας
προς τον Κεράτιο κόλπο
είπε περήφανος
ο Σουλτάνος.
Οι Δερβίσηδες
έστησαν το χορό του
θανάτου μπροστά στα τείχη
Της
βασιλεύουσας. Στριφογύριζαν
γύρω από τον εαυτό τους
μέχρι να φθάσουν σε
τέτοια ζάλη ώστε οι πιστοί
νομίζουν πως βρίσκονται
Σε κατάσταση
Θεοληψίας. Έβγαζαν κραυγές
που έφθαναν μέχρι
Τα ουράνια
λες και ήθελαν να
γκρεμίζουν τα τείχη της
Βασιλεύουσας.
Οι Χριστιανοί
προσεύχονται σιωπηλά πάνω
στα τείχη βλέποντας
αυτό το
θέαμα. Ο χρόνος του Θεού
σ’ όλες του τις διαστάσεις,
52
Στοίβες
ολόκληρες σωριάζονται
τα πτώματα μπροστά στα
τείχη
Της
βασιλεύουσας. Οι στρατιώτες
δεν προλαβαίνουν
να τα μεταφέρουν
Στα
μετόπισθεν. Όλοι περίμεναν
τη μέρα και την ώρα που
θα ορίσει ο Σουλτάνος για
την τελική επίθεση
Οι μαντατοφόροι
να μεταφέρουν το μήνυμα
πως Άρχισε η τελική επίθεση είπε ο
Σουλτάνος.
Ήρθε η ώρα
της τελικής αναμέτρησης φώναξε ο
στρατός των Οθωμανών.
κι
έπεσαν ομοβροντίες
τουφεκιών και κανονιών)
Ο Κων\νος
Παλαιολόγος άγρυπνος στο
πορφυρό δωμάτιο Ζούσε
τις τελευταίες
στιγμές της χιλιόχρονης
Αυτοκρατορίας
Αλίμονο
έφθασε το αναπόφευκτο Τέλος
του Τέλους.
Θανάσιμη
Σιωπή βασιλεύει σ’ όλο
το παλάτι. Μόνο ο αέρας
Έρχεται
απ’ το μέλλον, δεν μπορώ
να συγκρατήσω τα
δάκριά μου.
Αιώνες
μεγάλης μοναξιάς θα έρθουν για την
Αθάνατη Ελληνική ψυχή.
Τι έγινε
με τους απίστους; γιατί
αυτές οι ομοβροντίες;
μήπως μπήκαν
μέσα οι βάρβαροι;
η άνοιξη έφερε τους Τούρκους
έξω απ’ τα
τείχη έλεγαν οι κάτοικοι της
Πόλης.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ
Ο λαός
οργισμένος βγήκε στους
δρόμους επειδή είναι
αντίθετος
Στην Ένωση.
Άγγελοι Κυρίου με
πύρινες ρομφαίες ψάλλουν
λυπητερά.
Όλοι έρχονται
να με ρωτήσουν κι
όλοι τρέχουν στην Άγια
Σοφία
Για προστασία.
Η θεοφύλακτη Πόλη είναι
έτοιμη να δεχτεί τη χάρη
του Θεού
μονολήγησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος.
Χρόνια τώρα
Ζω πάνω στην κολώνα του
μεγάλου Κων\ντίνου
Και ποτέ
δεν κατεβαίνω κάτω είπε
ο μοναχός Στυλίτης.
Στυλίτη
τι θα γίνει θα πέσει
η πόλη ρωτούσαν οι κάτοικοι.
Είδα ένα
όνειρο όπου ένα τεράστιο
τέρας κατάπιε την εφτάλοφη
πόλη.
Είχε εφτά
κεφάλια εφτά μάτια,
εφτά χέρια κι εφτά
κέρατα.
Ψηλά στα
ουράνια ένας βασιλιάς
που τον προσκυνούσαν
όλοι οι άλλοι
Σκότωσε το
τέρας με τα εφτά κεφάλια
53
Μίλα καθαρά
κι όχι με προφητείες
Τότε άνοιξαν
οι πύλες της Κολάσεως
και βγήκαν από μέσα
Άσπρα άλογα
με το κεφάλι ανθρώπου,
Σχίστηκε η Άγια Σοφία
Στα δυο
κι ένας βασιλιάς με σαρίκι
μπήκε στην πόλη.
Καβάλα σ’
ένα άσπρο άλογο
νικητής- νικητής
και τροπαιούχος,
Πες μας
την αλήθεια, ποια
είναι η αλήθεια ρώτησαν
οι κάτοικοι.
Η Προφητεία
έλεγε πως έπειτα
από χίλια χρόνια, ένας
μοναχός
Θα τηγάνιζε
κόκκινα ψάρια. Από μόνα
τους θα έβγαιναν
απ’ τη λίμνη
Και θα
έμπαιναν μες το τηγάνι.
Έπεσε βαθιά σιωπή παντού.
Τι έπαθε
και σώπασε ο Στυλίτης,
νίκησαν η κερδοσκοπία
η ραδιουργία
και τα άγρια πάθη, έρχεται
η Νύχτα του θανάτου.
Άγγελοι
θανάτου μαζεύτηκαν
πάνω απ’ την πόλη
Σουλτάνε
μου η νίκη είναι δική μας,
τι περιμένεις ρώτησε ο δάσκαλός του
ο Ακ Σεμσεντίν.
Ατρόμητοι
πολεμιστές του Ισλάμ
απ’ αυτή τη στιγμή
Αρχίζει η
τελική επίθεση φώναξε ο
Σουλτάνος.
Αλλαχού
Ακμπάρ
Αλλαχού
Ακμπάρ
Απάντησαν
οι στρατιώτες κραύγασαν άγρια
λες και ήθελαν
Να ρίξουν
τα τείχη
Τ’ ασκέρια
με τους ήχους
τυμπάνων και σαλπίγγων
σκαρφαλώνουν
στ’ απόρθητο
φρούριο. Οι Γενίτσαροι
πρώτοι -πρώτοι
κάνουν το άλμα
Του θανάτου
πάνω στα τείχη της
Κων\πολης φώναξε ο Ζαγανός
Πασάς.
Αλλαχού
Ακμπάρ
Αλλαχού
Ακμπάρ
Γύρω απ’
την Πύλη του Αγίου Ρωμανού
παιζόταν ένα απ’ τα
μεγαλύτερα δράματα της
Ιστορίας.
54
Οι Έλληνες
έριχναν το υγρό πυρ
πάνω απ’ τα τείχη και
έκαιγαν ζωντανούς τους
Τούρκους. Αυτοί λαμπαδιασμένοι
κραύγαζαν απελπισμένα
Αλλαχού Ακμπάρ
Ο Εμίρης
της Σινώπης ο Ισμαήλ
Χάμζα
Φίλος του
Κων\νου μεταφέρει
μήνυμα Ειρήνης απ’ το
Σουλτάνο
Είπε
ο Φραντζής.
Αφήστε τον
να περάσει διέταξε ο αυτοκράτορας
Παλαιολόγος.
Μεγάλε
βασιλιά Φίλε Κων\ντίνε
Φέρνω μήνυμα
Ειρήνης δίκαιο για όλους.
Ο νεαρός
Παντισάχ προτείνει να
φύγεις ανέγγιχτος μαζί
με τους
βασιλικούς θησαυρούς και
τους ακολούθους σου,
Διατηρώντας
τα νόμιμα δικαιώματα της
Πελοποννήσου.
Όσοι μείνουν
στην πόλη δεν θα τους
πειράξει Κανείς.
Φίλε Εμίρη
Λυπάμαι
που συναντιόμαστε
κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες.
Πες στον
Σουλτάνο
Πως κανείς
δεν μπορεί να παραδώσει
μια χιλιόχρονη Πόλη,
Δεν έχει
το δικαίωμα ακόμη και να
το ήθελε.
Από καιρό
είμαστε προετοιμασμένοι
να πεθάνουμε
Υπερασπιζόμενοι
τη βασιλεύουσα με τη
ζωή μας.
Κωνσταντίνε
λυπάμαι πολύ
Όταν ο
Σουλτάνος καταλάβει εξ’
εφόδου την πόλη
Θα τη
λεηλατήσει άγρια σκοτώνοντας
τους άνδρες.
Όσοι
γλιτώσουν θα τους πουλήσει
μαζί με τα γυναικόπαιδα
Στα
σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Αυτά
είπε ο Εμίρης της Σινώπης κι έφυγε
άπραγος
Κι
άρχισε πάλι η πολιορκία.
Οι πρώτοι
ηρωικοί Γενίτσαροι
πάτησαν το πόδι τους πάνω
στα απόρθητα τείχη. Σήκωναν
τα χέρια ψηλά φωνάζοντας
εκστασιασμένοι
Ενώ
πολεμούσαν,
55
Πέθανες
Αχμέτ πυρπολημένος σαν
δαδί μ’ ένα τόξο καρφωμένο
Στο λαιμό
σου. Δίκαια κέρδισες
το μερίδιο του Παραδείσου
Ελαφρύ ας
είναι το χώμα που σε
σκεπάζει.
Η μάχη
δινόταν Σώμα με Σώμα, βαριές
και γρήγορες ακούγονταν
οι ανάσες
Χριστιανών και
Μουσουλμάνων.
Χέρια πόδια
και κεφάλια
Θερίζονταν σαν στάχυα.
Οι κοιλιές
ξεκοιλιάζονταν και τα
έντερα πετάγονταν έξω
Ενώ το αίμα
ξεπηδούσε σαν πίδακας.
Η κλαγγή
των όπλων ακουγόταν ίσαμε
τα ουράνια
Γενναίοι
μου Έλληνες
Πολεμήστε
μ’ όση Δύναμη σας έχει
απομείνει κι ας είσαστε
Πεινασμένοι
κι άυπνοι, εξαντλημένοι
απ’ τη μακρόχρονη
πολιορκία.
Πολεμήστε
γενναία για της πατρίδαςτης Ελευθερία
και του Χριστού
Την πίστη
την Αγία φώναξε ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος.
Εμπρός
Πανέλληνες εσείς που
ξεγελάσατε το θάνατο
και μείνατε
Αθάνατοι
στους αιώνες Πολεμήστε
γενναία αφού ξέρετε
να φυλάτε
Θερμοπύλες συμπλήρωσε ο
πολυμήχανος Οδυσσέας.
Οι πολεμιστές
του Ισλάμ σαν σταφύλια
κρέμονται απ’ τα τείχη
Πάνω στις
σκάλες. Οι Τούρκοι πολεμούν
λυσσαλέα τη εφτάλοφη
Πόλη
αψηφώντας το θάνατο
παρατήρησε ο Μεχμέτ.
Πόσο ακόμα
θα αντέξουμε, οι
αντίπαλοι είναι μυριάδες
Πόσους
ακόμα θα σκοτώσουμε,
κουραστήκαμε να
μετράμε
Μονολόγησε
ο Ιουστινιάνης.
Όποιος
πατήσει το πόδι του στους
πύργους της απόρθητης
πόλης
Θα πάρει
πλούτη αμύθητα υποσχέ0ηκε
ο Σουλτάνος στους στρατιώτες.
Οι Λατίνοι
επίτηδες άφησαν την πόλη
στην τύχη της μονολόγησε
Ο
Ιουστινιάνης, σώζοντας το παρελθόν
σώζουμε το μέλλον
Ο πυρπολημένος
Βόσπορος δεν έχασε τίποτα
απ’ τη μαγεία
Και την
παραμυθία του. Μια ανείπωτη
Νοσταλγία
Κυρίευσε
την ψυχή μου.
56
Ελένη τι
θέλεις εσύ στη χρυσή Πύλη
μέσα στη δίνη του
πολέμου
Εσένα
ήρθα να σε βρω πολύτλα
Οδυσσέα, ελα μαζί μου
Δεν μπορώ
να αφήσω τη μάχη, είναι εσχάτη
προδοσία
Βασιλιά
μου
Ο πόλεμος
θα συνεχίζεται για καιρό
Θέλω να σου
δώσω κάτι σημαντικό
Οι εραστές
του Πανχρόνου περνώντας
από πολυσύχναστες συνοικίες
Έφθασαν
στη μεγάλη πλατεία του
Αυγουσταίου. Αγκαλιασμένοι
άρχισαν
Να κάνουν
κύκλους φωνάζοντας δυνατά
λόγια του Έρωτα και
του Θανάτου,
Ωραία Ελένη
πάντα Άλλος σ’ αναζητώ
στους κύκλους
του μεγάλου
χρόνου. Αργοπορημένος
πρωινός της Ιωνίας
Μυθικός
ήρωας του Ομήρου
έχοντας οδηγό το
άνοιγμα,
οπλισμένος
με το δοξάρι και την
παλίντροπο αρμονία του
κόσμου
βαδίζω στα
τυφλά Πάντα Άλλος δέχομαι
το άρωμα της Αγάπης σου
Μεγαλοδύναμε
Κύριε δείξε μας το δρόμο.
Θεϊκέ
Οδυσσέα πάντα Άλλη
δέχομαι την Αγάπη σου
μεθυσμένη
απ’ το άρωμα
του κόσμου.
Περιμένω
–Αυτό- που έρχεται
απρόσκλητο και συγκλονίζει
την ψυχή
μου. Ρόδο ανέγγιχτο της
μνήμης και της λησμονιάς
Εκεί όπου
καταλήγουν οι μεγάλες
Αγάπες.
Αυτό το
παλάτι είναι η απόλυτη
έκφραση της ατμόσφαιρας
Της πόλης
παρατήρησε ο πολύτροπος Οδυσσέας.
Έλα να πάμε
στην έπαυλη του παλατιού,
είναι στην πλαγιά δίπλα
στον
Μαρμαρά. Ο περίφημος Οίκος
του Ιουστινιανού, το
παλατάκι όπου ζούσαν ο
Νικηφόρος Φωκάς και η
μοιραία Θεοφανώ.
Μια
χειμωνιάτικη Νύχτα έμπασε
μέσα τον εραστή της
τον Ιωάννη
Τσιμισκή κι οι δυό μαζί
σκότωσαν το δύστυχο τον
Αυτοκράτορα.
Ένα περίεργο
συναίσθημα κυρίευσε την
ψυχή μου όταν μιλούσες
Μα σε τι
χρησιμεύουν τόσες πολλές
αίθουσες ρώτησε ο Οδυσσέας.
Αυτό
απαιτούσε το μεγαλείο
της Αυτοκρατορίας και η
περίφημη
Βυζαντινή
διπλωματία. Βλέπεις,
ο θρόνος του βασιλιά
υψώνεται μ’ ένα μηχανισμό
για να είναι ψηλότερα απ’
τους άλλους δείχνοντας
έτσι
Τη μεγάλη
δύναμη που είχε
57
Πολύτροπη
Ελένη μ’ έπιασε
το – Αιώνιο παράπονο- της
Νοσταλγίας,
ένας
αναχωρητής είμαι
ένας ερχόμενος που
πραγματοποιεί το ταξίδι
-της
Αιώνιας Επιστροφής- στη
μυθική Ιθάκη.
Μια ζωή
περίμενα αυτή τη
στιγμή πτολύπορθε Οδυσσέα.
Τώρα που
πέφτει η πόλη
ελευθερώθηκα απ’ το
φόβο του θανάτου.
Είμαι έτοιμη
να πετάξω μέσα στη
δίνη του Έρωτα.
Εκείνη
τη στιγμή μπήκε η τροφός μ’ ένα
ασημένιο δίσκο και δύο
ποτήρια με κρασί.
Ας πιούμε
στην Αγάπη μας μόνο ο
θάνατος μπορεί να σκιάσει.
Ωραία Ελένη
Ο μαρμαράς φωτίζει Το
πρόσωπό σου με τα χρώματα
Της πόλης..
Αγαπημένη μου σ’
ερωτεύτηκα με την πρώτη
ματιά
Πέρα στους
ανθισμένους Κήπους,
εκεί όπου γεννιούνται οι
μεγάλες Αγάπες. Έδωσες
ένα τέλος στο μαρτύριο
της Αιώνιας Μοναξιάς
Που ζούσα.
Πολύμυθε
Οδυσσέα ποτέ πριν
δεν αισθάνθηκα τόσο
ευτυχισμένη.
Ποτέ πριν
δεν ένιωσα τέτοια
χαρά. Το Σώμα μου
υπάρχει, ζει
κι αναπνέει
Μ’ ένα
ανείπωτο πάθος όταν είμαι
μαζί σου. Άγγιξέ με ωραίε
Έλληνα
Όταν άθελά
σου μ’ ακουμπάς
συγκλονίζεται η ψυχή
μου,
Τρέμω
ολόκληρη κόβονται τα
γόνατά μου.
Ωραία Ελένη
είσαι γυναίκα της
Σιωπής και των ανθισμένων
Κήπων.
Έφερες τη
μνήμη και τη λησμονιά
μαζί. Είσαι τόσο Ωραία
με τα ξανθιά μαλλιά και
τα υπέροχα φλογερά μάτια.
Είσαι τόσο
Ωραία μέσα στα πράσιναμ
τα κόκκινα και τα
λευκά.
Πως μπορείς
να είσαι τόσο
γαλήνιος όταν γύρω
μας και μέσα μας
Βασιλεύει
ο Θάνατος Είναι
αργά πολύ αργά
έρχεται βαθύ σκοτάδι.
Τούτη την
ώρα μη κάνεις μαύρες σκέψεις
Αγαπημένη
μου θα σ’ αναγνώριζα
παντού, απ’ την αναπνοή
Το άγγιγμα
των χεριών, και το ανάλαφρο
περπάτημα απ’ τη θερμότητα
Των χειλιών
σου.
Μ’ αγαπάς;
να οι ομοβροντίες των κανονιών
σχίζουν την ψυχή μου,
Ο θάνατος
παραμονεύειμ η πολιορκία
είναι δίχως τέλος.
Είμαι τόσο
ευτυχισμένη,
θέλω να φωνάξω να
κλάψω, να τραγουδήσω,
θέλω να σου
χαρίσω ότι πιο ιερό έχω-την
Αγνότητά μου- που φύλαγα
για τον
άνδρα της ζωής μου.
58
Ελένη
η στιγμή αυτή θέλω
να κρατήσει όσο μια
αιωνιότητα.
Έλα να
αγαπηθούμε, ν’ αγαπηθούμε
όσο κανείς άλλος.
Ίσαμε τώρα
παραληρώντας απ’
την έκσταση του έρωτα
Τρελαμένοι
από ευτυχία
Αργά το
πρωί ο πολεμιστής της
φωτιάς ξεκίνησε για την
πόλη
Του Αγίου
Ρωμανού. Εκεί όπου ο
Κων\νος, ο
Ιουστινιάνης
Οι Έλληνες
με τους Λατίνους
έδιναν την έσχατη μάχη
μέχρι θανάτου.
Οι Έλληνες
πολεμούν και
πεθαίνουν σαν Έλληνες,
έστω κι αν ξέρουν
Πως πλησιάζει
το τέλος κι η καταστροφή,
εστω κι αν είναι Καταδικασμένοι
να πεθάνουν.
Πόσο
τεράστιος μοιάζει ο Ιουστινιάνης
μέσα στη φοβερή πανοπλία.
Γυαλίζει
στο φως του ήλιου
κι έτσι αστραφτερή φαίνεται
μέχρι απέναντι
Το στρατόπεδο
των Τούρκων, προκαλώντας
δέος και φόβο.
Γλεντάει
όσο κανείς άλλος
τη μάχη, είναι η
καλύτερη στιγμή
για έναν
πολεμιστή παρατήρησε ο θεϊκός Οδυσσέας..
Πλυμένος
και καθαρός με την ψυχή
ήσυχη αυτός ο μισθοφόρος
Είναι
έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει
καταπρόσωπο το θάνατο.
Δίνει θάρρος
στους χριστιανούς για
να πολεμήσουν Γενναία,
Και αυτοί
προσεύχονται στην Παναγία
να σώσει αυτούς
Και την
πόλη.
Τόσες μέρες
πολεμώ αυπνος και τρομερά
εξαντλημένος
Πόσο πεθύμησα
το χρυσό κρεβάτι μου με
το δικέφαλο αετό
Και το
πουπουλένιο στρώμα
σκέφτηκε ο Κωνσταντίνος.
Να δίπλα
μου πολεμούν γενναία
Ο Φραγκίσκος
απ’ το Τολέδο
Ο Θεόφιλος
Παλαιολόγος
Ο Ιωάννης
απ’ τη Δαλματία
Ο Βάιλος
της Βενετίας Μιννότο
Και πολλοί
άλλοι άρχοντες και μη
Ιερουσαλήμ
–Ιερουσαλήμ αμάρτησες
βαριά
Κακότυχη
πόλη
Κύριε
Ελέησον
Κύριε
Ελέησον
59
Τούτη την
ώρα μια χιλιόχρονη
αυτοκρατορία φτάνει
στο τέλος της.
ΠΕΡΙΔΗΣ
Οι τελευταίοι
Έλληνες πολεμούν γενναία,
κατακίτρινοι ξεφλουδισμένοι
Ξεδοντιασμένοι
απ’ τις κακουχίες της
πολιορκίας είπε ο Περίδης.
ΟΙ Ενωτικοί
με τον Παλαιολόγο
θα παραδώσουν την Πόλη
στον Πάπα.
Εμείς
θέλουμε συνεργασία
με το νεαρό Παντισάχ σκέφτηκε ο
Νοταράς.
Οι Έλληνες
ζουν μεταξύ σφύρας
και Άκμονος.
Το κόμμα
του μεγάλου Βεζίρη Τζανταρλή
Χαλίλ Πασά
Θέλει την
Ειρήνη και συμβιβασμό
με τους πολιορκημένους
Μονολόγησε
ο Παλαιολόγος.
Μπορούμε
να γυρίσουμε τη μάχη υπέρ
των Χριστιανών
Αλλά αυτό
είναι αντίθετο προς τη
ροή του Πανχρόνου.
Ότι είναι
να γίνει σς γίνει,
Τα γεγονότα πρέπει
να πάρουν
Το δρόμο
του Πεπρωμένου σκέφτηκε ο πολύπαθος
Οδυσσέας.
Το
-άνοιγμα-μπορεί
να αλλάξει το χρόνο
και την Ιστορία
Οι Έλληνες
στρατηγοί πολεμούν γενναία
Ο Θεόδωρος
Καρυστινός στη Χρυσή
Πύλη.
Ο Ανδρόνικος
Κατακουζηνός, ο μεγάλος
Δούκας Λουκάς Νοταράς
Ο Λογοθέτης
Φραντζής. Ο Κονταρίνι,
ο Λεονάρντο ο Ντολφίνο
με τα
λιοντάρια του Αγίου Μάρκου
χαραγμένα πάνω στη
στολή τους ,
Και τόσοι
Άλλοι φώναξε δυνατά ο
Κωνσταντίνος.
Το αναπόφευκτο
Τέλος έρχεται.
Ποτέ πριν
δεν υπήρξε άνθρωπος τόσο
μόνος
Είμαι
ελεύθερος με άνοιγμα
θανάτου.
Η πολιορκία
με οδηγεί στο Μοιραίο,
δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Είμαι ο
μόνος Αυτοκράτορας
που γνωρίζει πως θα πεθάνει.
Το αναπέφευκτο
τέλος του τέλους πλησιάζει.-
Είμαι πιο
μόνος κι απ’ τους μόνους
δεν ξέρω τι θα γίνει.
Οι αντίπαλοί
μου του κόμματος Της
Ειρήνης θα με κατασπαράξουν
Εάν δεν
πάρω την πόλη.
Ο ίδιος ο στρατός θα
στραφεί εναντίον μου.
Αχ!
Κων\πολη
Ωραία ερωμένη για
χάρη σου παίζω το μέλλων
Της
Αυτοκρατορίας και της
ζωής μου.
60
Μετανοείτε
-Μετανοείτε έρχεται το
τέλος
Είναι
αδύνατη η Ένωση των
Εκκλησιών έλεγε ο Πατριάρχης Γεννάδιος.
Ιουστινιάνη
οι άνδρες μου
θα φυλάξουν την
Κεκρόπορτα
Που χάσκει
σκοτεινή, Είναι ανοιχτή
κι ενώνει το παλάτι
των Βλαχερνών
με τη Χαρσία
Πύλη και την Πύλη
του Αγίου Ρωμανού είπε ο
Νοταράς.
Μόνο αν
περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου
θα γίνει αυτό.
Αχρείε
προδότη εσύ προτιμάς τους
Τούρκους απ’ τους
Δυτικούς,,.
Χυδαίε
Γενοβέζε ξεχνάς τι έκαναν
οι όμοιοί σου το 1204.
Ήταν οι
μόνοι που κατέλαβαν
τη Βασιλίδα.
Έκαψαν και
λήστεψαν κτίρια και
σπίτια, σκότωσαν
πολλούς
άνδρες και βίασαν γυναίκες
Τώρα πολεμάω
για τη δική μου Τιμή
και του Αυτοκράτορα.
Απατεώνα
για το δουκάτο της Λήμνου
πολεμάς σσύ κι οι
στρατιώτες σου. Στο
υποσχέθηκε ο Αυτοκράτορας
με χρυσόβουλο σε
περίπτωση
Που σωθεί
η πόλη.
Είναι φυσικό
ένας μισθοφόρος να
πληρώνεται.
Θα μείνεις
στην Ιστορία επειδή
εναντιώθηκες στην Ένωση
Των δυο
Εκκλησιών, θα έχεις κακό
τέλος.
Αυτή την
ύστατη ώρα, οι καυγάδες είναι
μάταιοι.
Μια παράξενοι
χαρά πλημμυρίζει την ψυχή
μου
Αγαπώ τα
πάντα βλέπω όλο τον κόσμο
το Ίδιο.
Δεν κατηγορώ
κανέναν ούτε τον Πάπα
ούτε τους Δυτικούς
Που δεν
έστειλαν Βοήθεια.
Εμείς οι
Ίδιοι φέραμε σε τόσο
δεινή θέση μια τόσο
λαμπρή Αυτοκρατορία φώναξε
δυνατά ο Κωνσταντίνος.
Ο τελευταίος
Ελεύθερος Έλληνας
πολεμούσε με το θάνατο
Ο Παλαιολόγος
θεϊκός πολεμούσε
μες την αστραφτερή πανοπλία
Σαν λιοντάρι,
Ήταν η μεγάλη ψυχή μιας
πόλης που πέθαινε.
Κρατούσε
στα χέρια του το μέλλον
τους Ελληνισμού και της
Ορθοδοξίας
Η απόφαση
έχει παρθεί εάν ο Θεός
αφήσει τη Θεοφύλακτη Πόλη
Θα πέσω κι
εγώ μαζί.
Γενναίοι
μου η αγάπη προς την
πατρίδα γεννάει καλοσύνη
Αξίζει να
πεθάνει κανείς για την
Πόλη του, τους συγγενείς
Και τους
φίλους του.
61
Αξίζει
αποθανώμεν υπέρ πίστεως
και πατρίδας.
Προσέξτε
– προσέξτε πως πολεμάτε.
Παιδιά μου.
θέλω να ζήσετε
Εσείς είσθε
η ελπίδα της Αυτοκρατορίας.
Οι φορείς
που θα μεταφέρουν
στη Δύση ότι ωραίο
Δημιούργησε
Αυτή η Πόλη.
Υπέροχε
Αυτοκράτορα προτιμούμε να πεθάνουμε
στις επάλξεις .
Παρά να το
βάλουμε στα πόδια
σαν κλέφτες και να
φύγουμε
με τα καράβια
των Λατίνων.
Μη νοιάζεσαι
Βασιλιά μου
Τα καράβια
είναι γεμάτα
πλιατσικολόγους με
αμύθητες περιουσίες.
Το Παιχνίδι
τέλειωσε είναι πλέον αργά
ο πόλεμος είναι μια
Παλίντροπος
αρμονία του θανάτου
απάντησε ο Βασιλιάς.
Κωνσταντίνε
στο πρόσωπό σου Ζουν
όλοι οι Αυτοκράτορες
μαζί.
Γενναίοι
μου Ιππότες πολεμήστε
για τον Έρωτα και τη Φιλία
Την αγάπη
προς την Πατρίδα
και το Βασιλιά.
Η πίστη στη
Ορθοδοξία είναι υπέρτατο
αγαθό.
Οι ατρόμητοι
Ιππότες μάχονται περήφανα
γύρω από τον Αυτοκράτορα
Άρχοντες
, ευγενείς
Βενετσιάνοι και
Γενοβέζοι, καλόγεροι, παπάδες
Γυναίκες,
παιδιά και άνδρες.
Οι Γενίτσαροι
χτυπούν με τόση δύναμη
τους αντιπάλους
Που κάνουν
πίσω. Τσιριχτές ακούγονται
οι φωνές όσων
Σκοτώνονται.
Μια ατέλειωτη Ωδή θανάτου
φώναξε ο Μωάμεθ.
Πρώτα έπεσαν
οι Τούρκοι της Ανατολίας
με τους ήχους των τυμπάνων.
Μετά ήρθε
η σειρά των ατάκτων.
Πάνω απ’ τα πτώματά τους
Περνούν οι
Γενίτσαροι
Ο αυτοκράτορας
Κων\νος ο
τελευταίος Παλαιολόγος καβάλα
σ΄ άσπρο άλογο έδινε
θάρρος στους Χριστιανούς
πολεμιστές.
Κρατήστε
καλά- κρατήστε καλά
κι αυτή τη φορά κι η
μέρα
Είναι δική
μας
Τραυματίστηκε
ο Ιουστινιάνης
κι εγκατέλειψε τη
μάχη.
62
Γενοβέζε
μείνε μη φεύγεις τούτη
την ύστατη ώρα.
Κων\ντινε
είμαι βαριά τραυματισμένος.
Ένας
πολεμιστής πρέπει να ξέρει πότε θα
φύγει,
Πότε θα
εγκαταλείψει τη μάχη
Κάνε το ίδιο και
γλίτωσε
Τη ζωή σου.
Η μάχη των
μαχών βρίσκεται
στην κορύφωσή της
Κρίνεται
το μέλλον της πόλης
και της Ιστορίας
Ξαφνικά
ένας ψίθυρος άρχισε να
μεταδίδεται από στόμα σε
στόμα.
Όσοι τον
άκουγαν τους κόβονταν η αναπνοή
και τα πόδια.
Ύστερα οι
Έλληνες άρχισαν να το
λένε πιο δυνατά
και πιο δυνατά.
Το άκουσαν
οι Τούρκοι και το έκαναν
μυριόστομη κραυγή
ΕΆΛΩ Η ΠΟΛΙΣ
ΕΑΛΩ
Οι ψυχές
των Ελλήνων πετάχτηκαν
έξω απ’ το στόμα
-
Κατακυρθμεύω-
Λαός μου
Τι εποίησά
σοι
Αυτή την
αποφράδα μέρα
Δεν θα
ξεχάσει κανείς
ΡΑΨΩΔΟΣ-τραγούδι-
Έλληνες
άφησαν
Την Κεκρόπορτα
ανοιχτή
Από κει
μπήκαν
Οι Τούρκοι.
Η μεγάλη
προδοσία
Είχε συμβεί
63
………………….
Έλληνες
τράβηξαν
το σύρτι
Και
ξεκλείδωσαν
την πόρτα
…………….
Από κει
Μπήκαν οι
Γενίτσαροι
Σκορπώντας
τον όλεθρο
……………….
Η μεγάλη
προδοσία
Είχε
συντελεστεί
ΧΟΡΟΣ
–τραγούδι-
Μεγαλοδύναμε
Κύριε
Δέξου την
προσευχή μας
Συγχώρησε
μας
……………..
Λαός μου
τι εποίησά
σοι
…………….
Τώρα μόνο
Ο θάνατος
βασιλεύει
…………………
Λαός μου
Ας εισακουστεί
Η φωνή μου
Η μεγάλη
φυγή είχε αρχίσει,
οι φυγάδες κατά κύματα
παρέσερναν
τους πάντες,
ούτε ο Κων\ντινος
που μάταια φώναζε μπορούσε
να τους
κρατήσει.
64
Σταματήστε
που πάτε μείνετε στις
θέσεις σας
Δεν έπεσε
η πόλη.
Εάλω η πόλις
Εάλω
Απαντούσαν
όλοι μαζί.
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
Παρασύρονται
από μόνοι τους ,
αυτό είναι σκέτη καταστροφή.
Άχ!!
Όλο και πληθαίνουν οι
γενίτσαροι γύρω μου
Αραιώνει
η φρουρά ένας – ένας
φεύγουν κρυφά
Για να
γλιτώσουν δεν τους
κατηγορώ.
Ο τελευταίος
Έλληνας αυτοκράτορας
πολεμάει ολομόναχος
Ουκ έστιν
τις των Χριστιανών
Του λαβείν
την κεφαλήν εμού.
Ίσως το
θάνατό μου ακολουθήσει
μια Άλλη Ανάσταση.
Τι κι αν
πέφτει μια Αυτοκρατορία
Η ηρωική
μου πράξη θα φωτίζει τους
Αιώνες.
Ο τελευταίος
Αυτοκράτορας κατέβηκε
απ’ το άλογο
Θεϊκά Ωραίος
με την ασπίδα στο ένα
χέρι και με γυμνό σπαθί
Πολεμούσε
στην πύλη του Αγίου Ρωμανού
κοιτώντας κατάματα
Το θάνατο
Μόνος
πολεμάει ο Κων\νος
Παλαιολόγος
Όμοιος με
άγγελο παραδείσου
αγέρωχος
μες τη μοναξιά του θανάτου.
Μια σπαθιά
τον βρήκε στο πρόσωπο
κι αυτός ανταπέδωσε
με μια άλλη
στο στήθος κι
όρμησε σαν λιοντάρι εναντίον
όλων.
Σκότωσε
αμέτρητους αλλά ήταν
ολομόναχος
65
Άγγελος
Παραδείσου
Άγγελος
Παραδείσου
Από πίσω
Τον βρήκε μια γερή
Ύστερα μια
άλλη κι έπεσε νεκρός κάτω,
Αυτός ο
τελευταίος Έλληνας ο
Κων\νος Παλαιολόγος
Ο μαρμαρωμένος
Βασιλιάς Αιώνιος ο θρήνος
Θα ακούγεται
παντοτινά.
Πέθανε ο
τελευταίος Αυτοκράτορας
όμοιος με Άγγελο
Παραδείσου
ΧΟΡΟΣ
–τραγούδι-
Εάλω η πόλη
Εάλω
Τούρκοι
πάτησαν
Τη βασιλεύουσα
……………
θρηνεί ο
Κων\νος
………………..
καβάλα
σ’ άσπρο
άλογο
Μόνος
πολεμάει
Μπροστά
στην πύλη
Του Παραδείσου
……………….
Άγγελοι
θανάτου
Έστησαν
χορό
Πάνω απ’
την
Πολύπαθη
πόλη
………………………….
…………………………….
66
ΡΑΨΩΔΟΣ
–τραγούδι-
Χιλιάδες
τα πτώματα
Κείτονται
σφαγμένα
Το αίμα
τρέχει
ποτάμι
……………………
Ω!
Πόλη
Βασίλισσα
των πόλεων
…………………….
Κόσμημα
των Χριστιανών
Εξαφανίστηκες
Από τους
Τούρκους
……………………
όμορφη
όπως οι
πεδιάδες
του Παραδείσου
………………
με πλούσιους
Πνευματικούς
Και Άλλους
………………
κέντρο –
οφθαλμέ
της Δύσης
και της
Ανατολής
……………
Έπεσε η
βασιλεύουσα από προδοσία
Μάταια
χύθηκε τόσο αίμα
Οι Τούρκοι
θα κατακτούσαν την
Πόλη ούτως ή άλλως
Είπε
ο Πατριαάρχης Γεννάδιος.
67
Φρίξον Ήλιε
Φρίξον Ήλιε
Συνοικίες
ολόκληρες καίγονταν τρεις
μέρες.
Τα καράβια
έφευγαν φορτωμένα με
αμέτρητο κόσμο και χρυσάφι.
Οι μάνες
έκλαιγαν κι έψαχναν τα
παιδιά
Οι Έλληνες
πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Φλέγεται
η πόλη Φλέγεται.
Σπαραχτικά
ακούγονταν τα ουρλιαχτά
των γυναικών που βιάζονταν
Μέσα στα
σπίτια απ’ τους Γενίτσαρους.
Παντού σώματα πεταμένα
Ποδοπατημένα
απ’ τη βία.
Φλέγεται
ο Βόσπορος φλέγεται
Όσοι σώθηκαν
θα τους πουλήσουν δούλους
στα σκλαβοπάζαρα
Της Ανατολής
Ένας Ωραίος θάνατος πρέπει
στους γενναίους
Μεγάλη
θλίψη πλημμύρισε την ψυχή μου
Τέτοια
σφαγή τέτοιο μακελειό
δεν έγινε ποτέ στην
Ιστορία.
Δεν αντέχω
άλλο τέτοιο θέαμα φώναξε
ο καρτερικός Οδυσσέας.
Εάλω η πόλη
Εάλω
Οι Τούρκοι
έσφαζαν τους αιχμαλώτους
σαν αρνιά.
Από παντού
ακούγονταν θρήνοι
και κλάματα Κυρίως παιδιών
ένας
ατέλειωτος χορός του
θανάτου
Εάλω η πόλη
Εάλω
Τι απέγινε
η Ελένη Παλαιολόγου,
όποιον κι αν ρώτησα
Κανείς δε
γνώριζε. Άλλοι είπαν
πως πολέμησε μαζί με
τους Έλληνες
Πάνω στα
τείχη όσπου τη βρήκε
ένας Ωραίος Θάνατος.
Άλλοι είπαν
πως έφυγε μ’
ένα Βενετσιάνικο καράβι στη
Βενετία.
Ένας ωραίος
θάνατος βρήκε την Ωραία
Ελένη.
68
Άλλοι είπαν
πως είναι σε
κάποιο Μοναστήρι ντυμένη
καλόγρια.
Κανείς δεν
ήξερε. Ίσως από κάπου
να παρακολουθεί σαν
ένας άλλος υάκινθος και
να χαμογελάει κάθε που ο
ήλιος ανατέλλει και Δύει.
Ο Μωάμεθ ο
Πορθητής ο Μέγας θριαμβευτής
μπήκε απ’ την πύλη
Του Αγίου
Ρωμανού, καβάλα σε
χιονόλευκο άλογο.
Περιχαρής
λες και περνούσε την πύλη
του Παραδείσου.
Ανάμεσα
από χιλιάδες πτώματα κι
ερειπωμένα σπίτια
Ακολουθούσε
το δρόμο προς την Άγια
Σοφία.
Μπροστά
πήγαιναν οι Γενίτσαροι
κι ακολουθούσαν οι
Βεζίρηδες ,
οι Πασάδες
κι οι Σατράπηδες
Γύρω του
η προσωπική ασφάλεια
Δεξιά οι
Σπαχήδες κι αριστερά η
επίσημη φρουρά.
Αγόρια και
κορίτσια του χαρεμιού
βάδιζαν μπροστά
Κι έραναν
με ροδοπέταλα το δρόμο.
Στης Ευρασίας
τον κήπο τραγουδά η
νυχτερίδα
Οι Τσαούσηδες
επέβαλαν την τάξη
Μεγάλες
σειρές Δερβίσηδες
θυμιάτιζαν το δρόμο για
να περάσει
ο Πορθητής.
Χιλιάδες
στρατιώτες ακολουθούσαν
με τα σπαθιά στα χέρια.
Κάντε στην
άκρη να περάσει
ο Μωάμεθ ο Πορθητής
Ο Μωάμεθ ο
Πορθητής.
Κύριε
Ελέησον
Δίκαιη η
κρίση σου
Ω Πόλη των
πόλεων
Ούτε είδος
ούτε κάλος
Ναυαγισμένο
καράβι θα ταξιδεύεις
στους αιώνες
Από θεά
έγινες δούλα. Η Άγρια
Σιωπή του θανάτου
βασίλευε σ’ όλη
Την πόλη.
Οι Έλληνες θρηνούσαν
το χαμό της Είχε
τέτοια ομορφιά
μπροστά
της ωχριούσε ο Παράδεισος.
69
Λαός μου
Βογκάει
κάτω
Απ’ την
Τυραννία
………….
Κύριε
λυπήσου μας
Τους ασεβείς
………………
πως άφησες
να γίνει
τέτοια
σφαγή
να θυσιαστεί
τόσος
κόσμος.
Δεν αρκούν
οι θρήνοι
Κι οι
οδυρμοί;
…………..
τρεις μέρες
και τρεις
νύχτες
κράτησε το
μακελειό
τέτοια
συμφορά
δεν ξαναβρήκε
άλλη πόλη
…………..
Ποτάμι
το αίμα των
νεκρών
φρίξε κόσμε
φρίξε ήλιε
………….
Έλεος –
Έλεος
Κύριε -
Κύριε
Ο Σουλτάνος
μεγαλοπρεπής πάνω στη
χιονάτη φοράδα
Κατευθυνόταν
προς την Άγια Σοφία.
Έλαμπε από ευτυχία
Φαινόταν
τόσο ωραίος με τη γερακίσια
μύτη και τα φωτεινά μάτια.
Η αποθέωση
ενός Αυτοκράτορα που
έπαιρνε τη θέση ενός
Άλλου.
70
Κάντε στην
άκρη να περάσει ο Σουλτάνος
ΜΩΑΜΕΘ-Άρια-
Ως ένδειξη
Ύψιστης ταπείνωσης κι
ευλαβικού μεγαλείου
Γονατίζω
να πάρω μια χούφτα χώμα
για να ρίξω στο κεφάλι
μου,
Σεβόμενος
το μοναδικό θεό του Ισλάμ.
Άνθρωπος
είμαι
Γεννήθηκα
απ’ το χώμα και θα καταλήξω
στο χώμα
Ολοκληρώνοντας
την αλυσίδα της
γέννησης και του θανάτου,.
Μόνο οι
αναπνοές των γενίτσαρων
ακούγονται.
Οι άλλοι
λεηλατούν και καταστρέφουν
περίτεχνα ψηφιδωτά
Άγιες
εικόνες χρυσό,
ασήμι και πολύτιμους
λίθους.
Να σταματήσουν
αμέσως οι λεηλασίες,,.
Όλα τα
ακίνητα είναι δικά μου.
Τα κτίρια, η πόλη όλη
μου ανήκει
Σ’ εσάς
άφησα τα κινητά
Αυτά που μεταφέρονται.
Τέτοιος
περίλαμπρος ναός
δεν ξαναχτίστηκε από
ανθρώπου χέρι
κανείς δεν
μπορεί να τον καταστρέψει.
Σουλτάνε
μου
Να κοίταξε
Πηδώντας
πολύ ψηλά έβαλα το δικό
μου σημάδι από αίμα
Εκεί πάνω
στον τοίχο είπε ένας Γενίτσαρος.
Φέρτε μου
ένα τόξο
Εκεί πάνω
στον περίφημο θόλο θα
καρφώσω το βέλος
Όσο πιο
ψηλά γίνεται.
Αυτό εδώ
είναι το δικό μου Σημάδι
Αυτός είναι
ο Μωάμεθ ο Πορθητής
Αφιερώνει
στον Έναν και μοναδικό
Θεό του Ισλάμ
Τη μεγάλη
εκκλησία των Χριστιανών.
71
Όλοι μαζί
σς στραφούμε
προς την Ανατολή και
να προσευχηθούμε
Στον Αλλάχ
πρότεινε ο Ακ Σεμσεντιν.
Προσεύχονται
οι πολεμιστές του Ισλάμ
με τα γόνατα καταγής
Ακουμπώντας
το μέτωπο στο πάτωμα της
εκκλησίας του Θεού.
Κάντε
γρήγορα μη κάθεστε
ούτε λεπτό
Πρέπει να
διοικήσουμε την πόλη.
Τι απέγινε
ο Κων\νος Παλαιολόγος
Που είναι
οι άρχοντες της πόλης
Λίγο πιο
πέρα περιμένει ο μεγάλος
Δούκας Λουκάς Νοταράς
Κι αρκετοί
άρχοντες
Σουλτάνε
μου
Υποβάλουμε
τα σέβη μας
Και πρσκηνούμε
πάντα δούλοι σου
Είπε
ο μεγάλος Δούκας ο Λουκάς Νοταράς.
Γιατί δεν
παραδώσατε αμέσως την
πόλη
Κι αφήσατε
να χυθεί άδικα τόσο αίμα;
Προβάλατε
τέτοια αντίσταση ώστε
πολεμήσατε πιο ηρωικά
Απ’ τους
άλλους.
Ήμασταν
μόνοι κι ανήμποροι.
Ο Αυτοκράτορας
υπέγραψε την Ένωση
Και πρόδωσε
την Ορθοδοξία.
Εμείς όμως
δεν μπορούσαμε να
κάνουμε τίποτα περισσότερο
Έπρεπε να
πολεμήσουμε.
Και που
είναι ο Αυτοκράτορας σας
Τώρα;
Γιατί δεν
είσαστε και εσείς μαζί
του; δεν ξέρουμε
δεν ξέρουμε
Τίποτα για
την Τύχη του
απάντησαν οι άρχοντες.
Υπήρχε
αντίσταση και μέσα στο
δικό σου στρατόπεδο
Σουλτάνε μου.
Το κόμμα
της Ειρήνης με τον
Τζανταρλή Χαλίλ Πασά
Βοηθούσε
τους Ενωτικούς και τον
Αυτοκράτορα
Αυτοί ήθελαν
συμβιβασμό συμπλήρωσε ο
Λουκάς Νοταράς.
72
Οι Τσαούσηδες
να βρουν που είναι ο
Μεγάλος Βεζίρης
Και να
παρουσιαστεί αμέσως
μπροστά μου.
Να βρείτε
το σώμα του Αυτοκράτορα
όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Όποιος το
βρει θα πάρει μεγάλη
αμοιβή.
Σουλτάνε
μου Εγώ τον σκότωσα
Τρέχω
γρήγορα ν α φέρω το πτώμα
είπε ένας γενίτσαρος.
Νοταρά που
είναι οι άλλοι Ευγενείς
Θα μπορούσαν
να φανούν χρήσιμοι στην
διακυβέρνηση της πόλης.
Θα τους
μαζέψω όλους σς πάνε οι
Τσαούσηδες με μερικούς
Έλληνες
Να τους
φέρουν.
Η γιορτή
της μεγάλης Νίκης κράτησε
πολλές μέρες.
Οι στρατιώτες
με τον Σουλτάνο έτρωγαν
έπιναν και γλεντούσαν
με τις
γυναίκες των Χριστιανών
που είχαν πάρει για
σκλάβες
Τα κοράκια
έκαναν κύκλους
πάνω απ’ την πόλη.
Έκαναν
βουτιές κι αγριεμένα
ξεσχίζουν τις σάρκες των
πτωμάτων
Το κεφάλι
του Κων\νου
για μέρες ήταν πάνω
στη στήλη του Κων\νου.
Τον
αναγνώρισαν μέσα στα
άλλα πτώματα απ’ τα χρυσά
Τζαγγία
που φορούσε.
Όταν οι
Έλληνες ευγενείς μαζεύτηκαν
στη μεγάλη πλατεία,
Οι Δήμιοι
τους πήραν τα κεφάλια
με διαταγή του Σουλτάνου.
Γρήγορα
ο ευνούχος του χαρεμιού
να πάει να φέρει
το μικρό
γιο του Νοταρά, τον θέλω
στο χαρέμι μου
Να ο Νοταράς
με τους γιους του.
Πλησιάζει
αγέρωχος χωρίς να
προσκυνήσει.
Σουλτάνε
Πως είναι
δυνατόν να αφήσω το γιο
μου να κάνει κάτι τέτοιο
Μα γιατί
το λες αυτό
Υπέροχε
Νοταρά έτσι θα σωθεί
ο γιος σου
Κι εσύ θα
πάρεις το μεγαλύτερο
αξίωμα
73
Μεχμέτ
έπρεπε να βρεις καλύτερη
δικαιολογία να με σκοτώσεις.
Ας είναι
μεγάλος ο Κύριος,
Έστω κι
αυτή την ύστατη ώρα
μ’ έκανε να δω
Πόσο δίκαιος
είναι.
Κύριε
Ελέησον
Ένα μόνο
πράγμα θα σε παρακαλέσω
Οι Δήμιοι
να σκοτώσουν πρώτα τους
γιους μου
Μη τυχόν
και λιποψυχήσουν κι
αλλάξουν γνώμη
Κι ύστερα
ας πάρουν το δικό μου
κεφάλι
Θα γίνει
όπως επιθυμείς
Μπορείς να
διαλέξεις τον τρόπο που
θέλεις να πεθάνεις
Οι Δήμιοι
οδήγησαν και τους τρεις στο
κέντρο της πλατείας
Για να δει
όλος ο κόσμος
πως εκτελέστηκε
Ο μεγάλος
ΔούκαςΛουκάς Νοταράς.
Παιδιά μου
Ελάτε να
αγκαλιαστούμε
Κι όλοι
μαζί
Να
προσευχηθούμε
Στον Κύριο
ημών
Ιησού Χριστό
Ζητώντας
να μας
Συγχωρέσει,
Είναι τόσο
δίκαιος
Και
φιλεύσπλαχνος
Πρώτα πήραν
τα κεφάλια των δυο
γιων κι έπειτα του Νοταρά.
Υπερήφανα
δέχτηκε το Μοιραίο
ζητώντας συγχώρεση
Απ’ όλους
τους Έλληνες για αυτό που
έκανε.
74
Ο πολυμήχανος
Οδυσσέας δεν άντεξε άλλο
τέτοια φρίκη
Και πετάχτηκε
σαν αίλουρος μπροστά
στον Σουλτάνο
Παίρνοντας
τη μορφή του θανάτου.,
ενώ στους γύρω φαινόταν
πως ήταν
Ένας θεϊκός
Έλληνας ιππότης, γΓια τον
Μωάμεθ είχε τη μορφή
Αγγέλου
θανάτου.
Γονάτισε
ο μεγάλος κατακτητής κι
άρχισε να παρακαλάει
Και να
εκλιπαρεί να τον αφήσει
να ζήσει λίγο ακόμα.
Πως θα αφήσω
όλο αυτό το μεγαλείο είπε ο Μωάμεθ.
Ο
πολυμήχανος Οδυσσέας σιγά-
σιγά ξαναπαίρνει την
κανονική του μορφή)
Μεγάλε
Πορθητή
Ο κάθε
άνθρωπος είναι μια ιερή
οντότητα και ως τέτοια
πρέπει
Να
αντιμετωπίζεται, κι όχι
σαν κάτι άψυχο χωρίς καμιά
αξία.
Δεν μπορείς
να εξαφανίσεις το παρελθόν,
δεν μπορείς να ξεγράψεις
Την
Ορθοδοξία.. Μ’ αυτό τον
τρόπο προετοιμάζεις
για τον εαυτό σου
Το χειρότερο
Τέλος
Ανόητε
Έλληνα δεν δέχομαι
τις συμβουλές σου
Πως τολμάς,
φρουροί συλλάβετέ τον
Σαν αερικά
πατάχτηκαν δίπλα του
οι πιστοί σύντροφοι
Για να
βοηθήσουν το μυθικό
βασιλιά της Ιθάκης.
Μια αόρατη
δύναμη κράτησε αποσβολωμένους
όλους τους Τούρκους.
Δεν μπορούσαν
να κουνήσουν
ούτε το μικρό τους
δακτυλάκι,
αντιλαμβάνονταν
όμως ότι γινόταν.
Μόνο με μια
κίνηση του χεριού σου
μπορείς να πάρεις χιλιάδες
κεφάλια.
Κανείς
άλλος στην Ιστορία
δεν είχε τέτοια εξουσία
πάνω στην
ανθρώπινη
ζωή. Ο χρόνος όμως
έχει γυρίσματα, μπορεί
να χάσεις
Και το δικό
σου κεφάλι.
Κανένας
δεν μπορεί να μου πει
τι να κάνω. Ξέρω πόσο
θνητός είμαι
Κι ότι μια
μέρα θα πεθάνω.
Ποιος είσαι.
Ο Κανένας
- είμαι ο πολυμήχανος
βασιλιάς της Ιθάκης ο
Οδυσσέας
μαζί με
τους συντρόφους μου ζούμε
μέσα στο άνοιγμα ατρόμητοι
πολεμιστές του φωτός.
Παραμένουμε
Ίδιοι κάνοντας το ταξίδι
της -Αιώνες Επιστροφής-
Μέσα στη
σκουληκότρυπα του μεγάλου
χρόνου συμπλήρωσε ο Πολίτης.
75
Τότε μπορείς
να με καταλάβεις Μεγάλε
βασιλιά
Έχω διαβάσει
κι έχω ακούσει να
μιλούν για σένα.
Έζησες την
Άλωση της Βασιλεύουσας
και ξέρεις τι τράβηξα
Για να την
κατακτήσω. Κινδύνεψε η
ζωή μου κι η αυτοκρατορία
Όσο υπάρχουν
άνθρωποι πρέπει να τους
σέβεσαι απάντησε
ο πολύτροπος
Οδυσσέας.
Ο πολυμήχανος
Οδυσσέας και οι ανόστιμοι
σύντροφοι
Αποχώρησαν
χωρίς κανείς να κάνει
κάτι. Ήταν μάταιη η συζήτηση
Ο Σουλτάνος
θα έκανε το δικό του.
Ιδού
οι πολεμιστές του φωτός
Νύχτα έφυγαν
απ’ την Κων\πολη
κλαίγοντας με μαύρο
δάκρυ.
άφηναν πίσω
τους την πόλη των πόλεων
μες τα σκοτάδια της Τυραννίας.
Αόρατη
έφυγε η Ιθάκη χωρίς να τη
δει κανείς. Ένα πυκνό
σύννεφο
Σκέπασε το
μυθικό καράβι.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
– ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ
(
το τραγούδι του αποχαιρετισμού)
Τούτη την
ώρα
που πεθαίνει
μια πόλη
…………
Κύριε άναρχε
κι επουράνιε
δέξου τη
συγγνώμη
μας
………….
Κάνε να
επιστρέψουμε
Μια μέρα
θριαμβευτές
Κύριοι της
Βασιλεύουσας
Που μας
ανήκει
………………..
ταξιδιώτες
του Πανχρόνου
θα γυρίσουμε
μια μέρα
όταν κανείς
δεν θα το
περιμένει
76………………
πολεμιστές
της φωτιάς
για να
πάρουμε
αυτό που
μας ανήκει
Μόνος σε
μια άκρη πήγε ο πολύτροπος
Οδυσσέας
Αλίμονο
μ’ έπιασε το – Αιώνιο Παράπονο-
του ασυντέλεστου Νόστου.
Είμαι
συγκλονισμένος δεν μπόρεσα
για τελευταία φορά
α δω την
Ωραία Ελένη. Μήπως
ερωτεύτηκα ένα φάντασμα
Ένα πουκάμισο
αδειανό, Μήπως κοιμήθηκα
με τη σκιά
Της Ωραίας
Ελένης.
Η Ωραία
Ελένη ήταν μια γυναίκα
του ανοίγματος
Αυτή που
ενσαρκώνει όλες τις
γυναίκες μαζί απάντησαν οι σύντροφοι.
Ήταν φως
και σκιά ελευθερία και
τόλμη, μια ομορφιά που
πληγώνει.
Και κόβει
την ανάσα. Είχε υπέροχους
μηρούς κι απαλό δέρμα,
Ψηλό λαιμό
κι υπέροχο στήθος, ίσια
κι ευλύγιστη στον άνεμο.
Η μυθική
Ιθάκη περήφανη αρμένιζεγ
για το Άλλο Βυζάντιο
Τη Γαληνότατη
Δημοκρατία της Βενετίας.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ
ΤΟΥ ΟΣΜΑΝ
Ο Σουλτάνος
Μωάμεθ Χαν Γαζή γιος του
Σουλτάνου Χαν Γαζή
Είκοσι
χρονών κυρίευσε την πόλη
και πέθανε σαράντα
εννιά.
Μαράθηκε
το τρίφυλλο Αυτοκρατορικό
ρόδο όταν το έκοψαν
Απ’ τους
κήπους του σαραγιού.
Λαλά εδώ
χρειάζεται ένα φρούριο διέταξε ο
Μεχμέτ.
Σουλτάνε
μου
Το φρούριο
θα χτιστεί όπως προστάξεις
απάντησε ο Χαλίλ Πασάς.
Πάσκεσεν
θα ονομαστεί και θα
κτιστεί με δικά σου έξοδα.
Σκότωσαν
το Χαλίλ Πασά
Σκότωσαν
το Χαλίλ Πασά
77
Αυτός
μοιράστηκε το όνειρο της
μεγάλης Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας
Απλά ντυμένος
χωρίς πολεμική
αρματωσιά.
Μια εποχή
τέλειωσε κι άρχισε μια
άλλη. Η Νέα Τάξη πραγμάτων.
Όλοι οι
αντίπαλοι της Ειρήνης
ζήτησαν επιτακτικά απ’
το νεαρό Παντισάχ το
κεφάλι του Μεγάλου Βεζίρη,
τώρα που έπεσε η πόλη
Εάλω η πόλις
, εάλω η πόλις
ΧΑΛΙΛ
ΠΑΣΑΣ-άρια-
Αλώθηκε
η χιλιόχρονη πόλη , η
πολυαγαπημένη μου Κων\πολη.
Το μόνο που
περιμένω είναι ο Δήμιος
. Η πτώση σημαίνει
το τέλος
ενός κόσμου
και την αρχή ενός
Άλλου είπε ο Χαλίλ Πασάς.
Αχ!!
μόνο οι γλάροι Ακούγονται
μονότονα.
Χιλιάδες
νυχτερίδες κράζουν δυνατά
το επερχόμενο Μοιραίο
Εάλω η πόλη-
Εάλω
Ο Μωάμεθ
τρελαινόταν για την
Κων\πολη,
ζαλιζόταν από έρωτα.
Σαράντα
μέρες στο κελί του πύργου
που έχτισα ο ίδιος
με κάνουν
να βλέπω διαφορετικά τον
κόσμο συνέχισε ο Χαλίλ Πασάς.
Το Πάσκεσεν
βουβό απλώνεται κατά
μήκος της θάλασσας.
Όταν δύει
ο ήλιος του Βοσπόρου δεν
κάνει καθόλου Σκιά.
Οι τοίχοι
της φυλακής μυρίζουν
ωραία δεν πρόλαβαν
Να μουχλιάσουν.
Εάλω η πόλη
Εάλω
Το μόνο
που θέλω αυτή την ύστατη
ώρα είναι να δω έστω
Κι από
μακριά την Αγαπημένη μου
Κων\πολη.
Γι αυτήν
έχασα τα πάντα όλη την
περιουσία το σπίτι,
το παρελθόν
Το λόγο της
ύπαρξής μου. Είμαι έτοιμος
να δεχτώ το τσεκούρι του
Δήμιου.
78
Πέθανε
ο Τζανταρλή Χαλίλ Πασάς
χωρίς να πει λέξει
Πέθανε όπως
αρμόζει σ’ έναν γενναίο
Σ’ένα
Τζανταρλή Χαλίλ Πασά
……………………………….
Ο ουρανός
της Κων\πολης
είναι τόσο διάφανος
Είναι σαν
να κατεβαίνει στη γη,
και να αγκαλιάζει την
πόλη.
Τ’ άστρα
είναι αμέτρητα κι οι
ευωδιές των ανθισμένων
ρόδων
Μ΄ έχουν
μεθύσει,. Ότι πεθύμησα
περισσότερο το κατέκτησα.
Η νύχτα
είναι μαγική κι όμως
έρχονται στο νου
οι χιλιάδες των νεκρών
Που σκότωσα.
Το μόνο που δεν μπορώ
να κυριεύσω είναι ο χρόνος
Είπε
ο Σουλτάνος.
Τι θέλεις
πολυχρονεμένε νου
Βασιλιά ρώτησαν οι άλλοι.
Ο τρούλος
του Τζαμιού που έκτισα
δεν είναι ψηλότερος απ’
τον τρούλο
Της Άγίας
Σοφίας. Για αυτό προστάζω
να κόψετε τα χέρια τα
χέρια
Του
καταραμένου του Γιουσούφ
Σινάν που τον έχτισε
Εάν έκανε
ψηλότερες τις κολώνες
θα έπεφτε ο τρούλος
Ακόμα βλέπω
τα δυο χέρια κομμένα
απ’ τα μπράτσα.
Τώρα τι
ωραίοι υψώνονται οι
μιναρέδες κι οι τρούλοι
έχουν
Εκπληκτική
αρμονία συνέχισε ο Μωάμεθ.
Ο Μεχμέτ
ο Πορθητής της Κων\πολης
θυμήθηκε πως
Όταν τέλειωσε
το Τζαμί όλοι μαζί μπήκαν
μέσα
Κι
εκστασιασμένοι Φώναξαν
βλέποντας το μεγαλείο
του Ναού
Αλλαχού
Άκμπαρ
Αλλαχού
Άκμπαρ
Πως μπορώ
να ξεχάσω το
αστεροσκοπείο της Σακραμάνδης
με τον
τεράστιο ανοιχτό θόλο.
Κουράστηκα να κυνηγώ τις
ηδονές
-το
Ακατόρθωτο- Δεν μπορώ
να νικήσω το χρόνο.
Είμαι ένας
απ’ αυτούς που άλλαξαν
την Ιστορία
Αλλά ακόμα
δεν βρήκα ότι έψαχνα από
μικρό παιδί.
Σαράντα
εννιά χρονών πέθανε ο
Σουλτάνος Μεχμέτ χαν γαζή
Αργά – αργά
αργόσβηνε απ’ το δηλητήριο
που του έδινε
79
Ο γιατρός
του ο Γιακούπ.
Τον πλήρωσαν
οι Βενετσιάνοι με πολλά
χρυσά δουκάτα.
Πέθανε ο
Παντισάχ μια μέρα του Μάη
σαν κι αυτή που κυρίευσε
την πόλη.
Γέμισε με αφρούς το
στόμα και τα γένια.
Πέθανε
ο Μωάμεθ ο Πορθητής
Πέθανε
ο Μωάμεθ ο Πορθητής
Η
Κωνσταντινούπολη άλλαξε
ριζικά με το πέρασμα
του Οίκου
του Οσμάν μέσα σ’ ένα
Παιχνίδι φωτός και σκιάς.
Εκστατικά
χόρευαν οι Δερβίσηδες
σ’ όλο και πιο γρήγορους
Ρυθμούς
με τη μουσική του ντεφιού
και των κρουστών.
Πρώτα
σήκωναν το κεφάλι αριστερά
και το κατέβαζαν βίαια
αριστερά
Στο μέρος
της καρδιάς,
Ξυπόλητοι
σε κατάσταση έκστασης
περιστρέφονται ώσπου
να αισθανθούν
το κενό το άπειρο του
κόσμου, τον Ίδιο τον Εαυτό.
ΟΙ Μεβλεβήδες
εκστασιασμένοι μιλούσαν
για αποχωρισμού
Την ευτυχία
να βρίσκεσαι με τον Άλλον
όντας μέρος της Αιωνιότητας,
Κινούνταν
με τους ρυθμούς των άστρων
άπόσπασμα και όλον μαζί.
Η Νύχτα και
η Μέρα, νερό,
γη και φωτιά, η θάλασσα
κι ο αέρας
-ΤΟ
ΠΑΝ-
80