Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΘΕΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ- ΒΑΤΡΑΧΟΜΑΧΙΑ-ΚΩΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

           
                                                  ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΕΣΗΣ    
                                           

                                                  ΘΕΪΚΉ ΚΩΜΩΔΊΑ

                                                  ΒΑΤΡΑΧΟΜΑΧΙΑ

                                              ΚΩΜΙΚΌ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ



                ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
                                   1453  Μ.Χ
             
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος όταν έμαθε πως έφθασαν ο πολυμήχανος Οδυσσέας και ο πολύτροποι σύντροφοι, διέταξε τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους να ετοιμάσουν ένα μέρος του μεγάλου Παλατιού για να υποδεχθούν τους Ιθακήσιους.
Το μεγάλο Παλάτι εδώ και αιώνες έμενε εγκαταλειμμένο, το χρησιμοποιούσαν ελάχιστα, ο Ίδιος κατοικούσε στο παλάτι των Βλαχερνών. Επί αιώνες υπήρξε κέντρο εξουσίας, οι μεγάλες αποφάσεις για το μέλλον της αυτοκρατορίας πάρθηκαν σε αυτές τις αίθουσες κι τους διαδρόμους. Οι πολύπαθοι Ιθακήσιοι προχώρησαν με λαχτάρα  προς τα λαβυρινθώδη  κτίρια του ανακτόρου. Καθώς  πλησίαζαν τη μεγάλη αίθουσα υποδοχής, -τον Τρίκογχο-, πλήθαιναν οι θολωτοί διάδρομοι, είχαν υπέροχες τοιχογραφίες διακοσμημένες με λουλούδια και χαρούμενα τοπία από την εξοχή. Εντυπωσιάστηκαν τρομερά όταν πέρασαν από μια μεγάλη αίθουσα, γύρω-γύρω είχε κίονες , ένα ψηφιδωτό μεγάλης τέχνης, μήκους περίπου σαράντα πέντε μέτρων και πλάτους πέντε δέσποζε σ’ όλη την επιφάνια. Ο  Θεόφιλος έχτισε τον Τρίκογχο, οι πολύφημοι Ιθακήσιοι  θαύμασαν θαμπωμένοι το κάλλος, οι αψίδες κι οι ουράνιοι θόλοι  έδειχναν υπέροχα ζωγραφισμένοι το αυτοκρατορικό μεγαλείο.Η αίθουσα ήταν εντελώς άδεια λόγω της εμπόλεμης κατάστασης , μόνο

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καθόταν

στο κέντρο

Πάνω στον αυτοκρατορικό θρόνο έχοντας δίπλα του το μεγάλο δούκα

Λουκά Νοταρά κι μερικούς επιτελείς του στρατού.
Ο πολύτροπος Οδυσσέας και οι μυθικοί σύντροφοι Αισθάνθηκαν γύρω συντάγματα τις αόρατες σκιέςΕνώ παρακολουθούσαν θλιμμένοι, μερικοί έκλαιγαν.
Όλοι  Αυτοί  δόξασαν την αυτοκρατορία και πέθαναν γι’ Αυτήν. Συγκλονισμένοι περίμεναν να μάθουν από τους πτολύπορθους Έλληνες, εάν ήξεραν κάτι για την τύχη της πολυθρύλητης Πόλης.
 Οι  μεγάλοι αυτοκράτορες με σκυμμένο το κεφάλι
μόλις φαίνονταν ανάμεσα από τις σκιές.
 Ο  Μέγας Κωνσταντίνος ο ιδρυτής της πόλης,
 Ο Ιουστινιανός και οι διάδοχοί του,
 Ο Ηράκλειος και η δυναστεία του,
 Οι Ίσαυροι κι οι διάδοχοι, ο Μιχαήλ ο Γ,΄ οι Κομνηνοί,
 Ο Νικηφόρος Φωκάς , ο Ιωάννης Τσιμισκής , η Θεοδώρα,
 Ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος περίμεναν καρτερικά να ακούσουν ποιο είναι το μέλλον της Βασιλεύουσας .  
Πρώτος μίλησε ο μεγάλος διπλωμάτης ο Λουκάς Νοταράς
Πολυμήχανε Οδυσσέα και σεις γενναίοι σύντροφοι
Καλώς ήρθατε στη Θεοφύλακτη Πόλη.
Ποιοι Λόγοι σας έφεραν εδώ
Όπως βλέπετε είμαστε σε Κατάσταση Πολιορκίας.
Το  άνοιγμα του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ
Απάντησε με βροντερή φωνή ο Ισόθεος Οδυσσέας.
Αφού πρώτα  χαιρέτησε ευγενικά είπε πως είναι συγκλονισμένος, ζει μια απέραντη χαρμολύπη, χαίρεται και λυπάται μαζί επειδή συναντάει κάτω από αυτές τις συνθήκες τον τελευταίο Αυτοκράτορα της Βασιλεύουσας.


Ο θρόνος που καθόταν ο Βασιλιάς ήταν λίγο υπερυψωμένος, φαινόταν  απόμακρος και μεγαλειώδης με την πολεμική πανοπλία.
Φορούσε  περικεφαλαία και  κρατούσε ένα δόρυ  με το δεξί χέρι, θάμπωνε ο χρυσός και το ασήμι, υλικά με τα οποία ήταν φτιαγμένη, πάνω του είχε ριγμένο τον πορφυρό χιτώνα .  
Ο τραγικός Αυτοκράτορας ρώτησε με τη θλίψη και την κούραση έντονα αποτυπωμένες πάνω του.
Πες μας πολυμήχανε Οδυσσέα
Εσύ  γνωρίζεις τους κύκλους του ουρανού,
μπορείς να μεταμορφώνεσαι και να γίνεσαι Άλλος,
ζώντας ολικά την κάθε εποχή χωρίς να χάνεις
την αρχική σου Ταυτότητα.
Να τώρα είσαι  ολόιδιος με άρχοντα της Πόλης ,
όμως παραμένεις –Ίδιος- ,
ένας Χρόνιος του χρόνου ενώ   διατρέχει το άνοιγμα .
Κάθε φορά μεταμορφώνεσαι βιώνοντας διαφορετικές ζωές
Πες μας λοιπόν για το Τέλος του τέλους.
Συγκινήθηκε αφάνταστα ο πολύτροπος Οδυσσέας
 ένας Αυτοκράτορας γνώριζε τόσα για το Μυστήριο
του χρόνου. 
Είχε ακούσει ότι η γνώση κι η  Σοφία  ήταν προχωρημένη στο Βυζάντιο, γραμμένη σε κώδικες  πάνω σε σπάνια χειρόγραφα φυλάσσονταν σε μυστικές κρύπτες
κι απάντησε  εντυπωσιασμένος με έξαρση. 
Δεν υπάρχει τέλος  -το Τέλος του τέλους-
Χάνεται  στο Ατελεύτητο.
Όλοι είμαστε παίκτες ενός -Παιχνιδιού- ενώ  μας παίζει
Ξετυλίγοντας το παιχνίδι της περιπλάνησης.
Παλαιολόγος
Ποιο είναι τελικά το -Παιχνίδι του Κόσμου-
Πως  εκτυλίσσεται μέσα από το Ιστορικό γίγνεσθαι;


Αφού σκέφθηκε για λίγο, ο λυόμενος Οδυσσέας είπε.
Ο χρόνος είναι   -Παιχνίδι-
αποκαλύπτεται ως παιχνίδι της περιπλάνησης,
περιλαμβάνει όλες τις διαστάσεις
Το παρελθόν –το παρόν και το μέλλον.
Η αλήθεια δεν είναι ποτέ -Ίδια- αλλά πλανώμενη,
Κι αναδεικνύει διαφορετικά το Ιστορικό γίγνεσθαι.
Τότε τι είναι Αυτό -το Παιχνίδι-
Ρώτησε ο Νοταράς  απορημένος
Οδυσσέας
Πραγματικά  δεν είναι ΑΥΤΌ Ή ΕΚΕΊΝΟ
Υπάρχει μόνο ως   ά ν ο ι γ μ α    άμα περάσεις μια φορά την πόρτα δεν μπορείς να κάνεις πίσω δεν υπάρχει επιστροφή, είναι αδύνατη.
Παλαιολόγος
Ποιο είναι το μέλλον;
Οδυσσέας
Το μέλλον είναι απροσδιόριστο
Περιέχει όλα όσα είναι και γίνονται παρόν- παρελθόν-
Και το παρελθόν του μέλλοντος.
Έρχεται η εποχή του τέλους της ιστορίας
Καθώς ανοιγόμαστε προς τη Μετα-ιστορία .
Ο Παλαιολόγος ο τελευταίος Αυτοκράτορας ρώτησε
Γεμάτος έξαψη με αγωνία επειδή ο θεϊκός Οδυσσέας
δεν είπε τίποτα για την τύχη της Βασιλεύουσας.
Μεγάλε Βασιλιά
Τι πρέπει να περιμένουμε;
Ποια είναι η τύχη  της Πόλης;
 Ο  πολυμήχανος Οδυσσέας κατανόησε  την αγωνία του Αυτοκράτορα, δεν θέλησε να τον πικράνει, είπε μόνο πως το Τέλος του τέλους άρχισε πολύ πιο πριν για την Πόλη.


Ένας υπασπιστής μπήκε τρέχοντας και κάτι είπε σιγανά στο Νοταρά, αυτός αμέσως έκανε νεύμα προς τον αυτοκράτορα ότι όλα ήταν έτοιμα.
Ο Βασιλιάς ευχαρίστησε θερμά τον πολύτλα Οδυσσέα
και τους πτολύπορθους εταίρους.
  -Αυτόπτες  μάρτυρες-, Παράλληλοι- και -Ίδιοι- με την Ιστορία ήρθαν για να ζήσουν την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους.
Είπε  πως τώρα όλοι μαζί θα πήγαιναν να προσκυνήσουν στην Αγία Σοφία. 
Βγήκαν  παραταγμένοι με σειρά, πρώτοι πήγαιναν οι τιτλούχοι , ήξεραν καλά το Παλάτι. Ακολούθησαν  διαφορετικό δρόμο από αυτό που ήρθαν, διέσχισαν  τεράστιες εκτάσεις  ώσπου έφθασαν ως τη Χρυσή Πύλη, περνώντας κάτω από το λαμπρότατο τρούλο του Προπυλαίου του Χαλκή. 
Όλοι μαζί
 η Αυτοκρατορική πομπή και οι πολυμήχανοι Ιθακήσιοι κατευθύνθηκαν προς το Ωρολογείο αφού πέρασαν πρώτα τον Αυγουστεώνα.
Μια  υπέροχη πλατεία με στοές γύρω ήταν  μεγαλειώδης  με πολλά αγάλματα ενώ στο κέντρο πάνω σε μια στήλη δέσποζε επιβλητικό το άγαλμα του  Ιουστινιανού,  έφιππος κοίταζε μακριά τον ορίζοντα.   
Αριστερά ο Ιππόδρομος φαινόταν καθαρά , εμπρός έβλεπαν  γεμάτοι συγκίνηση τη δυτική Πύλη του Ναού  από όπου θα έμπαιναν μέσα.
Όπως έλεγαν:
 
    << Στην Κωνσταντινούπολη, ο Θεός έχει την Αγία Σοφία, ο Αυτοκράτορας το Παλάτι κι ο λαός τον Ιππόδρομο. >>


Ένα – ένα βάδιζαν  τα χνάρια της βασιλίδας , πάνω από χίλια χρόνια ήταν το κέντρο του κόσμου, η μεγαλύτερη, η ισχυρότερη κι η ωραιότερη πόλη της γης απλωνόταν μεγαλειώδης . Η Αγία Σοφία υψωνόταν πάνω   από το ακρότατο σημείο του τριγώνου, προς την πλευρά της Προποντίδας , ακριβώς  απέναντι έβλεπαν τη Χρυσούπολη. 
Οι πολύμυθοι Έλληνες  θαύμασαν έκθαμβοι την ενσάρκωση του Θεού, ο μεγαλύτερος θόλος του κόσμου λες και κρεμόταν με αλυσίδες από τον ουρανό. Το μεγαλύτερο κτίριο που κτίστηκε ποτέ σύμβολο αυτοκρατορικής δύναμης.
Δέκα χιλιάδες εργάτες , πολλοί τεχνίτες κι καλλιτέχνες  εργάστηκαν γι αυτό. Εκπροσωπούσε δέκα έξη αιώνες Ιστορίας αυτής της Πόλης, τον  -Ίδιο- το Λαό της.
Ο περίφημος Ιουστινιανός έχτισε την Εκκλησία
Κι είχε  Αρχιτέκτονες τον Ανθέμιο, τον Τραλλιανό
και τον Ισίδωρο τον Μιλήσιο.
 Όλοι μαζί  μπήκαν απ’ τη δυτική Πύλη, άφωνοι αντίκρισαν τη μεγαλοπρέπεια της Εκκλησίας  σ’ όλο  το μεγαλείο.
Πρώτη φορά είδαν ένα τόσο κολοσσιαίο κτίσμα κι έμειναν έκπληκτοι, θεϊκές ψαλμωδίες πλημμύριζαν τον περίλαμπρο Ναό. Ένα  τεράστιο πλήθος έψελνε μαζί με τον Πατριάρχη κι έκαναν τις ψυχές του πολύπαθου Οδυσσέα και των καρτερικών εταίρων να ριγήσουν από συγκίνηση. 
Αυτοί οι Έλληνες του παντός πρώτη φορά γνώριζαν ένα τέτοιο γεγονός, ένα ολόκληρος Λαός- όλοι μαζί-
Προσεύχονταν προσβλέποντας προς τον παντοδύναμο Θεό για τη σωτηρία της Βασιλεύουσας.
Ο Κόσμος  έκανε αμέσως  άκρη για να περάσει η Αυτοκρατορική πομπή.

Μόλις πρόλαβαν να θαυμάσουν γύρω την ανείπωτη ομορφιά δεν χωρούσε ο νούς ένα τέτοιο θαύμα .
Ο Ναός με εκπληκτικό τρόπο στολισμένος προκαλούσε το θαυμασμό με τη μοναδικότητα της Ταυτοπροσωπίας του. Ήταν  φτιαγμένος με τα πιο πολύτιμα υλικά , τα είχαν φέρει απο  τις επαρχίες της Αυτοκρατορίας.   
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδειξε με υπερηφάνεια τους  εκπληκτικούς συνδυασμούς των πολύχρωμων μαρμάρων.
Οι Όλβιοι ήρωες  περπατούσαν θαμπωμένοι πάνω σ’ ένα πολύχρωμο τάπητα, φτιαγμένος από πορφυρίτες, αλάβαστρα κι ιάσπιδες αποκάλυπτε το μεγαλείο του Θεού.
 Μόνο αντικρίζοντας τα Προπύλαια και τον Παρθενώνα, είδαν  το απίστευτο άνοιγμα του Ελληνικού θαύματος , βίωσαν τη συνεχή α- συνέχεια Του,
Τώρα γνώρισαν -το Πέρασμα-  από την κλασσική Ελλάδα
στο Χριστιανικό αριστούργημα.
Η Αγία Σοφία πάμφωτη- από παντού έμπαινε το Φως-
 Υπέροχα  ψηφιδωτά σε γαλάζιο , χρυσαφένιο κι ασημένιο χρώμα αναπαριστούσαν μορφές Αγίων κι προφητών.
Όταν όλοι κάθισαν  επικράτησε σιωπή μεγάλη, 
Τότε ο Πατριάρχης Γεννάδιος έκανε την αρχή
κι αμέσως όλοι μαζί άρχισαν να ψέλνουν τον Ακάθιστο Ύμνο.

              Τη υπεραμάχω στρατηγώ τα νικητήρια
              Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια
              Αναγράφω Σοι η πόλις Σου Θεοτόκε.
              Άλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητων,
              Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
              Ίνα κράζω Σοι Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.


//////////////
Ο Σουλτάνος Μωάμεθ με την ακολουθία του επιθεώρησε καβάλα στη χιονάτη φοράδα τα τείχη, δίπλα του  οι Σπαχήδες οι πιο επίλεκτοι ιππείς ήταν  έτοιμοι να πεθάνουν γι αυτόν.
 Το αυγινό φως έδειχνε θεικό τον Μεχμέτ,  ακολουθούσε το δρόμο του Πεπρωμένου. Έπειτα είχε σειρά ο στρατός, πέρασε μπρος απ’ όλα τα στρατεύματα κουνώντας ελαφρά το χέρι. Ακολούθησαν οι ετοιμασίες της τελευταίας στιγμής λίγο πριν την τελική μάχη.
Όταν ήρθε το μεσημέρι, όλα τα στρατεύματα απ’ τον Κεράτιο ως το Μαρμαρά άπλωσαν κάτω τα χαλάκια της προσευχής σαν ένας τεράστιος τάπητας . Γονάτισαν  με πρώτο τον Σουλτάνο κι άρχισαν να προσεύχονται με το βλέμμα στραμμένο προς τη Μέκκα.
Έπειτα ο Μωάμεθ διάβασε ιερά αποσπάσματα από το Κοράνι κηρύσσοντας την Πολιορκία, μετά όλος ο στρατός φώναξε.

                      << Η Πολιορκία  άρχισε >>

Οι Γενίτσαροι στρατοπέδευσαν γύρω από την Πορφυρή σκηνή του νεαρού Παντισάχ, ακριβώς απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ήταν περίπου δέκα χιλιάδες μαζί με τους Σπαχήδες που αριθμούσαν άλλες τόσες.
Οι Τούρκοι έβαλαν το βαρύ πυροβολικό απέναντι απ’ τις κυρίως Πύλες όσες δεν είχαν τάφρο, αυτές ήταν  η Καλογρία κι η Πύλη των Βλαχερνών, η Χαρσία κι η Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
 Η μεγάλη μπομπάρδα του Ουρβανού τοποθετήθηκε αντίκρυ απ’ το Τείχος που ήταν παχύτερο στην Καλογρία Πύλη, αργότερα θα μεταφερόταν απέναντι απ’ την Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
 Τα τύμπανα του θανάτου άρχισαν να χτυπούν και από τα δυο στρατόπεδα. 

Ο υπέροχος Οδυσσέας και οι μυθικοί σύντροφοι δεν άντεχαν να περιμένουν τον Αυτοκράτορα κλεισμένοι  στο μεγάλο Παλάτι, έφυγαν βιαστικά κι έφθασαν αθέατοι μέχρι την Πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου μαινόταν ήδη ο πόλεμος.
 Συμπάσχοντες παρατηρούσαν χωρίς να μπορούν να αλλάξουν το Χρόνο και  την Ιστορία. 
Οι κύκλοι του ουρανού έπρεπε να ολοκληρώσουν την πορεία, ν’ αποκαλύψουν το πέπλο του πεπρωμένου.
 Όλα  ήταν ρευστά τον καιρό του πολέμου ξυπνώντας μιαν ακοίμητη θάλασσα, τάραζε τα σωθικά, έτοιμη να καταστρέψει τα πάντα.
 Οι πτολύπορθοι Κεφαλλήνες μια και κινούνταν χορικά  έκαναν τα περάσματα απ’ το Ένα στρατόπεδο προς το Άλλο, χωρίς να παρεμβαίνουν  ή να αλλάζουν την έκβαση


μιας μάχης. -Αυτή- ήταν η ομορφιά και η μαγεία
του  α ν ο ί γ μ α τ ο ς να αντιλαμβάνεσαι, να γνωρίζεις αλλά να μη μπορείς  να κάνεις κάτι. Εάν δεν γινόταν Αυτό έπαυε να είναι άνοιγμα  δεν υπήρχε.

Η Μεταμόρφωση με όχημα το -Αυτό- είναι μια διαρκής και αέναη μάχη με το θάνατο, ένα άνοιγμα ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ, όλα υφίστανται στο ξέφωτο του Είναι περνώντας από τα διάκενα ρήγματα του παρόντος.

Οι πολεμιστές της φωτιάς επέστρεψαν στο Παλάτι όπως έφυγαν –Αόρατοι-,  κανείς  δεν κατάλαβε τι έγινε, όταν ήταν αναγκαίο  άλλαζαν πρόσωπα  δίχως να γίνουν αντιληπτοί.
Θλίψη μεγάλη κυρίευσε την ψυχή του πολύπαθου Οδυσσέα από όσα είδε  και βγήκε μια βόλτα  να  ανασάνει λίγο. Τότε  συνάντησε  πρώτη φορά μια Ελληνίδα εκπληκτικής ωραιότητας    έμοιαζε με διάφανο κρίνο.   
Το πρόσωπό της λες και ήταν από φίλντισι μόλις διακρινόταν κάτω από το βέλος , το φορούσαν οι γυναίκες του παλατιού όταν υπήρχαν ξένοι.
Ο θεϊκός Οδυσσέας και η Ωραία κόρη κοιτάχθηκαν εκστατικά κι ένιωσαν  λες και γνωρίζονταν αιώνες, σαν να είχαν ζήσει μαζί πολλές ζωές.
Αυτός ο πλανώμενος και περιπλανώμενος, πρώτη φορά αισθάνθηκε τέτοια πληρότητα, ταξίδευε προς τα ανοιχτά πεδία του Έρωτα.
 Μέχρι τώρα οι θεές και οι θνητές  χάρισαν έκσταση κι ηδονή στο διογενή Λαερτιάδη, όχι όμως -Αυτό- το ευρύ άνοιγμα, μόνο σε μια Θεοφύλακτη Πόλη μπορούσε να γνωρίσει.


Ο αέρας γιομάτος ευωδιές ανέμιζε τα μακριά μαλλιά της Ωραίας  όταν έβγαλε το βέλο.
Η κοπέλα  φορούσε πορφυρό χιτώνα κι χρυσοκέντητο  λευκό μαντήλι, είχε καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια, θεϊκή ακτινοβολούσε όπως το φως του ήλιου. Κυριεύθηκε  από έρωτα με μιας  μες τα πράσινα τα μπλε και τα ιώδη.
Χρόνια είχε ο πολύτλας Οδυσσέας να αισθανθεί τέτοια ερωτική μαγεία, η Ιερότητα της στιγμής έκανε τα πουλιά να σταματήσουν το κελαδητό  και τα λουλούδια κράτησαν την αναπνοή. Ο Έρωτας κεραυνοβόλος διαπέρασε τις ψυχές ,
 η στιγμή  έμοιαζε με μια Αιωνιότητα.
Ο πτολύπορθος Οδυσσέας χαιρέτησε ευγενικά ρωτώντας πως τη λένε. Ελένη Παλαιολόγου απάντησε διστακτικά
Εσύ είσαι  ο περίφημος βασιλιάς της Ιθάκης.
Εάν δεν είχα ακούσει για σένα κάλλιστα θα σε περνούσα
για κάποιον Άρχοντα της Πόλης.
Έρχεσαι και φεύγεις  μεταμορφωμένος
Αποκαλύπτοντας το άνοιγμα. 
Ναι είμαι ένας ταξιδιώτης του Παντός
 ζώντας τις διαφορετικές Αναγεννήσεις 
γίνομαι ένας Άλλος, μολονότι παραμένω -Ίδιος-.
Για ΑΥΤΌ είσαι πάντα νέος ρώτησε με θαυμασμό η Ελένη,
Δεν γερνάς ποτέ μήπως κατέχεις το μυστικό της - Αιώνιας Ζωής -  ; Ίσως απάντησε ο θεϊκός Οδυσσέας 
Αυτό οφείλεται επειδή ταξιδεύω πέρα απ’ το Χρόνο.
Είμαι σε μια διαρκή μάχη με το θάνατο περνώντας  από τα διάκενα περάσματα, αυτά οδηγούν  προς το ευρύ πεδίο του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ, εκεί όλα  γεννιούνται και πεθαίνουν κάθε στιγμή .
Συνέχισε είπε με νόημα η Ελένη,
Μετά το άνοιγμά του Μεταθανάτου  είμαστε


καταδικασμένοι να ταξιδεύουμε πλανητικά σ’ ένα κόσμο  ανερμήνευτο, πρέπει διαρκώς να κατανοούμε  από την Αρχή. Ζούμε  μία Ζωή ανέγγιχτη απ’ τα εγκόσμια, πλημμυρισμένη από εξαίσια μουσική, γεμάτη υπέροχα χρώματα και ιερά τραγούδια, αυτά   λυτρώνουν τις ψυχές.
Με έξαρση ρώτησε η Ελένη
Είσαι Χριστιανός ;
Χαμογέλασε ελαφρώς ο μεγάθυμος  Οδυσσέας
Κι απάντησε με μια φωνή λες και ερχόταν απ’ τα πέρατα του κόσμου.
Είμαι ένας Μετα-χριστιανός του Χρόνου
 υπήρξα προ-χριστιανός και έζησα τους μεγάλους διωγμούς της Ρώμης.
Ύστερο- χριστιανός όταν η πίστη έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους     και κυριάρχησε σε όλο τον κόσμο.
Μετα-χριστιανός γιατί το άνοιγμα είναι μια συνεχής κατάσταση Μετα-θανάτου-  θάνατος κι Ανάσταση μαζί.
Συζητώντας έφθασαν σε μια μικρή λίμνη γεμάτη ανθώνες
Είχε πολλές κρήνες κι ρυάκια, οι ανθισμένες τριανταφυλλιές, οι πασχαλιές κι ένα δάσος από ανθισμένες κερασιές ευωδίαζαν μεθυστικά.
 Μαγεμένοι περπατούσαν πάνω   σε διαδρόμους με γαλαζωπά ψηφιδωτά, κι έβλεπαν ασταμάτητα ο Ένας τον Άλλον.
 Τότε η Ωραία  Ελένη σπρωγμένη από μια ανεξήγητη δύναμη έσκυψε και φίλησε με πάθος τον πολυμήχανο Οδυσσέα κάτω από τις ανθισμένες κερασιές .
Αυτός ξαφνιάστηκε δεν το περίμενε,
Συγκλονισμένος αισθάνθηκε τη θερμοκρασία των χειλιών της. Θα σε ξαναδώ θα σε ξαναδώ
Ψιθύρισε κι έφυγε τρέχοντας.

 ///////////////////////


                            27 ΜΑΙΟΥ 1453

Οι γενίτσαροι είχαν τεράστιο εκτόπισμα, χτυπούσαν με τόση δύναμη τους αντιπάλους ώστε αυτοί αναγκάζονταν να κάνουν πίσω πολλά μέτρα. Τα σπαθιά  άστραφταν από το φως του  ήλιου, τα χειρίζονταν τόσο επιδέξια ώστε  έσχιζαν το διάστημα μ’ ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα.
Οι  κραυγές ακούγονταν τσιριχτές όποιοι δέχονταν το θανάσιμο χτύπημα σωριάζονταν κάτω.
Πρώτοι  ανέβηκαν  στο τείχος πατώντας πάνω από τους  σωρούς των πτωμάτων, βουνά ολόκληρα σχηματίστηκαν γύρω απ’ το απάτητο κάστρο .
Αυτοί θυσιάστηκαν για να περάσουν οι Άλλοι,


Μια ατέλειωτη ωδή του Θανάτου.
 Οι  Τούρκοι βοσκοί και νομάδες της Ανατολίας
Έπεσαν πρώτοι υπό τους ήχους των τυμπάνων κραυγάζοντας ξέφρενα. Μετά ήρθε η σειρά των άτακτων, είχαν έρθει από όλες τις φυλές του κόσμου για να λεηλατήσουν και να βιάσουν.
Μετά εμφανίστηκαν κάτι περίεργοι άνθρωποι, περιφρονώντας το θάνατο, έτρεχαν  φωνάζοντας από  χαρά. Γνώριζαν πως θα πεθάνουν και πως πάνω απ’ τα πτώματα τους θα περνούσαν οι γενίτσαροι για να πατήσουν το απόρθητο τείχος.

                  - Ήταν οι γνήσιοι Τούρκοι-

            Ο ΑΥΤΟΚΡΆΤΟΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ 
            Ο ΤΕΛΕΥΤΑΊΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΣ

Καβάλα σ’ άσπρο άλογο φορούσε τα βασιλικά ρούχα, κόκκινο χιτώνα κι  είχε ριγμένο πάνω από τους  ώμους
το πράσινο μανδύα με χρυσαφένιες φιγούρες
και τα πορφυρά παπούτσια, έδινε θάρρος  λέγοντας
 προς τους πολεμιστές

                                    28 ΜΑΙΟΥ 14

  << Κρατήστε καλά -Κρατήστε καλά κι αυτή
             τη φορά και η μέρα είναι δική μας  >>

Οι γενναίοι εκείνοι άνδρες γύρισαν και τον κοίταξαν σχεδόν μέσα από τον τάφο, είχαν δώσει και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών, με το ζόρι σήκωσαν τα σπαθιά για



να πολεμήσουν.
Ξαφνικά όταν δεν το περίμενε κανείς  τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης θανάσιμα. Ακούστηκε ένας θόρυβος ξερός κι αμέσως έπεσε κάτω Αυτός ο γίγαντας λες και ήταν από χαρτί.
Οι στρατιώτες του έτρεξαν γρήγορα για να  βοηθήσουν σχηματίζοντας ένα ανθρώπινο τείχος. Ένα τεράστιο βλήμα  κτύπησε τον Πρωτοστράτορα από πίσω και άνοιξε μια μεγάλη τρύπα στην πλάτη.
 Ο  Ιουστινιάνης και οι άνδρες του με γρήγορες ματιές και λόγια κοφτά κι ενώ  το αίμα έτρεχε ακατάσχετα κατάλαβαν πως ήρθε η ώρα να αποχωρήσουν.
 Η μάχη είχε κριθεί, έπρεπε να πάνε  προς τα πλοία για να σωθούν, περίμεναν έτοιμα στο λιμάνι. Δεν  μπορούσαν να κάνουν τίποτα έχοντας τον αρχηγό τραυματισμένο. Άλλωστε  δεν ήταν πάρα μισθοφόροι, γνώριζαν πότε χάνεται μια μάχη, προείχε η ζωή τους.
 Μάταια ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να  συγκρατήσει τον Πρωτοστράτορα .
 Ο Ιουστινιάνης έφυγε  μαζί με τους συμπολεμιστές του.
Η Μάχη των μαχών βρισκόταν στην πιο μεγάλη κορύφωση από αυτήν κρινόταν το μέλλον της Πόλης αλλά και της Ιστορίας.
Όλα ήταν ρευστά και οι αντίπαλοι πολεμούσαν με λύσσα.
Ένας ψίθυρος άρχισε να ακούγεται ενώ  μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα, τον άκουσαν οι χαλκέντεροι πολεμιστές κι  κόπηκαν τα πόδια τους, οι καρδιές  σταμάτησαν να χτυπούν.

                              29 ΜΑΙΟΎ 1453



Ύστερα οι Έλληνες άρχισαν να το λένε πιο δυνατά,
Όλοι αρωτήθηκαν μήπως είναι ψέμα μέχρι που έγινε δυνατή φωνή κι ύστερα ιαχή.
Το άκουσαν και το πήραν στα χείλη  κι άρχισαν να το φωνάζουν οι μυριάδες Τούρκοι στρατιώτες ώσπου έγινε ουρανομήκης κραυγή.
Αλαλαγμός χαράς, άγρια φωνή Νίκης
 αλλά κι απέραντος ήχος συντριβής,
έγινε Κραυγή ήττας κι απελπισίας.

                  <<  ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ  >>

Ο πολυμήχανος Οδυσσέας και οι πολύτροποι σύντροφοι
 συγκλονίστηκαν μόλις το άκουσαν, οι ψυχές  λες
 και πετάχτηκαν έξω από το Σώμα.
 Ποτέ δεν άκουσαν τέτοια κραυγή,
Ποτέ δεν ένιωσαν τέτοιο δέος , τέτοια κατάρρευση,
                          
                             -Κατακυρθμεύω-

Αυτό το φοβερό αίσθημα του Τέλους
Θα επανέρχεται πάντα στη μνήμη τους.
Η κραυγή της Άλωσης μέχρι να ελευθερωθούν οι Ίδιοι
και η Πόλη μαζί

                       Λαός μου, τι εποίησά σοι
                       Λαός μου, τι εποίησά σοι

Αυτή η αποφράδα ημέρα χαράχθηκε για πάντα στην ψυχή του πολύπαθου Οδυσσέα.


 Μέχρι  να έρθει το πλήρωμα του χρόνου και να σβηστεί απ’ το άνοιγμα που φέρνει η Κάθαρση κι η  λύτρωση από τα δεσμά του παρελθόντος.
Οι Έλληνες  έβλεπαν συγκλονισμένοι τις Τουρκικές σημαίες  να κυματίζουν πάνω από την Κεκρόπορτα κι το παλάτι των Βλαχερνών. Ήταν  σαν να είχαν πεθάνει χίλιες φορές, όσοι και οι Αιώνες της Αυτοκρατορίας.
Ο Φιλέταιρος Οδυσσέας και οι καρτερικοί σύντροφοι
Είδαν το θάνατο πρόσωπο με πρόσωπο, σκοτεινό κι αβυσσαλέο  στη λάμψη των σπαθιών καθώς έκοβαν
τα κεφάλια των αντιπάλων.
Οι  γενίτσαροι  ανάλαφροι όπως ο άνεμος έτρεχαν κατά μήκος του τείχους, χτυπούσαν ανελέητα όποιον έβρισκαν μπροστά  πατώντας πάνω απ’ τα νεκρά πτώματα.

                   

Έλληνες άφησαν την Κεκρόπορτα ανοιχτή
Από κει μπήκαν οι Τούρκοι
Η μεγάλη προδοσία είχε συμβεί

Έλληνες τράβηξαν το σύρτι
Και ξεκλείδωσαν την πόρτα

Από κει μπήκαν οι γενίτσαροι
Σκορπώντας τον όλεθρο
Η μεγάλη προδοσία είχε συντελεστεί.

Μεγαλοδύναμε Κύριε
Δέξου την προσευχή μας
Συγχώρεσέ μας
103
Λαός μου τι εποίησά σοι
Τώρα μόνο ο θάνατος βασιλεύει
           Λαός μου
Ας εισακουστεί η φωνή μου.

Πρώτα σιγά – σιγά
κι έπειτα όλο και περισσότεροι άρχισαν να εγκαταλείπουν το τείχος τρέχοντας να κρυφτούν όπου βρουν.
Η μεγάλη φυγή είχε αρχίσει, οι φυγάδες  παρέσερναν κατά κύματα τους πάντες  για να γλιτώσουν.
Κανείς δεν μπορούσε να  σταματήσει τον κόσμο
Ούτε ο Κωνσταντίνος  μάταια φώναζε
να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους.

                       << ΕΆΛΩ Η ΠΌΛΙΣ >>

Απαντούσαν αυτοί απελπισμένα κι οι φωνές  ακούγονταν
Ως τα πέρατα του κόσμου,
ως ένας Άλλος χορός Τραγωδίας
Πρόλεγε τα μελλούμενα πάνω από το Σώμα μιας Πόλης
Ενώ  πέθαινε

                            << ΕΆΛΩ Η ΠΟΛΙΣ >>

Όλο και πλήθαιναν οι γενίτσαροι γύρω από τον Κωνσταντίνο, όλο και αραίωνε η φρουρά γύρω του
Ένας -ένας έφευγαν κρυφά.
Τότε ο τελευταίος Έλληνας Αυτοκράτορας είπε με σπαραγμό μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του.

<< Ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν
      την κεφαλή απ’ εμού ; >>

Αστραπιαία  πέρασε από το μυαλό του πως τη θυσία αυτή
θα ακολουθούσε μια Ανάσταση.
Τι κι αν έπεφτε μαζί του μια χιλιόχρονη Αυτοκρατορία,
η ηρωική  πράξη θα φώτιζε τους αιώνες .

Ο Παλαιολόγος κατέβηκε απ’ το άλογο ,
έβγαλε τον Αυτοκρατορικό χιτώνα
και την αλυσίδα, κι έτσι κρατώντας την ασπίδα με το ένα χέρι και  το γυμνό σπαθί με το Άλλο πολεμούσε
μπρος από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού,
 θεϊκά ωραίος κοιτούσε κατάματα το θάνατο.

Μόνος πολεμούσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος,
Πλήθαιναν οι εχθροί γύρω του, μα Αυτός ακατάβλητος
Περιφρονούσε το Χάρο χαϊδεύοντας με το βλέμμα 
Τους αντιπάλους, όμοιος με Άγγελο Παραδείσου.
Μόνος πολεμούσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
 ζούσε αγέρωχος την απέραντη μοναξιά του Θανάτου.
Στα χέρια του κρατούσε τη γη ολόκληρη,
Μόνο οι σκέψεις και τα συναισθήματα δεν
 εγκατέλειψαν το μυθικό βασιλιά .
Που και που ένας οιακισμός κεραυνού διαπερνούσε
Το μυαλό του κι είχε την αίσθηση πως
Βρισκόταν ήδη στον Παράδεισο.
Το τείχος φαινόταν πολύ μικρό και οι άνθρωποι μυρμήγκια
καθώς σκαρφάλωναν πάνω μέχρι να φθάσουν ως την κορυφή, ο κόσμος γύριζε ανάποδα.

Μια σπαθιά βρήκε τον Κωνσταντίνο κατά πρόσωπο
 και Αυτός ανταπέδωσε ρίχνοντας τον εχθρό κάτω,
μετά μια άλλη πάνω από  το στήθος
Κι όρμησε σαν λιοντάρι εναντίον όλων.


Σκότωσε αμέτρητους αλλά ήταν ολομόναχος,
Από πίσω βρήκε τον αυτοκράτορα ακόμα μια γερή,
ύστερα μια άλλη Κι έπεσε  κάτω νεκρός
Αυτός ο τελευταίος Έλληνας,
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς
Αιώνιος ο θρήνος, παντοτινά θα ακούγεται στους αιώνες.


Εάλω η Πόλη                 
Εάλω
Τούρκοι πάτησαν
Τη βασιλεύουσα

Θρηνεί ο Κωνσταντίνος

Καβάλα
σ’ άσπρο άλογο

μόνος πολεμάει
μπρος στην Πύλη
του Παραδείσου

Άγγελοι θανάτου
Έστησαν χορό
Πάνω απ’ την
Πολύπαθη Πόλη


////////////////////////

ΒΕΝΕΤΙΑ 1453  Μ.Χ

Ποιος άνδρας κάλλιστος

Ποιος από αυτούς όσους στράτευσαν να κυριεύσουν
Της Τροίας το απάτητο κάστρο
Κάνει το ταξίδι της Αιώνιας Επιστροφής.
Ποιος άνδρας άριστος, πολεμιστής του μεγάλου χρόνου έζησε την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Κι εξόριστος φυγάς κατέφυγε στη  Γαληνότατη Δημοκρατία.
Ποιος άνδρας Έλληνας ανίκητος βασιλιάς
Της Δημοκρατίας του Πανχρόνου έχει μόνο φίλους
Κι όχι υπηκόους κάνει το ταξίδι στη σκουληκότρυπα του ανοίγματος.
Ο πολύτλας Οδυσσέας, ο πολύτροπος Ελπήνορας κι όσοι Γλίτωσαν από την Άλωση της Πόλης και τη σφαγή των Τούρκων κατευθύνονταν προς το κέντρο της  πόλης, την πλατεία του Αγίου Μάρκου όπου ήταν το παλάτι των δόγηδων.
Οι εξόριστοι Έλληνες ήρθαν στη Βενετία
Για να κάνουν  μια πόλη μέσα στην πόλη
                  Τη Μέσα Βενετία

Οι πολύπαθοι Έλληνες έκαναν σαν μικρά παιδιά,
αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν δεν πίστευαν πως γλίτωσαν από τη θηριωδία των Οθωμανών πως ο εφιάλτης πήρε ένα τέλος.
Τρελάθηκαν από χαρά  όταν είδαν από μακριά το ψηλόλιγνο κωδωνοστάσιο του Αγίου Μάρκου και την περίφημη εκκλησία. Το παλάτι των δόγηδων καθρεφτιζόταν ονειρικό στην προκυμαία ενώ η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη  αντανακλούσε το φως του ήλιου στα αμέτρητα παράθυρά της.


 Η μυθική Βενετία απλωνόταν μπροστά τους με ένα μαγικό
τρόπο, αμέτρητα πλεούμενα κατέβαιναν το μεγάλο κανάλι – την πύλη του μεγαλείου-. Πλοιάρια, γόνδολες, βάρκες και καΐκια, όλα τα σκάφη της Σινιορίας ήταν γεμάτα κόσμο,
Οι βενετσιάνοι περίεργοι ήθελαν να προϋπαντήσουν να δουν από κοντά τους εξόριστους της Κωνσταντινούπολης.     
Οι  δύστυχοι Έλληνες είδαν μια πόλη ολόκληρη άνοιγε την αγκαλιά της να τους δεχθεί. Όλοι μαζί έκλαιγαν από συγκίνηση κι έκαναν το σταυρό τους δοξάζοντας τον Κύριο.
Οι βενετσιάνοι πλημμύρισαν την πλατεία, κατέλαβαν όλη την προκυμαία, συγκλονισμένοι από τα νέα χαιρετούσαν θερμά τους Έλληνες καθώς κατέβαιναν από τα πλοία φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα της πόλης.

           Κωνσταντινούπολη – Κωνσταντινούπολη  

Όλοι μαζί οι δόγηδες της Βενετίας αγκάλιασαν θερμά τον πολυμήχανο Οδυσσέα, και τον πολύμορφο Ελπήνορα και και των άλλων Ελλήνων.
Η Βενετία σας δέχεται με ανοιχτή αγκαλιά,
η Βενετία είναι η νέα σας πατρίδα
-το Άλλο Βυζάντιο-
είπε δυνατά ο δόγης Αλβίζε Μοντσένικο
η Σινιορία είναι συνέχεια του Βυζαντίου.
Έλληνες αυτοκράτορες ίδρυσαν την πόλη μας
Κανένας δεν πρόκειται να σας πειράξει,
οι Οθωμανοί είναι ο κοινός εχθρός .  
Το  Συμβούλιο των Δέκα, ο δόγης Φραντζέσκο Φόσκαρι, οι τραπεζίτες Πιζάνι, οι δόγηδες Τζιοβάνι και Ανδρέα Γκρίτι,  δούκες, κόμητες, ναύαρχοι, στρατηγοί, αριστοκράτες, όλοι οι πατρίκιοι του Κράτους της Θάλασσας- -ήταν πάνω στη μεγάλη εξέδρα.
 Μαζί τους ήταν μέσα στο άνοιγμα- τη σκουληκότρυπα του μεγάλου χρόνου, όλοι οι δόγηδες, οι αξιωματούχοι,



ναύαρχοι και στρατηγοί, κοντοτιέρι, ιππότες, στρατιές
Ολόκληρες  ναυτικοί και στρατιώτες.
Όσοι  πέθαναν δοξάζοντας τη λαμπρή πολιτεία, αόρατες
Πρώτος- μίλησε ο τελευταίος δόγης της Σερενίσιμα
ο Λουδοβίκος Μανίν  παραιτήθηκε όταν ο Ναπολέων κατέλαβε τη δημοκρατία του Αγίου Μάρκου.
Πες μας πολύτροπε Οδυσσέα
Τι έγινε στη Βασιλεύουσα, τι έκαναν οι Τούρκοι.
Τότε ο θεϊκός Οδυσσέας πήρε βαθιά ανάσα και αφού κοίταξε έναν- έναν τους αξιωματούχους, στράφηκε προς την πλατεία που ήταν γεμάτη βενετσιάνους και με βροντερή φωνή λες και διέτρεχε αιώνες φώναξε δυνατά


                           ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ
                                  ΕΑΛΩ


Οι βενετοί άκουσαν συγκλονισμένοι το νέο δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Αλώθηκε η Βασιλεύουσα, η πιο ωραία
η πιο πλούσια πόλη στον κόσμο.
Όταν συνήλθαν από την είδηση και συνειδητοποίησαν
τι έγινε, όλοι μαζί οι βενετοί φώναξαν με μια μυριόστομη κραυγή , ακούστηκε στα πέρατα της οικουμένης


                              ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ
                                    ΕΑΛΩ


Βενετσιάνοι από όλα τα διαμερίσματα-το ναό


του Σαν Τζιοβάνι στην Μπραγκιέρα, το Σαν Τζιακομέτο
στο Ριάλτο ως τη Σκουόλα Γκράντε ντι Σαν Ρόκο έτρεχαν έντρομοι με την ψυχή στο στόμα προς την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Φώναζαν σαν τρελοί, έκαναν το σταυρό τους κι έμπαιναν στις εκκλησίες να προσευχηθούν, μανάδες έψαχναν τα παιδιά τους.


Εάλω η πόλη
Εάλω


έλεγαν μεταξύ τους κι οι φωνές τους σκέπαζαν την πόλη, μια θανάσιμη κραυγή ράγιζε τις ψυχές. 
Γόνδολες, βάρκες , πλοιάρια έρχονταν γεμάτα κόσμο από το Μουράνο, την Τζουντέκα, το Σαν Λατσάρο, το Σαν Μικέλε, τη Σάντα Έλενα. Προσέρχονταν βιαστικά και πήγαιναν να συναντήσουν τους πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης για να μάθουν τι συμβαίνει.

Εάλω η Πόλη
 Εάλω

Είναιι αλήθεια πως οι Τούρκοι κυρίευσαν τη Βασιλεύουσα, ρωτούσαν συγκλονισμένοι μέσα από τα πλοιάρια, έκλαιγαν γοερά λέγοντας άραγε τι μας περιμένει,
οι Οθωμανοί θα κάνουν τα ίδια και σε μας.
Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν πένθιμα καλώντας τους βενετούς στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, είχαν έρθει οι Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη, τα νέα
δεν ήταν καλά.



Εάλω η Πόλη
Εάλω

Κανείς δεν γνώριζε κανείς δεν μπορούσε να πει τι έγινε, όλοι έτρεχαν λαχανιασμένοι προς την πλατεία του Αγίου Μάρκου να μάθουν τι έγινε.
Ήρθαν οι Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη, ήρθαν οι πρόσφυγες από τη βασιλεύουσα έλεγαν μεταξύ τους

Εάλω η Πόλη
 Εάλω

Τρέμε κόσμε, τρέμε οικουμένη
Οι Οθωμανοί θα κατακτήσουν όλη την Ευρώπη
Και θα καταστρέψουν τη Γαληνότατη Δημοκρατία.

                                 Εάλω η Πόλη
                                      Εάλω

Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε ο πολύτροπος
Οδυσσέας να ακούσουν όλοι οι βενετσιάνοι.
Όταν η μάχη βρισκόταν στο πιο κρίσιμο σημείο
και οι θανάσιμοι εχθροί Έλληνες και Τούρκοι
Πολεμούσαν λυσσαλέα,
Μια φωνή σαν ψίθυρος ακούστηκε μέσα στο πλήθος
Κι άρχισε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα . 
Όσοι το άκουσαν σταμάτησε να χτυπά η καρδιά τους,
Νόμιζαν πως ήταν ψέμα .
Το έλεγαν οι Έλληνες πιο δυνατά
Κι όταν το άκουσαν οι Τούρκοι έγινε αλαλαγμός
Άγρια φωνή ουρανομήκης κραυγή


Νίκης και Ήττας μαζί.

                     Εάλω η Πόλη
                            Εάλω

  
Η κραυγή της Άλωσης μας συγκλόνισε όλους συνέχισε
ο πολύτλας Οδυσσέας .
Είδαμε τις Τουρκικές σημαίες Να κυματίζουν πάνω
Από την Κεκρόπορτα, κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών
Και τότε καταλάβαμε.

Ούτε ο Κωνσταντίνος μπορούσε να σταματήσει
Τους φυγάδες
Η μεγάλη φυγή είχε αρχίσει
Είπε συγκλονισμένος  Ο πολύπαθος Οδυσσέας.

                       Εάλω η Πόλη
                           Εάλω

Φώναζαν οι Έλληνες Τρέχοντας έντρομοι
Μόνος απόμεινε ο Κωνσταντίνος
Αραίωνε κρυφά η φρουρά γύρω του
Κι ο Τελευταίος Αυτοκράτορας φώναξε με σπαραγμό.

Ουκ έστι τις των Χριστιανών
Του λαβείν την κεφαλήν εμού ;

Κατέβηκε από το άλογο έβγαλε το χιτώνα
Και με γυμνό σπαθί πολεμούσε μόνος,
Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού βλέποντας κατάματα


Το θάνατο.
Τόσο ωραίος όμοιος με άγγελο του παραδείσου.
Πολεμούσε σαν λιοντάρι
Σκοτώνοντας αμέτρητους Τούρκους.
Δέχθηκε μια σπαθιά από πίσω
Ύστερα μια άλλη κι έπειτα έπεσε κάτω νεκρός.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο τελευταίος αυτοκράτορας
Πολεμούσε μόνος καβάλα σ’ άσπρο άλογο
Μπροστά στην πύλη Του Παραδείσου.

Πέθανε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος φώναξαν
Οι βενετοί όλοι μαζί ο τελευταίος αυτοκράτορας,
Οι Τούρκοι πάτησαν τη βασιλεύουσα.

Βενετία η αφροφιλημένη, γεννήθηκες από τον παφλασμό των κυμάτων. Πανέμορφη με αμέτρητα κάλλη, μεγαλειώδης όταν φυσάει ο βοριάς που έρχεται από τα βουνά, εκθαμβωτική όταν ο φλοίσβος των κυμάτων σκάει μπρος τα υπέροχα παλάτια.
Τα νερά της πόλης των Δόγηδων είπε ειρωνικά ο πολύμορφος  Οδυσσέας θα αποκαλύψουν τα κρυμμένα μυστικά της. Κάπου υπάρχει καλά φυλαγμένο το μυστικό του ανοίγματος, ο Κώδικας του ανοίγματος,
Αυτό πρέπει να βρούμε.
Ίσως έτσι λύσουμε το μυστήριο της Δημιουργίας του κόσμου συμπλήρωσε ο θεϊκός Ελπήνορας.

Συγκλονίστηκε ο πτολύπορθος Οδυσσέας
όταν αντίκρισε την Ωραία Ελένη.
Πανέμορφη ολόιδια η θεά Αφροδίτη 
Ωραία Ελένη έρχεσαι απρόσκλητα όπως ο έρωτας


όταν δεν το περιμένεις είπε ο πολύτροπος Οδυσσέας.
Είσαι το Ίδιο ωραία όπως σε γνώρισα
Στο παλάτι του Μενέλαου πριν από αιώνες,
το Ίδιο εκτυφλωτική παρά τις αέναες Αναγεννήσεις.
Γνωρίζεις βέβαια τον υπέροχο Ελπήνορα
Παιδικό φίλο από την Ιθάκη,  μεγαλώσαμε μαζί.
Τι θεϊκή ομορφιά, μοιάζει με την Ελένη της Σπάρτης
Είπε ο ωραίος Ελπήνορας, θαμπωμένος από την ομορφιά
Η πολύτροπη Ελένη χαμογέλασε χαρούμενα
κι είπε χαρούμενη κοιτάζοντας κατάματα
τον πολυμήχανο Οδυσσέα.     
Υπέροχε Ελπήνορα
Είναι εύνοια της τύχης να συναντήσω από κοντά
έναν πολεμιστή του φωτός , έναν ταξιδιώτη του μεγάλου χρόνου.
Ευχαριστώ- ευχαριστώ
Απάντησε ικανοποιημένος ο αθώος Ελπήνορας.
Γύρω βασίλευε η νοτισμένη υγρασία της Βενετίας.
Ο  πολυπενθής Οδυσσέας, η Ωραία Ελένη, η γλυκιά Ελισάβετ και ο πολύνοστος Ελπήνορας περπατούσαν γρήγορα στην προκυμαία προσπερνώντας την Πιατσάλε Ρόμα.     
Πάμε στο Βένετο είπε η Ελένη εντελώς ξαφνικά, έχουμε εκεί εξοχική κατοικία είναι πολύ ωραία αυτή την εποχή.
Το  παλάτι των Δόγηδων είπε ο πολυθαρσείς Ελπήνορας,
είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου.
Η Άλλη- Βενετία με τα εμπορικά πλοία γεμάτα εμπορεύματα να κατευθύνονται προς το λιμάνι έδειχνε πως η μυθική πολιτεία εργαζόταν Νύχτα – Μέρα -ακούραστα. Οι εργάτες με σηκωμένους τους γερανούς περίμεναν να ξεφορτώσουν τα πολύτιμα φορτία.
Οι μύλοι στο νησί Τζουντέκα άλεθαν το στάρι , ερχόταν


από το πέρατα της οικουμένης , τρομαχτικά ψηλοί σαν απόρθητα φρούρια άλεθαν τα όνειρα της αυτοκρατορίας.
Θεϊκέ Οδυσσέα αισθάνομαι υπέροχα όταν βρίσκομαι μαζί σου αλλά είναι επικίνδυνο , αύριο όλη η Βενετία θα μιλάει για μας. Κανείς  δεν θα πει τίποτα – καλά έκανες
Ένας ερωτευμένος είμαι, ήθελα απεγνωσμένα να σε δω.
Κοκκίνισε ολόκληρη η Ελένη, μπροστά στον Ελπήνορα πρόδιδε το μεγάλο τους μυστικό,
Η φίλη της η Ελισάβετ έκανε πως δεν άκουγε.
Σκιάχτηκε η ψυχή του πολυμήχανου Οδυσσέα όταν είδε
 πόσο ωραίο ήταν το σώμα της καθώς διαγραφόταν καλλίγραμμο κάτω από το διάφανο ρούχο.
Πολύφρων Οδυσσέα κανείς δεν πρέπει να μάθει το μυστικό μαςείπε η πολύτροπη Ελένη.
Ο διογενής Λαερτιάδης έπιασε το χέρι της και το φίλησε τρυφερά λέγοντας , κανείς δεν πρόκειται να μάθει τίποτα μη φοβάσαι.
Υπέροχε Οδυσσέα είναι η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μου
Απάντησε η πολύμορφη Ελένη και το φίλησε τρυφερά κοιτάζοντας συγχρόνως μήπως έβλεπε κανείς .
Το πρόσωπο της θεϊκής Ελένης έλαμπε από έρωτα, η αγαλμάτινη ομορφιά της μέσα στο φως της βενετσιάνικής διαφάνειας αποκάλυπτε τα κινήματα της ψυχής.
Εκστασιάστηκε ο πολύμητις Οδυσσέας
Δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη, μόνο έσκυψε
Και την αγκάλιασε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
Κι οι δυο κοιτάχτηκαν στα μάτια ταξιδεύοντας
Ο Ένας στην ψυχή του Άλλου,
Χαμογελούσαν – χαμογελούσαν ευτυχισμένα
Κι ήταν σαν να ανακάλυπταν τα μυστικά του κόσμου.
Ο αστόχαστος Ελπήνορας είχε έναν τρόπο να διακόπτει,


να γίνεται αδιάκριτος ήταν παρομοιώδης.
Ωραία Ελένη
Τι γνωρίζεις, τι έχεις ακούσει
Για αυτή τη Μυστική Εταιρεία , εδρεύει στη Βενετία
Και κρατάει καλά φυλαγμένο ένα εφτασφράγιστο μυστικό.
Εσύ σαν γνήσια βενετσάνα ίσως έχεις κάτι να πεις
Ίσως κάτι να γνωρίζεις .
Ανυπόμονε Ελπήνορα
Ρωτάς τόσο επιτακτικά λες και ξέρω το μυστικό της Εταιρείας, μάθε πως παρόλα όσα λέγονται και ακούγονται
Κανένας δεν ξέρει τίποτα και κανέναν.
Ο πατέρας σου ο δόγης Φραντζέσκο Φόσκαρι ίσως γνωρίζει κάτι πρέπει να μας το πεις..
Γιατί το λες αυτό  πολύπαθε Ελπήνορα
Ρώτησε απορημένη η συνετή Ελένη.
Είμαι σίγουρος πως είσαι κι εσύ μέλος
Αυτής της μυστική Εταιρείας η οποία κυβερνάει τη Βενετία,
Αν σε ρωτήσω πάλι δεν θα μου πεις.
Τώρα πως σου ήρθε αυτό
Απάντησε η καρτερική Ελένη χαμογελώντας ενοχλημένη.
Μάθε λοιπόν πως είμαι αντίθετη σε κάθε είδους εταιρείες
 συσκέπτονται συνωμοτικά και θέλουν να κυβερνήσουν
 τον κόσμο. Να διαμορφώσουν συνειδήσεις και να επιβάλλουν ιδεολογίες, Θρησκείες κι οτιδήποτε άλλο.
Οι εραστές πρέπει να είναι το Ίδιο ερωτευμένοι και να λένε
Μεταξύ τους την αλήθεια , να μην υπάρχουν μυστικά και ψέματα .
Γιε του Λαέρτη , αρχοντογένητε Οδυσσέα
Τι πρέπει να κάνω για να με πιστέψεις
 θέλεις να ορκιστώ πως δεν έχω καμιά σχέση με την Εταιρεία Του Συν – Πλην- Απείρου- .
Έκπληκτος απάντησε ο πολύπαθος Οδυσσέας


Μέσα από τα πικραμένα σπλάχνα .
Έλα τώρα μη μου πεις πως από περιέργεια και μόνο
Δεν προσπάθησες να μάθεις τι συμβαίνει.
Αισθάνομαι άσχημα μονολόγησε η συνετή Ελένη.
Συμμετέχουν επιφανείς Βενετοί, σπουδαίοι ξένοι
όσοι επισκέπτονται την πόλη και το συμβούλιο των Δέκα. 
Όλοι μαζί συζητούν τα μεγάλα προβλήματα
 της ανθρωπότητας , πως θα είναι ο Νέος Άνθρωπος είναι
εξίσου παλαιός όσο και διαφορετικός.
Τότε ο θείος Οδυσσέας Χαρούμενος από ότι άκουσε
Γύρισε και είπε στην Ωραία Ελένη.
Το ταξίδι  κρατάει μια αιωνιότητα και μια μέρα,
Τόσο ώστε γεννιόμαστε και πεθαίνουμε άπειρες φορές.
Ο Πλανητικός Νόστος είναι το άνοιγμα,
Μια ζωή παλεύουμε με τα κύματα του Πανχρόνου.
Είμαστε πολεμιστές του φωτός συμπλήρωσε με ένταση
ο ΕλπήνοραςΦορείς μιας Άλλης Μνημοσύνης , ωραία Ελένη μην αντιστέκεσαι πρέπει να μας φέρεις σε επαφή.
 Αφήνοντας πίσω τη Βενετία, ο ήλιος φώτισε πιο πολύ, οι στρατιές των τρελών ανέμων έκαναν να αισθανθούν έντονα τη θάλασσα .

Η Ωραία Ελένη χόρευε γυμνή στο βασιλικό δωμάτιο,
Το διάφανο σώμα  φώτιζε το διάστημα ενώ η σκιά της γινόταν τεράστια όταν πλησίαζε τη ρόδινη φωτιά που
έκαιγε δυνατή στο τζάκι . Έξω η βροχή κι ο αέρας έπαιζαν την γλυκιά μελωδία των ερωτευμένων.
Ήρθες αγαπημένε μου
Άργησες, ψιθύρισε η πολύτροπη Ελένη  όταν είδε το θεϊκό Οδυσσέα να πλησιάζει χαμογελώντας.
Μόλις τώρα μπόρεσα να γλιτώσω από το φλύαρο Ελπήνορα, με έβαλε να διηγηθώ την ιστορία της ζωής μου


Απάντησε ο πολύμητις Οδυσσέας.
Οι μυθικοί εραστές άρχισαν να βυθίζονται στη γλυκιά ηδονή κρατώντας ο ένας τα δάκτυλα του άλλου.
Κάτω στο σαλόνι, το πλήθος των θνητών περίμεναν ανυπόμονα να κατεβούν ενώ  η ορχήστρα του περίφημου Αντόνιο Βιβάλντι κούρδιζε τα όργανα.
Ήταν η πρώτη παρουσίαση των-Τεσσάρων Εποχών
Κι όλοι περίμεναν με αγωνία να ακούσουν το νέο έργο του μουσουργού.
Η Ωραία Ελένη κρύφθηκε στην αγκαλιά του μη χαθεί η μαγεία, η νύχτα των παθιασμένων εραστών έμοιαζε ατελείωτη.
Φιλήθηκαν με πάθος, οι τρελοί εραστές και τα σώματά τους παρέλυσαν κεραυνοβολημένα.
Τι είναι Αυτό – τι συμβαίνει με σένα, δεν μπορώ να αντισταθώ καθόλου είπε ψιθυριστά η Ωραία Ελένη,
κι αφέθηκε να αγαπηθεί ολοκληρωτικά μέχρι θανάτου.
Ο πολύτροπος Οδυσσέας παραδόθηκε στη θεϊκή ομορφιά της κι είπε.
Αγάπη μου
Είμαι παντοτινά δικός σου.
Κοίταξέ με στα μάτια, θέλω να δεις 
ότι αισθάνομαι, ένας ερωτευμένος είμαι,
δεν ζήτησα τίποτα
και τιμωρήθηκα με τον ανείπωτο έρωτα,
Ο χρόνος φεύγει χάνεται αύριο είναι μια διαφορετική μέρα.
Οι δυο εραστές αφέθηκαν στη δίνη του έρωτα με  πάθος,
Πέρασαν στη χώρα της Λήθης για να επανέλθουν
ως Άλλοι. 
Κάτω στη μεγάλη σάλα η ορχήστρα  του Αντόνιο Βιβάλντι,
 Οι νεαροί μαθητές του από το Οσπεντάλε ντελα Πιετά


άρχισαν να παίζουν τις  -Τέσσερις Εποχές-.
Οι καλεσμένοι της Ωραίας Ελένης άκουγαν συνεπαρμένοι,  κανείς δεν πρόσεξε, κανείς δεν έδωσε σημασία στην απουσία της θεϊκής Ελένης και του πολύτροπου Οδυσσέα.

Στο Βένετο
Ξημέρωνε νωρίς και βράδιαζε αργά,
Η μυρωδιά των οργωμένων χωραφιών έβγαινε από τα έγκατα της γης. Τα λιβάδια ήταν γεμάτα άλογα, αγελάδες, πτηνά ενώ  έβοσκαν ήρεμα. Μόνο το καμπαναριό της εκκλησίας ξεχώριζε στον ορίζοντα. Όλα τα άλλα ήταν πνιγμένα στο πράσινο. Ο ουρανός μόλις φαινόταν
Ανάμεσα από τα ξέφωτα. Το μουρμουρητό των ρυακιών φούσκωνε και ξεφούσκωνε ανάλογα με τη βροχή.

Οι γονδολιέρηδες με περίτεχνες ενέργειες έκαναν μανούβρες στις γόνδολες. Έφερναν τα σκάφη δίπλα στη   μικρή αποβάθρα του Μπατσίνο Ορσεόλο εκεί όπου φαινομενικά δεν υπήρχε καθόλου χώρος.   Γρήγορα – γρήγορα μπείτε μέσα είπε ο Βησσαρίωνας ο σεβάσμιος αδερφός. Η Άννα Παλαιολογίνα είναι μια αυτοκράτειρα, μας περιμένει, δεν είναι φρόνιμο να αργήσουμε. Ο πατέρας της ο μεγάλος αρχιδούκας, ο Λουκάς Νοταράς προόριζε την Άννα για γυναίκα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα. Μαζί του κάθισαν οι Ιθακήσιοι, ο πολύτλας Οδυσσέας, ο γιος του Ιθακήσιος κι ο εγγονός του ο Μιχαήλ Άγγελος. Λίγο πριν περνώντας από τη σκεπαστή Αψίδα ενώ βγαίναμε από την πλατεία του Αγίου Μάρκου είπες κάτι αινιγματικό, απόψε θα γίνει η μεγαλύτερη αποκάλυψη, το εννοούσες σεβάσμιε Καρδινάλιε .Μη βιάζεσαι θεϊκέ Οδυσσέα,
///////////////