Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ- ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ-ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ-ΕΑΛΩ-ΜΥΘΙΣΤΡΟΡΗΜΑ




ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΕΣΗΣ
ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
ΕΑΛΩ η Η ΠΟΛΗ
ΕΑΛΩ

Ρωμαϊκή ραψωδία
βυζαντινή ραψωδία
ΜΥΘΙΣΤΡΟΡΗΜΑ
1

ΡΩΜΑΪΚΉ ΡΑΨΩΔΙΑ
Μόλις ο Νέρωνας κι η συνοδεία του έφθασαν γρήγορα κατευθύνθηκαν προς το αυτοκρατορικό θεωρείο, ένας ψίθυρος έκανε το γύρω του Αμφιθεάτρου κι αμέσως όλοι ξέσπασαν σε ζωηρά χειροκροτήματα.
Ο Βασιλιάς Ήλιος προσέφερε << άρτον και θεάματα >> δωρεάν κρασί και ατέλειωτες γιορτές. Ο λαός γλεντούσε και μεθούσε από το πρωί ως το βράδυ. Οι Ρωμαίοι χαίρονταν γιατί είχαν τέτοιο Αυτοκράτορα, ζούσαν την ευτυχισμένη εποχή του Νέρωνα. Ο Νέρων Κλαύδιος Δρούσος Γερμανικός, ο Απόλλων κι ο Ήλιος μαζί, ποιητής, ηθοποιός, κιθαρωδός ΚΙ πεχλιβάνης αιμομίχτης, αδελφοκτόνος ΚΙ μητροκτόνος εγινε το θηρίο της Αποκαλύψεως. Με καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια, χοντρό λαιμό και μεγάλη κοιλιά είχε μέτριο ανάστημα με φακίδες στο πρόσωπο, ήταν βρώμικος, ξετσίπωτος, σκληρός κι ανήθικος, ανέμελος κι σπάταλος. Μόλις οι Πραιτοριανοί πήραν θέσεις γύρω από τον αυτοκράτορα ξέσπασαν φωνές εναντίον τους κι έντονες αποδοκιμασίες, αμέσως ο Νέρωνας διέταξε ν 'αποσυρθούν. Ήταν τόσο αγαπητός ώστε δεν είχε ανάγκη προστασίας, εξάλλου ο λαός της Ρώμης έπρεπε να μάθει να κάνει σωστή χρήση της ελευθερίας, έτσι όταν ο αυτοκράτορας έκανε νόημα με το χέρι έφυγαν όλοι. Τότε η ορχήστρα άρχισε να παίζει δυνατά με τις σάλπιγγες και τα κύμβαλα, τους ζουρνάδες και τα τύμπανα αναγγέλλοντας την έναρξη των αγώνων. Η Αρένα γέμισε με τίγρης και λιοντάρια καθώς έτρεχαν κυνηγημένα δεξιά και αριστερά, ένας νεαρός νέγρος από τη Νουδία εμφανίστηκε από το πουθενά. Χτυπώντας το μαστίγιο, προσπαθούσε να τιθασεύσει τα θηρία, οι φωνές τρόμαξαν τα ζώα, αγρίεψαν κι άρχισαν να γίνονται επιθετικά με τον κόσμο.













Μάταια ο νεαρός προσπαθούσε με διάφορα τεχνάσματα να ηρεμήσει τα θηρία, αυτά αγριεμένα κινήθηκαν εναντίον του. Οι σκλάβοι των υπόστεγων παρακολουθούσαν με προσοχή κι κινήθηκαν ακαριαία. Τοποθέτησαν μεγάλες φωτιές στην αρένα, έτοιμες από πριν για να τις δουν τα ζώα και να ηρεμήσουν. Μετά με τέχνη έσπρωχναν τα θηρία σε μεγάλα κλουβιά κλείνοντας γρήγορα τις πόρτες. Ο Νουδιανός μόλις γλίτωσε, χοροπηδούσε από χαρά ενώ οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Κόσμος της Ρώμης προτιμούσε το Αμφιθέατρο για να δει αίμα ζεστό να τρέχει στην Αρένα, σπασμένα κεφάλια με τα μυαλά πεταμένα πάνω από το στίβο και τα κάγκελα. Ήθελε θηριομαχίες και μονομαχίες, οι Ρωμαίοι οργάνωναν με μαεστρία τους αγώνες. Οι δουλέμποροι μονομαχοτρόφοι κέρδιζαν πολλά λεφτά πουλώντας ή νοικιάζοντας μονομάχους σε θεατρικούς επιχειρηματίες. 'όσους ήξεραν, το μεγάλο μακελειό γινόταν έξω από τη Ρώμη, σ' Γι ένα στρατόπεδο όπου οι μονομάχοι γυμνάζονταν μεταξύ τους, εκεί επιβίωναν οι καλύτεροι, οι υπόλοιποι πέθαιναν κάνοντας άσκηση. Εκπαιδευμένοι υπάλληλοι καθάρισαν πολύ γρήγορα την Αρένα, έπειτα άνοιξαν τις μεγάλες καταπακτές κι αμόλησαν άγρια ​​θηρία, αμέσως άρχισαν να κατασπαράζονται. Λιοντάρια πολεμούσαν με τίγρηεις, ύαινες Άλληλο- ξεσχίζονταν με πάνθηρες, ρινόκεροι έκαναν επίθεση σε άγρια ​​βουβάλια. Όταν η σφαγή έγινε πιο άγρια, θηριομάχοι πάνω σε άλογα ή ελέφαντες μπήκαν μέσα κι άρχισαν να σκοτώνουν ασύστολα όσα θηρία έμειναν ζωντανά. Η αποθέωση του θανάτου που έγινε θέαμα ήταν όταν έριξαν ανθρώπους μες την αρένα. Οι καρτερικοί Έλληνες παρακολούθησαν συγκλονισμένοι το έγκλημα, πουθενά δεν συνάντησαν κάτι παρόμοιο, ήθελαν όμως να το δουν μέχρι τέλος.







Οι καταδικασμένοι σε θάνατο οι << abbestiam damnati >>
ήταν δούλοι ή ξένοι κι είχαν καταδικαστεί από τα δικαστήρια γι ασήμαντο αφορμή, ή πάλι αιχμάλωτοι πολέμου όσους έφερναν οι νικητές στρατηγοί κατά χιλιάδες.
Οι απάνθρωποι Ρωμαίοι έριχναν στα θηρία τους ταπεινούς και καταφρονεμένους επειδή θεωρούσαν πως δεν είχαν πολιτική υπόσταση. Καμιά φορά έστελναν στην κονίστρα και πολιτικούς αντιπάλους, Πατρίκιοι, Συγκλητικοί και άλλοι αξιωματούχοι είχαν την τιμητική.
Τα θηρία αγριεμένα κινήθηκαν κατά των ανθρώπων και κατασπάραζαν τις σάρκες, οι δύστυχοι μάταια εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Το πλήθος ζητωκραύγαζε θριαμβικά γελώντας με την τύχη τόσων αθώων.
Όλοι μαζί, ΟΙ θεατές -εν χορό- εκστασιασμένοι ΑΠΌ ΤΗ Θέα ΤΟΥ αίματος ζητούσαν ΚΙ Άλλο Αίμα ΚΙ Άλλο ΘΕΑΜΑ. Ακολούθησε ένα μεγάλο διάλειμμα, Αυτοκρατορικοί υπάλληλοι πέταξαν δωρεάν ψωμί στη πλέμπα της Ρώμης μέσα από μεγάλα κοφίνια. Οι θεατές σπρώχνονταν με δύναμη κι έπεφταν ο Ένας πάνω απ 'τον Άλλον, ποιος θα πρωτοπάρει ένα κομμάτι ψωμί. Εδώ μορφώνονταν πολιτικά, καλλιεργούσαν το αισθητικό και ηθικό κριτήριο των Ρωμαίων για αιώνες. Οι ήχοι απ 'τις σάλπιγγες προειδοποίησαν ότι οι αγώνες άρχιζαν πάλι, Οι μονομάχοι γέμισαν την Κονίστρα, άοπλοι έκαναν διάφορες ασκήσεις και παιχνίδια, πειράζονταν και συζητούσαν φιλικά αδιαφορώντας φαινομενικά για το μέλλον .





Όταν ο Αυτοκράτορας έδωσε το σύνθημα αποσύρθηκαν σε ιδιαίτερους χώρους αναμονής, περιμένοντας με ποια σειρά θα κληρωθούν για να μονομαχήσουν. Τα ζευγάρια των Μονομάχων έβγαιναν έξω κι έκαναν το γύρω της Κονίστρας έχοντας τα ξίφη παρατεταμένα ψηλά, για να δουν οι θεατές πόσο ακονισμένα είναι. Φθάνοντας μπρος από την αυτοκρατορική εξέδρα φώναζαν.
Ave Caesar
Morituti te salutant
Mια μεγάλη ανατριχίλα κυρίευσε την ψυχή του πολύπαθου Οδυσσέα και των καρτερικών συντρόφων, ένιωσαν τόσο κοντά το θάνατο ώστε θέλησαν να τον εξημερώσουν. Λίγες φορές συνάντησαν τόσο γενναίους άνδρες, αψηφούσαν αλόγιστα τα πάντα.
Ο θάνατος του Άλλου ήταν- η ζωή τους, παρέμεναν ζωντανοί μονο όταν κατόρθωναν ΝΑ σκοτώσουν ΤΟΝ αντίπαλο. Πολλά ζευγάρια μονομάχησαν ικανοποιώντας τη δίψα των θεατών για αίμα, ώσπου έμειναν οι δυο καλύτεροι μονομάχοι της Αυτοκρατορίας. Ο πρώτος ήταν ένας θηριώδης άνδρας από την Παρθία με το ψευδώνυμο Ατρόμητος κι ο απελεύθερος Ιούλιος αν και μπορούσε να είχε παρατήσει τους αγώνες, μονομαχούσε ακόμη για τη δόξα και το χρήμα. Και οι δυο παρουσιάστηκαν μαζί μπρος απ 'τον Αυτοκράτορα κάνοντας μια μεγάλη υπόκλιση ενώ το πλήθος παραληρούσε. Στην αρχή αγωνίζονταν συγκρατημένα ώσπου ο αγώνας έγινε ανελέητος.





Αν και μονομάχησαν πολύ ώρα τίποτα δεν έδειχνε για το ποιος θα είναι ο νικητής. Ο Ένας χτυπούσε τον Άλλον αλύπητα κάτω από τον καυτό ήλιο και τα κορμιά γυάλιζαν από τον ιδρώτα. Κάποια στιγμή ο Ιούλιος παραπάτησε λίγο κι έπεσε κάτω, γρήγορα ο Ατρόμητος έριξε πάνω του ένα δίχτυ από λινάρι. Είχε βαρίδια γύρω από τις άκρες κι μετά με την τρίαινα και το τριγωνικό μαχαίρι προσπάθησε να τον ακινητοποιήσει. Ο Ιούλιος είχε χαραγμένο ένα ψάρι στη μετώπη της περικεφαλαίας, αντιστάθηκε λυσσαλέα προβάλλοντας την τετράγωνη ασπίδα του και με το μαχαίρι που κρατούσε με το άλλο χέρι, προσπάθησε να κόψει το δίχτυ. Το πλήθος σηκώθηκε όρθιο απ 'την αγωνία, πότε φώναζε υπέρ του ενός και πότε υπέρ του άλλου όταν είδε τον Ιούλιο να σέρνεται και να κυλιέται απελπισμένα πολεμώντας για τη ζωή του. Ο Ατρόμητος περιέπαιζε τον Ιούλιο λέγοντας. Γιατί μου ξεφεύγεις Γαλάτη? Εγώ Θέλω ΝΑ πιάσω ΕΣΕΝΑ ΚΙ Όχι ΤΟ Ψάρι προκαλώντας γέλια ΤΑ ΤΟΥ Κόσμου. Ο Ατρόμητος στρίμωξε γερά τον απελεύθερο βάζοντας την τρίαινα γύρω από το λαιμό του, γονάτισε από πάνω κρατώντας με το άλλο χέρι το μαχαίρι, έτοιμος να δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Περίμενε μόνο το σύνθημα των θεατών κοιτάζοντας ψηλά προς τις κερκίδες. Τότε ο Ιούλιος νικημένος ολοκληρωτικά ζήτησε να του χαριστεί η ζωή, σήκωσε ψηλά το χέρι με τεταμένο το δείκτη. Οι θεατές ήταν εκστασιασμένοι από την εξουσία, η ζωή του Μονομάχου εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτούς. Για λίγο έμειναν μετέωροι, δίσταζαν να αποφασίσουν τι θα κάνουν, μια θανάσιμη Σιωπή απλώθηκε σ 'όλο το Αμφιθέατρο δεν ακουγόταν Τίποτα παρά μόνο οι ανάσες των θεατών, όλα κρέμονταν από μια κλωστή.












Εντελώς απρόσμενα,
κάποιοι ΑΠΌ ΤΑ Πάνω διαζώματα ύψωσαν ΤΑ δάκτυλα φωνάζοντας Δυνατά - μ ί σ σ ο υ μ -. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν ψηλά για να δουν ποιοι χάριζαν τη ζωή σ 'ένα Μονομάχο, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για τους Ρωμαίους αλλά δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτα. Τότε σαν από θαύμα οι θεατές σήκωσαν ψηλά τα δάκτυλα χαρίζοντας τη ζωή στον Ιούλιο. Μόνο οι σύντροφοι είδαν τον πολυμήχανο Οδυσσέα να τρέχει σκυφτός και τότε κατάλαβαν ποιος φώναξε -μίσσουμ-. Μέχρι οι δούλοι να ετοιμάσουν την αρένα για τον επόμενο αγώνα, οι Ρωμαίοι μπόρεσαν να πάρουν μια ανάσα, έμειναν συγκλονισμένοι απ 'τη μονομαχία. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να συνέλθουν όταν με διαταγή του Αυτοκράτορα, ο επόπτης έκανε σήμα ν 'αρχίσει το επόμενο αγώνισμα. Οι περίφημοι αρματοδρόμοι της Συρίας εμφανίστηκαν στο στίβο, τρέχοντας δαιμονισμένα έκαναν το γύρω της Κονίστρας. Το πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές ενώ καμιά τριανταριά μονομάχοι μπήκαν από την ανατολική είσοδο με αρχηγό τον Βαλέριο Μάξιμο. Ο Ρωμαίος στρατηγός καθαιρέθηκε από τον Νέρωνα για ανυπακοή, πουλήθηκε σκλάβος στα παζάρια της Ανατολής κι επέστρεψε Μονομάχος στη Ρώμη. Σαν γνήσιος ρωμαίος ήθελε να πάρει εκδίκηση για την αδικία για ότι κακό του έκαναν. Αμέσως οι άνδρες του Βαλέριου μαζεύτηκαν γύρω από τον εαυτό τους βάζοντας τις τεράστιες ασπίδες μπροστά για προστασία. Οι αρματοδρόμοι μαζί με τους ιππείς άρχισαν να κάνουν κύκλους γύρω από τους Μονομάχους ρίχνοντας με μανία ακόντια και θανατηφόρα βέλη.









Αμύνονταν γενναία ο Βαλέριος κι οι άνδρες του,
αντιστέκονταν στην ολική επίθεση των εχθρών.
ΕΝΑ Άλλο σμήνος Μονομάχων επιτέθηκε ΜΕ ορμή έχοντας σκοπό ΝΑ πολυακουσμένα εξοντώσουν. Άρχισαν να πολεμούν Σώμα με Σώμα εναντίον πολυαριθμότερων αντιπάλων, η μάχη έγινε ανελέητη, άνιση, αλλά οι λεγεωνάριοι μάχονταν ατρόμητοι.

Το θέαμα ήταν φρικιαστικό,
Ακέφαλα σώματα προχωρούσαν σαν τυφλά κι έπειτα σωριάζονταν κάτω. Οι μονομάχοι ξεκοιλιασμένοι σέρνονταν με τα εντόσθια πεταμένα έξω πάνω από το χώμα, μάταια ζητούσαν βοήθεια εκλιπαρώντας να τους σκοτώσουν.
Υπήρχαν χέρια κομμένα καταγής, ακούγονταν βογκητά κι οι άγριες φωνές όσων πολεμούσαν ακόμα. Ένα απίστευτο μακελειό συντελούνταν μπρος τα μάτια των θεατών.
Ο πτολύπορθος Οδυσσέας και οι πολύστονοι εταίροι έγιναν μάρτυρες ενός φρικιαστικού θεάματος. Η μάχη συνεχιζόταν ακόμα αλλά οι επιτιθέμενοι είχαν μεγάλες απώλειες γι αυτό αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν ντροπιασμένοι.
Στην Κονίστρα έμειναν μόνο ο Βαλέριος Μάξιμος κι όσοι άνδρες απέμειναν εξουθενωμένοι από τη μάχη.
Το πλήθος αποθέωσε όρθιο τους μονομάχους,
Ζήτω κραύγαζαν ενθουσιασμένοι Υπέρ ΤΟΥ Ρωμαίου Στρατηγού ΚΙ Των ατρόμητων λεγεωνάριων. Μετά απ 'Αυτό το φονικό, όλοι ήθελαν λίγο χρόνο να συνέλθουν. Οι δούλοι με τα καρότσια, τα φτυάρια και με τσουγκράνες μπήκαν για να καθαρίσουν την Αρένα απ 'τα συντρίμμια, τα πτώματα κι ότι άλλο απόμεινε από τη μάχη.


Κατάβρεξαν το στίβο με νερό για να καθίσει η σκόνη, έπειτα με ειδικές σβάρνες που τις έσερναν άλογα έστρωσαν την άμμο στον αγωνιστικού χώρου.
Όλα ήταν έτοιμα για την επόμενη πράξη του δράματος,
Αμέτρητοι σκλάβοι κι υπάλληλοι του αμφιθεάτρου άρχισαν να στήνουν πασσάλους στην Κονίστρα. Μετά κατά χιλιάδες έσερναν τους Χριστιανούς και έδεναν πισθάγκωνα πάνω τους δύστυχους.
Κυκλοφορούσε μια περίεργη φήμη πως ήταν φοβεροί εγκληματίες και πως έτρωγαν τα παιδιά. Έλεγαν ότι συναντιόνταν κρυφά σε απομακρυσμένα σπίτια κι επιδίδονταν σε όργια κι αιμομιξίες.
Οι βασανιστές άρχισαν να χτυπούν αλύπητα με μαστίγια τα γυμνά σώματα κι αυτοί οι κακότυχοι υπέμειναν καρτερικά τα πάνδεινα. Οι Ρωμαίοι με αγωνία περίμεναν τη συνέχεια γιατί το θέαμα άρχισε να γίνεται βαρετό, έως ότου κάποιος σαν αιλουροειδές πήδηξε μες την αρένα φορώντας το δέρμα άγριου ζώου με μάσκα πάνω από το κεφάλι. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας αυτοπροσώπως όρμησε εναντίον Των Χριστιανών ΚΙ άρχισε ΝΑ κατασπαράζει ΚΑΙ ΝΑ βιάζει Άνδρες ΚΑΙ Γυναίκες Μαζί. Ακολούθησε ένα άλλο θηρίο μεταμφιεσμένο, ένας θηριώδης μονομάχος , ο απελεύθερος Δορυφόρος, ο άνδρας του Νέρωνα αφού τον έδειρε γερά, τον βίασε τρελά μπρος τα μάτια όλης της Αυτοκρατορίας. Αυτός βογκούσε φανερά ικανοποιημένος κι έβγαζε ξεφωνητά << βιασμένης παρθένου >>. Όλο το Αμφιθέατρο γελούσε και κορόιδευε με την ψυχή του, εμφανώς ευχαριστημένο γιατί είχε έναν τέτοιο Αυτοκράτορα, διασκέδαζε τόσο τον κόσμο κι έκανε τα πάντα για το Λαό.









Όταν τέλειωσαν τα καμώματα του Πεχλιβάνη,
εμφανίστηκαν οι Δήμιοι με μαύρα ρούχα, φορούσαν κουκούλες κι χωρίς αιδώ άρχισαν αδιακρίτως να θερίζουν τα κεφάλια των Χριστιανών με μεγάλα τσεκούρια.
Δεν άντεξαν ο πολυμήχανος Οδυσσέας και οι πολύπαθοι σύντροφοι, Αμέσως πήδηξαν στην Κονίστρα, και με τρομερή τέχνη άρχισαν να σκοτώνουν τους Δήμιους ελευθερώνοντας τους Χριστιανούς. Πάγωσε ΤΟ Αμφιθέατρο ολοι αναρωτιόνταν Ποιοι ΕΙΝΑΙ Αυτοί, Αν είναι μέρος του προγράμματος ή αν πρόκειται για εξέγερση. Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί τους άγνωστους πολεμιστές, Κανένας στη Ρώμη δεν συμπαθούσε τους Δήμιους. Γρήγορα ο Νέρωνας σηκώθηκε όρθιος ΜΕ δυνατή Φωνή ΚΙ ύφος επιδεικτικό, ρώτησε ειρωνικά παίζοντας θέατρο. Ποιός Εισαι εσύ ωραίε ξένε Πως ελευθερώνεις μ 'Αυτο ΤΟΝ τρόπο πολυακουσμένα άθλιους Χριστιανούς, δεν έχεις καμιά διαταγή. πτολύπορθος Ο Οδυσσέας πλημμυρισμένος ΑΠΌ ιερή οργή ​​απάντησε ΜΕ θεϊκή Φωνή, Τέτοια ώστε σείστηκε το Αμφιθέατρο. Ο Κ α ν έ ν α ς. ΚΙ ο Νέρωνας είπε συγκλονισμένος Γενναίε ξένε Μιλάς ΣΑΝ Ελληνας


















Όπως ο μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης.
Έτσι απάντησε ο θεϊκός Οδυσσέας στον κύκλωπα Πολύφημο, όταν Μαζί ΜΕ πολυακουσμένα συντρόφους ξέφυγαν ΑΠΌ ΤΗ Σπηλιά ενώ πολυακουσμένα κρατούσε φυλακισμένους. Επειδή θαυμάζω πολύ την Ελλάδα, Σας επιτρέπω Μαζί ΜΕ πολυακουσμένα Χριστιανούς Σας ΝΑ φύγετε ΟΣΟ ΕΙΝΑΙ καιρός, αλλιώς οι Πραιτοριανοί είναι έτοιμοι να επέμβουν. Σας δίνω ΛΙΓΟ χρονο ΝΑ σωθείτε Προς Δόξα ΤΟΥ Ρωμαϊκού ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ Κόσμου Μιά ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ δικός ΜΟΥ.









Ave Geasar : Οι τελευταίοι Ελεύθεροι ΣΕ χαιρετούν

Είπε ο πρωτοήρωας Οδυσσέας και χαιρέτησε τα πλήθη καθώς τον επευφημούσαν. Έκανε νόημα κι οι Χριστιανοί έτρεξαν γρήγορα προς την έξοδο ενώ οι Πραιτοριανοί με αρχηγό τον μονόχειρα Βρούτο άρχισαν ήδη να κινούνται απειλητικά εναντίον των απελευθερωμένων.
Όλοι μαζί, Οι Χριστιανοί μπροστά, ΟΙ σύντροφοι οπισθοφυλακή ΚΑΙ ο πτολύπορθος Οδυσσέας έφυγαν ΜΕ Τάξη. Χάθηκαν κάτω από τις καταπακτές και τα μυστικά περάσματα, ακολουθώντας τους κρυφό-Χριστιανούς- υπάλλήλους του Αμφιθεάτρου, ήξεραν καλά τις διόδους και την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του κτιρίου.


Όταν έφθασαν σε αδιέξοδο, σ 'ένα διάδρομο που δεν οδηγούσε πουθενά, οι οδηγοί ψηλαφώντας στα σκοτεινά, έσπρωξαν λίγο τον τοίχο κι αμέσως εμφανίστηκε ένα μυστικό πέρασμα. Οι Χριστιανοί ξέσπασαν σε φωνές χαράς, κατέβηκαν τις πέτρινες σκάλες ακριβώς κάτω από την Κονίστρα. Ύστερα περνώντας από δαιδαλώδεις διαδρόμους, μόλις χωρούσε άνθρωπος, ανακάλυψαν άφωνοι μια Πόλη κάτω από την πόλη, όπου ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος με εκπληκτική αρμονία και τάξη. Οι άνθρωποι της κατακόμβης υποδέχθηκαν θερμά τους Έλληνες αλλά με μεγάλη δόση αυτοσυγκράτησης, αμέσως έδωσαν ρούχα ν 'αλλάξουν , έτσι δεν θα αναγνώριζε κανείς ποιοι είναι. Μετα ΟΙ αρχηγοί Των Χριστιανών οδήγησαν ΤΟΝ κόσμο ΣΕ ΜΙΑ τεράστια Αίθουσα, φωτιζόταν ελάχιστα από το φως των κεριών, μόλις έβλεπε ο ένας τον άλλον. Υπήρχαν άνθρωποι από όλες τις φυλές, Έλληνες κι Ρωμαίοι, Εβραίοι κι Γερμανοί, Ισπανοί, Σύριοι κι Αιγύπτιοι, Όλοι μαζί λάτρευαν το Νέο Θεό, έψελναν τα ιερά κείμενα διαβάζοντας κατά ομάδες από βιβλία, οι πιο πολλοί ήξεραν τις ψαλμωδίες από έξω. Εδώ βρισκόταν η αβασίλευτη βασιλεία του Θεού, φτιαγμένη με ιδρώτα και αίμα. Ήταν ο ομαδικός τάφος των αδυνάτων, οι χιλιοβασανισμένοι πέθαιναν ανώνυμα με τη μνήμη χαραγμένη πάνω από το νερό ενώ οι ψυχές φτερούγιζαν με τα πετάγματα των πουλιών. Ο πολύμορφος Οδυσσέας και οι πολύπαθοι σύντροφοι, -Αυτοί οι Μεταχριστιανοί- έμειναν λίγο ακόμα κάτω στις κατακόμβες για να διδαχθούν από κοντά τη νέα Θρησκεία.











Έζησαν Μαζί ΜΕ πολυακουσμένα πρώτους Χριστιανούς
γνωρίζοντας Καλά, όσους θα άλλαζαν τον Κόσμο.
Στη Ρώμη τα εσωτερικά όρια υφίστανται - υπάρχουν, η ομορφιά διαδέχεται την ομορφιά. Οι αψίδες του θριάμβου, οι τύμβοι και τα θέατρα, τα μάρμαρα κι οι κίονες με τα κιονόκρανα συνυπάρχουν μαζί με τα θραύσματα του χρόνου. Οι πύργοι, οι αγορές, τα λατομεία είναι το άνοιγμα όπου έζησαν οι νικητές και οι νικημένοι.
πρωτοήρωας Ο Οδυσσέας ΚΑΙ ΟΙ μεγάθυμοι εταίροι
περπατούσαν ΣΤΗ Στοά Της Οκταβίας, δίπλα σε μια τεράστια σύνθεση του Μέγα Αλέξανδρου και των στρατηγών του όταν έδωσαν τη μάχη στο Γρανικό ποταμό, ένα έργο ζωγραφισμένο από τον πολύφημο Λύσιππο.
: Οι Έλληνες ανυποχώρητοι προχωρούσαν εξουθενωμένοι Απ 'την -Αιώνια Επιστροφή-, πλήρης απ 'τη γνώση του κόσμου μετρούσαν το ά ν ο ι γ μ α. Έρχονταν απ 'την κόλαση του Αμφιθεάτρου κι οι ψυχές φλέγονταν από μια Άλλη λάμψη. Οι καρτερικοί Ιθακήσιοι βίωναν μακριά από την Ιθάκη τον πολύπαθο Νόστο, το λαβύρινθο του κόσμου, ζούσαν με ευφυΐα, πονηριά και μ 'όνειρο. Γνώριζαν Πως ο αγώνας ίσως ΗΤΑΝ μάταιος, καταδικασμένος ν 'αποτύχει. Απόλυτη γαλήνη επικρατούσε στη στοά, δεν άκουγαν παρά μόνο τον αέρα, θαύμασαν την παλλάδα Αθηνά, κάλυπτε όλο τον τοίχο, ήταν έργο του πολύμυθου Φειδία. Η θεά της Σοφίας είχε αφήσει τα όπλα Κάτω ΚΑΙ κρατούσε ΜΙΑ Λύρα ΕΝΑ ΚΙ ΕΝΑ χειρόγραφο ΠΙΝΑΚΑ, κοιτάχθηκαν έντονα χαμογελώντας για το νόημα του έργου.










Οι πολύτροποι Ιθακήσιοι έψαχναν τη δικαίωση του ανθρώπου,
ένα πολιτικό άνοιγμα πέρα απ 'την εξουσία, πέρα από την τέχνη του πολέμου ενώ αποκάλυπτε το Παιχνίδι του Κόσμου. Πολεμιστές της Φωτιάς ήταν προορισμένοι για την Ολική Ανατροπή. Όργωναν τις θάλασσες υπακούοντας σε μια αδήριτη Ανάγκη, -να πεθαίνουν και να ξαναγεννιούνται μαζί -. . Συνεχίζοντας την περιδιάβαση, θαύμασαν παρά δίπλα μια άλλη Αθηνά, την Αθηνά του περίφημου Πραξιτέλη, πρόβαλλε εξαίρετα ΤΗΝ Ελληνική ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΙ αισθάνθηκαν υπερήφανοι ολοι Μαζί, έκαναν το ταξίδι του γυρισμού- πέρα από τα όρια μετρώντας τις δυνάμεις, φλεγόμενοι από περιέργεια. Οι Κολασμένοι της Ρώμης προκαλούσαν την Ύβρη αποκαλύπτοντας τον κύκλο της κίνησης των άστρων, την εξέλιξη της τέχνης και της επιστήμης. Ακατάβλητοι από το χάσμα του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ ζούσαν την -Τελική Συγχορδία -του μεγάλου χρόνου παρά την Εισαγωγή του. Τα φύλλα είχαν γεμίσει τους δρόμους, η μεγάλη ζέστη έκανε να είναι ξερά σαν άχυρο, εκείνο το καλοκαίρι είχε μεγάλη ξηρασία και φοβερή άπνοια. Ο αέρας μύριζε καπνό, ίσως κάποια συνοικία της Ρώμης πήρε φωτιά και οι πυροσβέστες έτρεχαν να σβήσουν την πυρκαγιά. Η Ρώμη καίγεται φώναζε ο κόσμος κι έτρεχε αλλόφρων στους δρόμους. Ο πολυμνήμων Οδυσσέας και οι πολύπειροι σύντροφοι είδαν τις πλαγιές του Αβεντίνου να καίγονται ολοσχερώς, μόλις ανέπνεαν. Από παντού ακούγονταν φωνές, αλαλαγμοί, βούκινα και μια παράξενη βουή από μακριά, ήταν ο ήχος της φωτιάς καθώς επεκτεινόταν. Φλεγόταν ο Παλαντίνος, η φωτιά σάρωνε στο πέρασμά της τα πάντα, αφάνιζε ολόκληρα τετράγωνα με καταστήματα δημιουργώντας τεράστια σύννεφα καπνού.










Ο ιππόδρομος κάηκε σ 'ελάχιστα λεπτά, ο κόσμος μαζεύτηκε έξαλλος γύρω απ' την πυρκαγιά, άλλοι έτρεχαν φωνάζοντας κι άλλοι σε μεγάλο πανικό δεν ήξεραν τι να κάνουν. Οι ψυχραιμότεροι άνοιγαν χαντάκια με την καθοδήγηση των νυχτοφυλάκων δημιουργώντας ζώνες ασφαλείας για να μην επεκταθεί η φωτιά. Έφιπποι αγγελιοφόροι έτρεχαν σαν τρελοί να μεταφέρουν τα νέα για να υπάρξει στοιχειώδης συντονισμός ώστε να προλάβουν χειρότερα δεινά. Όλος ο κόσμος φοβόταν την αταξία, το χάος και τις λεηλασίες, τι θα συνέβαινε μετά την πυρκαγιά. Οι κάτοικοι κατέβρεχαν τους δρόμους και τα σπίτια προληπτικά, αμέτρητα γυναικόπαιδα, σκλάβοι κι υπηρέτες μαζεύτηκαν στους κήπους των ανακτόρων για προστασία. Ο Νέρωνας έλειπε στο Άντιο κι έτσι τα κτίρια και ο κήπος ήταν έρημα, έμειναν πίσω μόνο οι κηπουροί κι οι υπηρέτες. Μια τεράστια φλόγα έκαψε λίγο τα μαλλιά και το πρόσωπο του πολύπαθου Οδυσσέα ενώ οι καρτερικοί εταίροι παρακολουθούσαν ανήμποροι το κακό, η Ρώμη καίγεται ολοσχερώς έλεγαν κι ξανάλεγαν. Η φωτιά ανεξέλεγκτη προχωρούσε αφανίζοντας συνοικίες ολόκληρες, μαγαζιά, σπίτια κι στάβλοι, άλογα κι βόδια έγιναν παρανάλωμα. Ένα μεγαλειώδες θέαμα εκτυλισσόταν μπρος τα μάτια των Ρωμαίων. Οι λαφυραγωγοί έτρεχαν σαν τρελοί κρατώντας μπόγους γεμάτους χρυσαφικά, κανείς δεν έδινε σημασία όλοι κοίταζαν να σωθούν. Τα παιδιά έκλαιγαν φοβισμένα φωνάζοντας τις μητέρες, άλλοι πάλι κάθονταν έξω από τα σπίτια, δίσταζαν να τα εγκαταλείψουν ήθελαν να τα προστατεύσουν από τη φωτιά. Όλοι οι Ρωμαίοι ρωτούσαν τι κάνει ο Νέρωνας, Η Πόλη χρειαζόταν μέτρα έκτακτης ανάγκης, ο Αυτοκράτορας έπρεπε ΝΑ γυρίσει ΑΠΌ ΤΟ ΑΝΤΙΟ ΤΟ συντομότερο.











Κυκλοφόρησε η φήμη από στόμα σε στόμα πως ο Νέρωνας έβαλε τη φωτιά, αυτόπτες μάρτυρες είδαν στρατιώτες να βάζουν φωτιά με πυρσούς καίγοντας τις φτωχογειτονιές που είχαν ξύλινα σπίτια.
Υπήρχε τέτοια σύγχυση κι αναταραχή, τέτοιος πανικός ώστε κάποιοι υποστήριζαν πως οι Χριστιανοί διέδιδαν τις φήμες. Έλεγαν πως σήκωναν τα χέρια ψηλά και φώναζαν πως έφθασε η ώρα της Κρίσεως.
Ο Νέρωνας επέστρεψε εσπευσμένα ΚΙ αμέσως ζήτησε ΝΑ ΤΟΝ δει Τιγκελίνο, μαζί κατέστρωσαν ένα εμπνευσμένο σχέδιο για τη σωτηρία της Ρώμης. Ο Αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να εκκενωθούν ολόκληρες συνοικίες και οι κάτοικοι να μεταφερθούν σε ασφαλείς περιοχές, οι κήρυκες κι οι στρατιώτες μετέφεραν τον κόσμο κατά χιλιάδες. Ο Θείος Αυτοκράτορας με τη φρουρά του προίστατο κι έδινε εντολές, καπνισμένος και καταϊδρωμένος περπατούσε στη φλεγόμενη Ρώμη δίνοντας κουράγιο σε όλο τον κόσμο. Έδωσε διαταγή να μοιρασθούν τρόφιμα από τις αυτοκρατορικές αποθήκες και να φροντίσουν τους τραυματίες. Μερικοί Ρωμαίοι είπαν Ανοιχτά Πως ο Νέρωνας ΚΙ ΟΙ Πραιτοριανοί έφταιγαν ΓΙΑ ΤΗ συμφορά, αλλά αυτός μεγαλόψυχος έδειξε κατανόηση. Ο πολυτλήμων Οδυσσέας και οι πολύπαθοι εταίροι πήγαν σε ασφαλή περιοχή έχοντας τα μάτια κατακόκκινα από τον καπνό. Ο τρομερός Νέρωνας, φορούσε χλαμύδα ΜΕ Στεφάνι ΣΤΑ Μαλλιά ΚΑΙ κρατούσε ΤΗΝ Κιθάρα ενώ περίμενε πολυακουσμένα φίλους ΤΟΥ στους κήπους ΤΟΥ Μαικήνα. Πολλοί Ρωμαίοι είχαν στήσει ήδη μεγάλο φαγοπότι, χάζευαν με δέος την πυρπολημένη πόλη καθώς οι τεράστιες φλόγες κι οι καπνοί σκέπαζαν τον ουρανό της Ρώμης.











Ο ποιητής Αυτοκράτορας,
ανέβηκε αυτή τη φοβερή Νύχτα στον πιο ψηλό πύργο του κήπου,
κι ενώ ο θόρυβος της πυρκαγιάς μαινόταν κάτω από τα πόδια του-, απήγγειλε στίχους λέγοντας πως θα έμεναν στους αιώνες. Ο Νέρωνας τραγούδησε την πυρπόληση της Τροίας. Εκστασιασμένος με τη βοήθεια του Απόλλωνα που υπαγόρευε μέσω αυτού τις στροφές, η στεντόρεια φωνή του ακουγόταν δυνατή αλλά έσβηνε από το χάος της φωτιάς. Η εκροή λιωμένων μετάλλων απ 'τους ναούς και τα σπίτια βάραιναν την ατμόσφαιρα, καταστράφηκε μέρος της πόλης κι η ανοικοδόμηση θα έπαιρνε χρόνια. Ευτυχώς ο αέρας άλλαξε την κατεύθυνση της φωτιάς προστατεύοντας τις άλλες συνοικίες. Τα πρωινά οι φωτεινές ανταύγειες έδιναν στη φωτιά ακόμη μεγαλύτερη λάμψη κάνοντας το θέαμα συγκλονιστικό, όλα όμως έδειχναν μετά από μερικές μέρες πως η μεγάλη έξαρση είχε περάσει. Ο πολύφρων Οδυσσέας και οι πολύπλαγκτοι εταίροι έμειναν έκπληκτοι από την άριστη οργάνωση και τη συστηματική δουλειά των Ρωμαίων. Η Πόλη καθάρισε γρήγορα απ 'τα χαλάσματα, οι άστεγοι μεταφέρθηκαν σε κατασκηνώσεις που έστησε ο στρατός ενώ από άλλες περιοχές έφεραν ρούχα και οικιακά σκεύη. Ο Νέρωνας μεγαλειώδης όπως πάντα αποφάσισε πως η πόλη θα κτιζόταν από την αρχή έχοντας μεγάλους δρόμους και φωτεινές πλατείες. Για αυτό έδωσε πλούσια δάνεια σ 'όσους ήθελαν να κτίσουν επιβάλλοντας καινούργιο κανονισμό. Όταν όμως κράτησε για τον εαυτό του, τις καλύτερες εκτάσεις μεταξύ Καίλιου και Ισκυλίνου όπου έχτισε το Χρυσό Παλάτι, τότε τον κατηγόρησαν ανοιχτά ότι αυτός έβαλε τη φωτιά.







Ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή ν 'αυξήσουν τη φορολογία σ' όλη την αυτοκρατορία, έτσι η ανοικοδόμηση της Ρώμης έγινε πολύ γρήγορα με την εισροή των χρημάτων. Κτίστηκαν καινούργια θέατρα, ναοί, ιππόδρομοι, αμέτρητα καραβάνια κουβαλούσαν οικοδομικά υλικά μέρα- νύχτα. Η ζωή των Ρωμαίων έγινε μια κόλαση, έχασαν τα πάντα αρχίζοντας πάλι από την αρχή. Κανείς πλέον δεν διασκέδαζε στη Ρώμη, τέρμα οι παρελάσεις, τα φαγοπότια κι ο ιππόδρομος σταμάτησαν εντελώς. Οι υποψίες όλων άρχισαν να στρέφονται εναντίον των Εβραίων πως αυτοί έβαλαν τη φωτιά για να επωφεληθούν. Το μίσος που ένιωθαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι κι ευγενείς ήταν δεδομένο εδώ και πολύ καιρό, από όταν ο Ιούλιος Καίσαρας έφερε τους Ιουδαίους στη Ρώμη. Οι Εβραίοι πάλι κατηγόρησαν τους Χριστιανούς λέγοντας πως δεν ήθελαν να φορτωθούν όσα εγκλήματα έκαναν. Είπαν πως αυτοί έβαλαν τη φωτιά και ότι οι ίδιοι δεν είχαν καμιά σχέση, άλλωστε υπήρχαν μεγάλες θρησκευτικές διαφορές μεταξύ τους. Αν και ο Ιησούς ήταν Εβραίος και οι Εβραίοι διέδωσαν τη διδασκαλία του, εξηγούσαν σε όλους τη διαφορά μεταξύ του Μεσσία των Χριστιανών και Αυτού των Εβραίων. Όλα αυτά μεταφέρονταν στον Νέρωνα , άκουγε σκεπτικός μέχρι να πάρει τις οριστικές αποφάσεις, γνώριζε καλά τις κατηγορίες ότι αυτός έβαλε τη φωτιά. Έτσι δεν άργησε πολύ ο Βασιλιάς Ήλιος κι έδωσε διαταγή ν 'αρχίσει ο διωγμός κατά των Χριστιανών με την κατηγορία ότι αυτοί έβαλαν τη φωτιά. Αμέσως ο Τιγκελίνος κι η αστυνομία άρχισαν αθρόα να φυλακίζουν αθώους ανθρώπους όταν αυτοί δήλωναν ανυποψίαστοι πως είναι Χριστιανοί, οι Ρωμαίοι ρωτούσαν εάν είναι πιστοί κι αυτοί απαντούσαν θετικά χωρίς να γνωρίζουν τι έχουν να πάθουν.









Οι Εβραίοι αφήνονταν ελεύθεροι όταν έκαναν έλεγχο στην περιτομή,
Όπως κι οι Ρωμαίοι πολίτες εάν έπιαναν κάποιον κατά λάθος.
Ο πολυπενθής Οδυσσέας και οι πολύστονοι σύντροφοι παρακολουθούσαν έκπληκτοι, είχε αρχίσει ένα φοβερό κύμα διώξεων,
ο καθένας μπορούσε να βρεθεί μπλεγμένος, όλοι ήταν ύποπτοι.
Η φήμη ότι οι χριστιανοί συλλαμβάνονταν επειδή έβαλαν τη φωτιά, εξαπλώθηκε σ 'όλη την Πόλη.
Τότε πολλοί κακόβουλοι και φθονεροί άνθρωποι άρχισαν να λένε φοβερά πράγματα. Ότι ήταν παρόντες όταν οι Χριστιανοί με πυρσούς έβαλαν φωτιά κι έπειτα πήγαν πάνω στον Αβεντίνο, κι έψαλλαν όλοι μαζί ψαλμωδίες για το νέο Θεό επειδή επιβεβαιώθηκαν οι προφητείες.
Μερικοί βρήκαν ευκαιρία κι άρχισαν να λεηλατούν τα σπίτια και τα καταστήματα των Χριστιανών. Ο Όχλος άρχισε να επιτίθεται σε Χριστιανούς και σε Εβραίους χτυπώντας άσχημα τα θύματα,
Πολλοί οδηγήθηκαν με το ζόρι στη δικαιοσύνη. Έξη χιλιάδες κρατούμενοι μαζεύτηκαν σε διάφορα πεδία των ασκήσεων.
Οι φυλακές γέμισαν από πιστούς, αυτοί οργανώνονταν σε ομάδες,
οι πιο πρακτικοί συζητούσαν με ποιο τρόπο, πως έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, ενώ άλλοι προσεύχονταν κι έψαλλαν ύμνους.
Οι Πραιτοριανοί είχαν ήδη αρκετές ομολογίες των Χριστιανών, τις είχαν αποσπάσει με φρικτά βασανιστήρια.
Οι πιστοί μη αντέχοντας τον πόνο υπέκυπταν μισό πεθαμένοι.
Οι βασανιστές έβγαζαν με τανάλιες τα νύχια αφού πρώτα ξέσχιζαν τις σάρκες με λουριά που είχαν πάνω μυτερά σύρματα.
/////////// ///////////////////////
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΡΑΨΩΔΙΑ
Αγαπημένη ΜΟΥ Ελένη
ΘΑ Σ 'αναγνώριζα παντού απ' την αναπνοή, το άγγιγμα των χεριών,
Κι το ανάλαφρο περπάτημα. Τα χείλια σου είναι κόκκινα, θερμά,
Άσε με να νιώσω την υγρασία, την τρικυμία.
αγαπάς Μ '?
Ρώτησε με αγωνία και πνίγηκε από τα φιλιά του,
γνώρισες τόσες ΚΑΙ τόσες Γυναίκες
Πως μπορεις ΚΑΙ ερωτεύεσαι ΑΚΟΜΗ?
Οι ομοβροντίες των κανονιών έσχιζαν τη Σιωπή
Θυμίζοντας πως ο θάνατος παραμονεύει,
Πως η πολιορκία είναι ανελέητη δίχως τέλος.
Το πρόσωπό σου είναι φως, ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ Αύρα φωτίζει ΤΑ Χαρακτηριστικά. Ναι ειμαι ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ συνέχισε η Η Ωραία Ελένη. Τόσο ευτυχισμένη ώστε δεν μπορώ να κρύψω τα δάκρια, το γέλιο, θέλω να φωνάξω, να τραγουδήσω, ΝΑ τρέξω ελευθερη στους δρόμους. ΤΟΝ φίλησε ΤΡΥΦΕΡΑ ΚΙ άφησε ΝΑ φανεί η Η Μεγάλη αγάπη Ότι ένιωθε ΓΙ Αυτόν, δόθηκε ολοκληρωτικά ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ χαρίζοντας Ότι πολυτιμότερο είχε - την Αγνότητά -, τη φύλαγε για τον άνδρα της ζ