Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

ANOIXTH OΔΥΣΣΕΙΑ-ΝΟVEL- OPEN ODYSEEY-ALEXANDRIAN RHAPSODY-ETERNAL RETURN ΟF ODYSEOUS


            ΠΑΝΧΡΟΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ                                             
      
                    ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ
                          ΡΑΨΩΔΙΑ


Ο πλανητικός Οδυσσέας και οι χαοσμικοί σύντροφοι
Ήταν πάλι στη θάλασσα μέσα στην Τριήρη της Ιθάκης.
Ακολουθούσαν τους δρόμους του Αιγαίου
Και της Μεσογείου όπου ταξίδευαν πλοία από την Κρήτη,
Και τη Ρόδο, τις Συρακούσες και την Τροιζίνα,
Τη Σάμο και την Έφεσο, την Κόρινθο και την Καρχηδόνα.
Ατρόμητοι θαλασσοπόροι είχαν οδηγό τον καιρό
Και τα άστρα, χωρίς χάρτες και πυξίδες, αστρολάβους
Και αζιμούθεια, θεοδόλιχους και πετροκαλαμήθρες,
Έβρισκαν πάντα τους δρόμους του κόσμου.
Πυκνά σύννεφα σκέπασαν απότομα την Τριήρη
Και τους πήραν μακριά, μέσα στο άνοιγμα.
Άφησαν  το γαλάζιο πέλαγος, την τρικυμία της θάλασσας
Και πέταξαν ελεύθεροι σαν σε όνειρο στο υπερκόσμιο
Σύμπαν του χρόνου. Ακούγονταν πολεμικά εμβατήρια 
Χορωδίες που τραγουδούσαν συμπαντικά.
Η κατάργηση του χρόνου είχε συντελεστεί, είχαν μπει
στα πεδία του Πανχρόνου διατρέχοντας με μιας την Ιστορία.
Ένθεοι θάρρους ανοίχθηκαν πυρφόροι, στην αρχέγονη
Κοσμική ουσία, χωρίς να λογαριάζουν το θάνατο.
Βυθίστηκαν σε -Αυτό-που έκανε ελεύθερους τους ανθρώπους.
Χώρα του Μύθου και του κόσμου, πατρίδα του χρόνου
Επανέρχεται μέσα απ’ τους  αέναους κύκλους της Ιστορίας.
Ακολουθούσαν την Αρχαίο- Ελληνική εξάπλωση σε Δύση
Και Ανατολή, αφού έμειναν γοητευμένοι απ’ τη Σοφία
της Αθήνας που μόλις άφησαν πίσω.
Ταξίδευαν στους ορίζοντες του Κόσμου, πέρασαν αστραπιαία
σαν σε εικονική απεικόνιση την Μινωική Κρήτη και περπάτησαν
στα περίφημα παλάτια της Κνωσού και της Φαιστού.
Περιδιάβηκαν τον Αυτοκρατορικό πολιτισμό των Μυκηναίων
Θαυμάζοντας την ακμή του.
Έζησαν για λίγο τον ονομαστό Ελληνικό Μεσαίωνα
με τη γεωμετρική τέχνη κι είδαν τη φωτιά και τη στάχτη
Που σκόρπισαν οι Δωριείς καταστρέφοντας τις Μυκήνες.
Ερεύνησαν τις σχέσεις των Ελλήνων με τους Πέρσες και τους Αιγυπτίους, Φοίνικες και Ασσύριους.
Ανίχνευσαν από την αρχή, την εποχή του χαλκού και του σιδήρου,
Τότε που οι άνθρωποι ζούσαν σε σπήλαια,
Και η μετάβαση απ’ τη μια περίοδο στην Άλλη,
Απαιτούσε το άλμα μιας μεγάλης ανακάλυψη.
Ταξιδεύοντας ανοιχτά της Φοινίκης , έβλεπαν από μακριά
το όρος Τρόοδος και τον πενταδάκτυλο, τα γλαυκά βουνά της πολύπαθης Κύπρου που λικνιζόταν  αέρινη στο φύσημα του αέρα,
Διάφανη μέσα στη κυανή θάλασσα ήταν βαθιά ριζωμένη
στις απαρχές του χρόνου.
Ο Θεός της Κύπρου φυλούσε το νησί  υποδέχθηκε
 τον πανχρονικό  Οδυσσέα και τους  Ανόστιμους  συντρόφους
στη μακαρία γη.
<< Νήσος τις έστι>>
Πρώτα πήγαν στη Σαλαμίνα,
Εκεί όπου κατά μια εκδοχή γεννήθηκε ο Όμηρος,
(ο ποιητικός τους γεννήτορας).
Θαύμασαν τα μνημεία  που ορθώνονταν με απίστευτη ωραιότητα
Δίπλα στη θάλασσα, ναοί με αγάλματα και κολόνες, πιθάρια κι αμφορείς
Έδειχναν τη Βασιλική μνήμη της Κύπρου.
Ξαφνικά, μαγεμένοι άκουσαν ένα τραγούδι  που ερχόταν από μακριά.
Ποια ήταν η αναδυόμενη λουσμένη μέσα στο φως
Που θαλασσοφίλητη γεννήθηκε από τα βάθη της θάλασσας.
Γαλήνια και Θεία   έφερε τη γλαυκή απεραντοσύνη
του κόσμου.

Γεμάτοι θαυμασμό πέρασαν από τη Λευκωσία
και την  Αρχαία Λήδρα, διέσχισαν ενθουσιασμένοι την Αμμόχωστο
και πήγαν στην  ηλιόλουστη Κυρήνεια και τη δασωμένη Πάφο.
Τέλος, μετέωροι χάραξαν τις συντεταγμένες του ταξιδιού
Πάνω στο χάρτη της Ιστορίας του κόσμου,
Η γραμμή της πορείας έδειχνε Αλεξάνδρεια.
Σαν από θαύμα επανήλθαν και πάλι στο κατάστρωμα  της Ιθάκης.
Έπλεαν στις ακτές της Αιγύπτου κοντά στο δέλτα του Νείλου,
Όταν φανερώθηκαν απότομα μπροστά τους,
Συντάγματα όλες οι μεγάλες ψυχές που άφησαν τον κόσμο αυτόν.
Οι σκιές των ειδώλων μαζεύτηκαν κατά σμήνη
Γύρω από τον πανχρονικό Οδυσσέα και ανόστιμους
Συντρόφους και ζητούσαν να πάν μαζί τους.
Πρώτα φανερώθηκε μεγαλοπρεπής Ο μεγάλος βασιλιάς,
ο Μέγας Αλέξανδρος με τη Μακεδονική Αριστοκρατία
Και ρώτησε το θεϊκό Οδυσσέα.
Ποιοι άνεμοι έφεραν Αυτόν και τους πολύπαθους συντρόφους
έξω από τη μυθική Αλεξάνδρεια.
Ευθύς με ανείπωτη χαρά στα στήθη απάντησε
 ο πολυμήχανος Οδυσσέας, οι άνεμοι της πλάνης και
της περιπλάνησης μεγάλε βασιλιά, αιώνες τώρα
περιπλανιόμαστε στους χρόνους του Πανχρόνου
ψάχνοντας το δρόμο της Επιστροφής στην Ιθάκη.
Η ανακάλυψη του παρελθόντος είναι το Είναι του μέλλοντος,
Δημιουργεί το ά ν ο ι γ μ α..  –Αυτό- που είναι η μνήμη
Του πανχρόνου φανερώνει το παρελθόν του μέλλοντος,
Μέσα στη Ραψωδία Παρόντος.
Ρίγησε ο μεγαλόψυχος Βασιλιάς και είπε
 τον πολυμήχανο Οδυσσέα και τους πολύφρονες συντρόφους
Να ακολουθήσουν όλοι μαζί στην Αλεξάνδρεια.
Πίσω του ερχόταν το είδωλο της Ωραίας Ελένης ,
Αέρινη κι ωραία  ,
τα μαλλιά ανέμιζαν την Αιωνιότητα.
Ξεγέλασε τον Πάρη
Που κοιμόταν με τη Σκιά της
Ενώ Αυτή διέφυγε στην Αίγυπτο.
Τον καιρό του πολέμου
Κέρδισε το τίποτα
με μια θάλασσα στα χείλη
έζησε Ακοίμητη ζωή.
Κουστωδίες ειδώλων ακολουθούσαν Ο Πρίαμος κι ο Έκτορας,
 ο Αίαντας κι ο Αχιλλέας, Ο Φίλιππος και η Ολυμπιάδα,
ο Δημόκριτος , ο Ζήνωνας και οι Άλλοι,
όλοι ήθελαν να επανέλθουν στη ζωή και να  κάνουν το ταξίδι
του γυρισμού.
Τότε ο Αλέξανδρος είπε στον Φιλέταιρο Οδυσσέα
και τους πολύπλακτους συντρόφους.
Αναζητήστε με πάθος την αλήθεια
Έστω κι αν δεν τη συναντήσετε ποτέ.
Μέσα στη Σιωπή και το Σκοτάδι,
Στα βάθη της γης και τους ανοιχτούς ορίζοντες,
Αναζητήστε το Λόγο που δεν ακούστηκε ποτέ
Μέσα στη γαλήνη του Κόσμου,
Τους πολέμους και τις μεγάλες κατακτήσεις.
<< Σας εύχομαι τώρα που τελειώνουν οι πόλεμοι
να ευτυχήσετε με την ειρήνη.
Όλοι οι θνητοί από εδώ και πέρα να ζήσουν σαν ένας λαός,
Μονιασμένοι. Θεωρήστε την οικουμενική πατρίδα σας
με κοινούς νόμους >>. Όρκος Αλεξάνδρου, στην Όπις
της Ασσυρίας, το 324 π.χ.
Τα λόγια του μεγάλου βασιλιά ηχούσαν μέσα απ’ την ψυχή του
Γαλήνια, πρόφεραν τους πρώτους
Και ύστερους φθόγγους του κόσμου
Σαν άστρα που έδειχναν το δρόμο.
Ήταν ωραίος , ακτινοβολούσε  με μια αναβλύζουσα ενέργεια
Που τον έκανε διάφανο δείχνοντας  τη μεγαλοσύνη του.
Έζησε τριάντα δυο χρόνια και βασίλεψε δώδεκα,
Γενναίος και φιλότιμος, ευσεβής και εγκρατής στις ηδονές,
Φοβερός και τρομερός στα πεδία των μαχών
Κυρίευσε τον Κόσμο.
Μαγεμένοι ταξίδευαν όλοι μαζί μέσα στο Ίδιο καράβι, την Ιθάκη,
Όταν άρχισε να φαίνεται από μακριά ο περίφημος
 Φάρος της Αλεξάνδρειας που έκτισε ο Κνίδιος Σώστρατης.
Πολυώροφος ήταν κτισμένος πάνω σε μεγάλο βράχο,
Θαλασσόβρεκτος φωτοβολούσε δείχνοντας το δρόμο
Σ’ αυτούς που ταξίδευαν κι έψαχναν λιμάνι.
Ο πρώτος όροφος ήταν τετράγωνος
Ο δεύτερος οκτάγωνος κι ο τρίτος κυκλικός,
Φτιαγμένοι από λαξεμένες πέτρες που
Ήταν συνδεμένες με λιωμένο μολύβι.
Ένα άγαλμα στην κορυφή του φάρου
Έδειχνε με το χέρι τη φορά του ήλιου.
Χάλκινοι Τρίτωνες προειδοποιούσαν τα πλοία,
που έμπαιναν σε λιμάνι όταν ταξίδευαν στα σκοτεινά.
Οι ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος φανέρωναν την αρμονία
του ανοίγματος  που είχε ο ουρανός της Αλεξάνδρειας.
Μπήκαν σε λιμάνι αμφίστομο,
Εδώ ο Μέγας Αλέξανδρος χάραξε με κριθάλευρο
Τα όρια της πόλης που ονειρεύτηκε, αλλά κτίστηκε μετά
Το θάνατό του, τα σχέδια έκανε ο Ρόδιος Δεινοκράτης.
Ο Μέγας Λιμήν ο ανατολικός
Οχυρωμένος έκλεινε προς τη μεριά του φάρου
Ενώ ο άλλος, ο δυτικός τους Ευνόστου
Έμεινε ανοιχτός και στένευε με ένα κυματοθραύστη,
Υπήρχε όμως ένα άλλο λιμάνι μέσα στο λιμάνι,
Η Κιβωτός , οχυρωμένη με δυο διόδους
Ενωνόταν με το μεγάλο λιμάνι.
Τα ανάκτορα βρίσκονταν ανατολικά και δυτικά
Του μεγάλου λιμανιού, μεγαλοπρεπή, πλούσια και ωραία
με εκπληκτικούς Αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και σχέδια
Που έπιαναν το ένα πέμπτο της πόλης,
Μια Πόλη μέσα στην πόλη.
Η Αλεξάνδρεια, πολυδιάστατο, πολύ- πολιτισμικό κέντρο του κόσμου
Ήταν κτισμένη πάνω σε πέντε λόφους,
Που τη χώριζαν σε πέντε διαφορετικά μέρη
Και αναφέρονταν με τα πρώτα πέντε
Γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου.
Με διώρυγες συνδεόταν με το Νείλο
Μέσο της Μαραιώτιδος λίμνης απ’ όπου έπαιρνε νερό.
Περπατούσαν ήδη στην προκυμαία, και χωρίς να το καταλάβουν επανήλθε ο Άλλος χρόνος.
Ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν οι στρατιές των ειδώλων
Που μαζί με τον Αλέξανδρο παρακολουθούσαν αόρατοι,
Έτοιμοι να επέμβουν εάν χρειασθεί να προστατεύσουν την πόλη,
Τον Όλβιο Οδυσσέα και τους αχρονικούς εταίρους
Που έφθαναν πανχρονικά  ωραίοι στην Αλεξάνδρεια,
Πλανώμενοι και περιπλανώμενοι αεί-ναύτες του  Πανχρόνου.
Τα ανάκτορα της Αλεξάνδρειας ήταν οχυρωμένα με τείχη.
Μπήκαν μέσα από τη βόρεια πύλη- πύργος
Και κατευθύνθηκαν προς την αίθουσα ακροάσεων
Όπου τους περίμεναν ο Πτολεμαίος ο Α΄, ο επονομαζόμενος
Και Σωτήρ, γιος του Λάγου, η Αρσινόη και οι Άλλοι.
Πρώτα πέρασαν από μια μεγάλη εσωτερική αυλή,
Το αρχείο με τα βιβλία, την αίθουσα διδασκαλίας,
Κάτι αποθήκες , τα λουτρά. Πριν φθάσουν στην αίθουσα
Του θρόνου, ζήτησαν από τον Πτολεμαίο τον Β΄ και τη συνοδεία
Που τους υποδέχθηκε να τους οδηγήσουν στο ναό των ανακτόρων,
Για να προσφέρουν σπονδές στους θεούς για την καλή τους τύχη.
Όταν έφθασαν στη μεγάλη αίθουσα έμειναν έκπληκτοι,
Είδαν όλους τους Πτολεμαίους μαζί,
Ήταν μέσα στο μεταχρόνου του μεγάλου χρόνου,
Περίμεναν τον πανχρονικό Οδυσσέα και τους
πτολύπορθους συντρόφους να τους φιλοξενήσουν και
να ανακαλύψουν μαζί τη μυθική Αλεξάνδρεια.
Πρώτος  μίλησε ο μεγάλος Πτολεμαίος ο Α΄ και είπε.
Θεϊκέ Οδυσσέα και σεις πολύπαθοι σύντροφοι
Καλώς ήρθατε στη μαγική Αλεξάνδρεια.
Αστροπότες του Σύμπαντος έρχεστε απ’ το Αστρονευρωνικό μέλλον
Κουβαλώντας εμπειρίες και γνώσεις που ενέχουν
το άνοιγμα του κόσμου.
Συγκινήθηκε ο πολυμήχανος Οδυσσέας επειδή τον αναγνώρισε
Ο ξακουστός βασιλιάς και απάντησε με σταθερή και βαθιά φωνή.
Ευγενικέ και φιλόξενε Πτολεμαίε
Χαιρετώ εσένα και όλους τους Άλλους υπέροχους Έλληνες ,
Είμαστε ταξιδιώτες του ουρανού και της γης,
Ερχόμαστε από πολύ μακριά, απ’ τη διπλή σπείρα του Χρόνου,
Μέσα από τα βάθη του Χάοσμου ερευνώντας τους Χρόνους
 του Πανχρόνου.
Τότε με μεγάλη περιέργεια ρώτησε ο Ερατοσθένης
Τον α-κοσμικό Οδυσσέα να τους πει για τη θεωρεία
Του Χάους και της Τάξης, τα περάσματα των διόδων
που κινούνται διατρέχοντας τον τρισδιάστατο χώρο.

ΟΔΥΣΣΈΑΣ

Ο χρόνος είναι ΑΥΤΌ
Που κινείται στη διπλή σπείρα του Πανχρόνου,
Χρώματος μπλε και πορφυρού κόκκινου,
Φως που δείχνει την πορεία του Σύμπαντος.
Ο Πτολεμαίος ο Α΄ διέκοψε διακριτικά την συνομιλία,
Λέγοντας πως έπρεπε να την αφήσουν για αργότερα,
Μια που οι επισκέπτες έρχονταν από μεγάλο ταξίδι,
Ήταν κουρασμένοι κι έπρεπε να ξεκουραστούν.
Ο πολύτροπος Οδυσσέας και οι όλβιοι σύντροφοι
Χαιρέτησαν ευγενικά τους Πτολεμαίους και τους Άλλους ,
Κι αποσύρθηκαν συνοδευόμενοι από πολλούς δούλους.
Χλιδή και πολυτέλεια κυριαρχούσαν  παντού, ένας
διάχυτος ερωτισμός υπήρχε στην ατμόσφαιρα.
Τοιχογραφίες κοσμούσαν τους τοίχους με τα κατορθώματα
Του Αλέξανδρου, όπως και υπέροχες αναπαραστάσεις
με τους άθλους του Ηρακλή, το κυνήγι της Άρτεμης ,
Το πέταγμα του Δαιδάλου και του Ικάρου.
Όλα ήταν σαν σκηνικό θεάτρου,τυχαία ανακάλυψαν ένα κρυφό πέρασμα
Που οδηγούσε κάτω απ’ το ανάκτορο, Βαθιά μέσα στη γη
όπου υπήρχαν κρύπτες Που φυλάγονταν οι αμύθητοι θησαυροί
της Αλεξάνδρειας.
Λίγο πιο κάτω στάθηκαν σε μια αίθουσα
Και θαύμασαν τα αγάλματα των Αιγυπτιακών θεοτήτων,
Όπως του Άμμωνος Διός, της Ίσιδος, του Αρπακράτου.
Περισσότερο όμως στάθηκαν στην απομίμηση
Του μεγάλου αγάλματος του Σεράπιδος που ήταν
Μέσα στο προστατευτικό του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως.
Το έκανε ο γλύπτης Βρύαξης ο νεώτερος
Κατ΄εντολή του Πτολεμαίου του Α΄.
Φτιαγμένο με μικτή τεχνική ήταν δουλεμένο
Με χαλκό, άργυρο και σίδηρο, μόλυβδο και κασσίτερο.
Ο Θεός καθόταν πάνω σε θρόνο σχήματος ημικυκλικής εξέδρας,
Είχε κεφάλι από χρυσό και μάτια από πολύτιμα πετράδια,
Ήταν διακοσμημένο με ζαφείρια , τοπάζια και αιματίτες.
Στους διαδρόμους και σε διάφορες αίθουσες,
Μεγαλοπρεπή γλυπτά ήταν σε περίοπτες θέσεις.
Είχαν μαρμάρινες κολόνες και πατώματα με ωραία ψηφιδωτά,
Ήταν ζωγραφισμένα με ζωηρά χρώματα
Το κέντρο του σχεδίου έκλεινε προς το χρυσό
Αναπαριστώντας παλαιούς μύθους και παραδόσεις.
Τα παράθυρα των δωματίων που κατέλυσαν οι πλανητικοί
 ταξιδιώτες έβλεπαν προς τη θάλασσα.
Μεθυστικά αρώματα έρχονταν απ’ τους ονομαστούς
Κήπους της Αλεξάνδρειας πλημμυρίζοντας τον αέρα.
Μια μαγική ατμόσφαιρα που ξύπνησε βαθιά
Μέσα στην ψυχή του πολύπαθου Οδυσσέα, τη Νοσταλγία
 της Επιστροφής στην Ιθάκη, ξύπνησαν οι κύκλοι του Νόστου,
η Πανχρονική επιστροφή του Αυτού.
Βούρκωσαν τα μάτια του πολυμήχανου Οδυσσέα
Και δάκρυα πικρά κύλησαν απ’ τα μάτια.
Αιώνες τώρα, Αυτός και οι πολύπλαγκτοι σύντροφοι
Περιπλανούνταν στους χρόνους του Πανχρόνου.
Ζώντας φοβερά πάθη, χωρίς να γνωρίσουν την Επιστροφή.
Ζούσαν  το εκστατικό Παιχνίδι του κόσμου
Το ατελεύτητο άνοιγμα του χρόνου
Που έρχεται και φεύγει απροειδοποίητα.
Κι έτσι ξαφνικά ο πολυμήχανος Οδυσσέας
Άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι της Νοσταλγίας


Επέστρεφε και παίρνε με
Μαζί σου            

Χαρά του Έρωτα και της ζωής
Επέστρεφε και παίρνε με

Γαλήνιο φως
Που μεταμορφώνει
Γυναίκες της Αλεξάνδρειας
Μοσχοβολούν υάκινθο και ρόδο

Νύχτες του Έρωτα
Νύχτες των ερωτευμένων
Σκορπούν ανθισμένη ομορφιά
Που σε ταξιδεύει

Ανοίγουν οι πόρτες του ουρανού
Να δεχτούν Αυτούς που αγαπήσανε
Νύχτες στην Αλεξάνδρεια
Νύχτες γεμάτες μάγια

Επέστρεφε και παίρνε
με μαζί σου

μνήμη του Έρωτα και του Θανάτου
Πάθος της Επιστροφής στην Ιθάκη.


Καινούργιος ήλιος φώτιζε την Αλεξάνδρεια
Συμπλέκοντας το Ίδιο με το διαφερετικό, τη μνήμη και την Ιστορία.
Ο πολύτροπος Οδυσσέας και οι πολύπαθοι σύντροφοι,
Κι όλοι Αυτοί που τους ακολουθούσαν μυστικά και αόρατα
Γύρεψαν με πάθος τη μεταμόρφωση μέσα στις πόλεις του κόσμου,
Τις θάλασσες και τα ποτάμια του χρόνου.
Πέρασαν μερικές μέρες ωσπου να συνηθίσουν την ατμόσφαιρα
της Αλεξάνδρειας ,
Βρίσκονταν ακριβώς εκεί που τέμνονταν η μεγάλη Κανωπική οδός
 που είχε μήκος εκατό πόδια με τη την οδό της Στήλης.
Νότια προς τη θάλασσα φαινόταν η Νεώρα
Ενώ προς το βορρά, στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση
Διακρινόταν το Σεράπειο.
Πάνω απ’ την εξέδρα, οι Πτολεμαίοι, ο Οδυσσέας, ο Πρόκλος ,
 ο Ερατοσθένης, οι σύντροφοι, οι Άλλοι και η Αυλή   
έβλεπαν την περίφημη βιβλιοθήκη, το κτίριο του Μουσείου
που για πρώτη φορά κτίστηκε εδώ στην Αλεξάνδρεια,
τους εκπληκτικούς Ελληνικούς Ναούς, το Ναύσταθμο
με όλων των ειδών τα πλοία.
Πέντε συνοικίες χώριζαν την πόλη
Οι Αιγύπτιοι κατείχαν το δυτικό μέρος,
Οι Εβραίοι με δικούς τους ναούς το βόρειο.
Οι Μακεδόνες και οι Έλληνες που κυριαρχούσαν
Έμειναν στο Νότο, και στα άλλα τμήματα ζούσαν διάφορες εθνότητες
Όπως Πέρσες, Νέγροι, Ανατολίτες, Σύριοι και Άλλοι.
Διέσχισαν ενθουσιασμένοι τη μεγάλη Οδό
Όπου υπήρχαν το λαμπρό κτίριο της Δικαιοσύνης,
Το περίφημο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας, ο παράδεισος του Πανείου
Πάνω σε λόφο και η ονομαστή Ακαδημία των Επιστημών.
Όλοι οι κάτοικοι , γυναίκες και άνδρες  απολάμβαναν μια φοβερή ελευθερία, πολυάσχολοι μιλούσαν ζωηρά με τους εμπόρους
που ήταν προκλητικοί και διεφθαρμένοι.
Ο δρόμος είχε πολλά καταστήματα όπου ωραίες Αλεξανδρινές
έκαναν τα ψώνια τους , γεμάτες χάρη κι ομορφιά ζούσαν ελεύθερα
Κι έκαναν ότι ήθελαν.
Εδώ συνάντησαν την Υπατία με τις φίλες της,
Θεϊκά ωραία με φιλντισένιο πρόσωπο
Ήταν λουσμένη με τα ερωτικά φίλτρα της Αφροδίτης.
Πανέμορφη προκάλεσε ανείπωτο πόθο στο θεϊκό Οδυσσέα
Και τους Άλλους  που έμειναν άφωνοι από την ομορφιά.
Αφού χαιρέτησε ευγενικά τους Βασιλιάδες και τους αυλικούς
Είπε με τρεμάμενη φωνή πως ήταν τυχερή που συναντούσε
Τον πολύτροπο Οδυσσέα και τους ανόστιμους συντρόφους,
Και τους κάλεσε όλους μαζί, στο μεγάλο Συμπόσιο
Που ετοίμαζε στο σπίτι της

Η Αλεξάνδρεια ενσάρκωνε την απόλυτη ομορφιά.
Ποιητές απήγγειλαν ποιήματα  και φιλόσοφοι συζητούσαν με το λαό
Τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου.
Πλούτος και πολυτέλεια υπήρχαν παντού
Εκπληκτικά  κοσμήματα με πολύτιμα μέταλλα
Και λίθους, περίφημα κρασιά και διαβόητες εταίρες
Που διατηρούσαν σπίτια με ωραίες ιερόδουλες
Που ξετρέλαιναν τους άνδρες.
Όλοι μαζί προχώρησαν προς το θέατρο του Διονύσου
Όπου παιζόταν οι Βάκχες,
Πολύβουο πλήθος περίμενε ανυπόμονα
Τον Αθηναϊκό θίασο να αρχίσει η παράσταση.
Οι Πτολεμαίοι, ο διογενής Λαερτιάδης, οι πολύπλαγκτοι εταίροι
Και οι Άλλοι κάθισαν στις θέσεις των επισήμων.
Οι Άλλες Εθνότητες ήταν ανάμιχτες,
Έλληνες και Μακεδόνες, Αιγύπτιοι κι Εβραίοι,
Πέρσες και Ανατολίτες, όλοι άνδρες, γυναίκες
και παιδιά , ελεύθεροι, μαύροι και σκλάβοι
έδειχναν Ωραίοι μες τη Διαφορά τους.
Ένας πολυδιάστατος κοσμοπολιτισμός που ήρθε
Να παρακολουθήσει Αθηναϊκή Τραγωδία.
Μόλις εμφανίστηκε ο χορός
Έγινε Σιωπή μεγάλη δεν ακουγόταν τίποτα,
Μόνο το θαλασσινό αεράκι έσχιζε το διάστημα
Χαϊδεύοντας τα πρόσωπα.




                         ΒΑΚΧΕΣ



ΧΟΡΟΣ

Αυτοί που επιδίδονται στο κυνήγι των Μαγισσών
Έχουν σκοτεινά κίνητρα
Προκαλώντας την Ύβρη και το θάνατο.
Η Ελευθερία και το άνοιγμα
Του Άλογου είναι Αυτό
Που κάνει τον Άνθρωπο άνθρωπο.
Ελευθερώνει το Σώμα απ’ τους καταναγκασμούς
Χαρίζοντας ευρυχωρία στην ψυχή,
Και το πνεύμα, κάνει τα περάσματα στον Κόσμο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Είμαι ο Διόνυσος ο γιος του Δία,
Γεννημένος απ’ τον κεραυνό του πατέρα μου
Που έπεσε στην κοιλιά της μάνας μου της Σεμέλης
Και πέθανε στη γέννα.
Αυτός με πήρε και , με έκρυψε στο μηρό του,
Αφού μ’ έραψε με χρυσές βελόνες
Για να γλιτώσω απ’ την οργή της Ήρας.
Οι Μοίρες μ’ ανέθρεψαν
Κι όταν ήρθε η ώρα
με γέννησε Θεό- Ταύρο,
Για στεφάνια είχε φίδια στο κεφάλι.
Έρχομαι από πολύ μακριά,
Πλανήθηκα και περιπλανήθηκα σε χώρες πολλές.
Έρχομαι απ’ τη μαγική Ασία
Αφού πρώτα πέρασα
Τις εύορες κοιλάδες της Περσίας,
Τους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη της Μεσοποταμίας.
Διάβηκα τα τείχη της Βακτριανής
Και διέσχισα τη φοβερή χώρα των Μήδων,
Τα πλούσια χωράφια των Λυδών.
Παντού ίδρυσα τη Θρησκεία μου,
Τους χορούς και τις τελετές.
Και να τώρα μόλις ξεσήκωσα τη Θήβα.
Οι αδελφές της μάνας μου δεν δέχθηκαν
Ότι με γέννησε με το Δία
Αλλά ότι έσμιξε μ’ ένα θνητό.
Έτσι κι εγώ τρέλανα τις γυναίκες της Θήβας
Και τις έστειλα στον Κιθαιρώνα.
Είναι ανάγκη πάσα να με δεχθούν
Στην πόλη σαν Θεό.
Ο Πενθέας δεν θέλει
Τη λατρεία της Θεότητας μου
Κι αντιδρά παράλογα,
Μ’ έβγαλε απ’ τις σπονδές
Και δεν μ’ αναφέρει στις δεήσεις.
Λεω λοιπόν να βάλω τάξη στα πράγματα,
Κι αν οι Θηβαίοι αρνηθούν τη λατρεία μου,
τότε εγώ μαζί με τις Βάκχες θα μπούμε στη Θήβα,
και θα τους πολεμήσουμε.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Μόλις τώρα έμαθα για τα δεινά
Που βρήκαν την πόλη.
Οι γυναίκες έφυγαν απ’ τα σπίτια τους,
Χορεύοντας και τραγουδώντας
Γιορτάζουν τη γέννηση και τις διαφορετικές
Αναγεννήσεις του Θεού , του Διονύσου.
Θίασοι γυναικών
Σμίγουν εκστασιασμένες απ’ το κρασί.
Αμέσως έστειλα στρατιώτες
Κι όσες πρόλαβαν τις έκλεισαν φυλακή.
Το Ίδιο θα κάνω μόλις βρω και τις άλλες,
Είναι μαζί οι τρεις αδελφές,
Η μητέρα μου η Αγαύη, η Αυτονόη και η Ινώ.
Ένας μάγος όλους τους έχει ξετρελάνει,
Λεει πως είναι ο Θεός Διόνυσος,
Γιος του Δία, ενώ Αυτός εδώ σκοτώθηκε στη γέννα,
Μαζί με τη μητέρα του
Όταν ο Δίας τους έριξε τον κεραυνό.
Αλλά τι βλέπω
Ο γέρο Κάδμος κι ο Τειρεσίας
Ντυμένοι βακχικά ετοιμάζονται να πάνε
Στις βακχικές τελετές.
Εσύ Μάντη Τειρεσία έφερες το νέο Θεό;
Τέτοια δεινά διδάσκεις ;

ΤΕΙΡΕΣΊΑΣ

Ο νέος Θεός είναι το μέλλον του κόσμου,
Βακχεύων μες στη Θεϊκή μανία
Παραληρεί προβλέποντας το μέλλον.
Δέξου Πενθέα το Διόνυσο
Γιατί Αυτός μετά τη Δήμητρα, τη Θεά της γης ,
Ο γιος της Σεμέλης έδωσε στους ανθρώπους
Τη χαρά της λήθης απ’ τα βάσανα,
Μαθαίνοντας να πίνουν το χυμό του σταφυλιού
Το κρασί.

ΚΑΔΜΟΣ

Μείνε γιε μου
Μη φεύγεις απ’ το κύκλο του κόσμου

ΧΟΡΟΣ

Κάθε γέννηση φέρνει μέσα της το θάνατο
Και κάθε θάνατος φέρνει την Αναγέννηση.
Το παιδί που γίνεται άνδρας ή γυναίκα
Ο άνδρας ή η γυναίκα που γερνούν.
Πεθαίνουν κι επανέρχονται
Αποσπάσματα του Όλου.
Ο Θάνατος του Θανάτου σημαίνει
Πως ο Θεός πεθαίνει και ξαναγεννιέται
Μέσα απ’ τη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τι χαρά εκεί που
Ο Διόνυσος γιορτάζει ελεύθερα
Εκεί στην Πιερία
στων Μουσών τα όμορφα μέρη.
Αυτός οργανώνει τα γλέντια των θνητών
Σέρνει το χορό και τραγουδάει
Δημιουργώντας μια άλλη ατμόσφαιρα
Χαράς και γλεντιού, μέχρι ο ύπνος του κρασιού
Γλυκά να έρθει.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Πενθέα πιάσαμε τον ξένο
Χωρίς καμιά δυσκολία.
Αλλά οι Βάκχες έφυγαν στα βουνά,
Λύθηκαν τα δεσμά από μόνα τους.

ΠΕΝΘΈΑΣ

Ξένε δεν είσαι άσχημος
Φαίνεται να αρέσεις στις γυναίκες,
Πες μου όμως , ποια είναι η γενιά σου;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πατρίδα μου είναι η Λυδία.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Και γιατί έφερες τη λατρεία στην Ελλάδα;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Με εντολή του Δία που κοιμήθηκε με τη Σεμέλη.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Ποιες είναι οι τελετές ;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τα μυστήρια είναι άρρητα μυστικά


ΠΕΝΘΕΑΣ

Ωραίος τρόπος για να ξεφύγει κανείς
Και ποια είναι η μορφή του Θεού;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κάθε φορά είναι διαφορετική
Ανάλογα με τη μορφή που θέλει να πάρει.
Το Ίδιο και το διαφορετικό μέσα απ’ το γίγνεσθαι.

ΧΟΡΟΣ

Φριχτά κι αχαλίνωτα
Είναι χωρίςσταματημό τα πάθη των ανθρώπων.
Ψάχνουν τη φυγή
Το άπειρο του χρόνου για να ξεφύγουν
Απ’ την αναπόφευκτη Μοίρα του Κόσμου,
Που οδηγεί ανέγκλητα στο θάνατο.
Μεταμορφωμένοι χορεύουν τραγουδώντας
Το τραγούδι της Αιώνιας χαράς,
Την αθεράπευτη νοσταλγία της Επιστροφής
Στην αθωότητα του γίγνεσθαι.
Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που εξαγνίζεται
Μέσα στο Θείο φως του μυστηρίου
Καθαγιάζοντας την ψυχή του.
Η πολυδιάστατη ενότητα της Ετερότητας
Διασκορπίζεται στο Μηδέν,
Διαλύεται σε χίλια κομμάτια
Για να επανέλθει στη διαφορά του Ενός.
Δημιουργείται η Αρχή της Απροσδιροστίας
Αλήθεια που δεν εξαρτάται από πουθενά
Και μυστηριακά κρατάει το άνοιγμα του κόσμου.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ο Διόνυσος ξέφυγε απ’ του Πενθέα
Την άγρια φυλακή
Και έφερε μεγάλες συμφορές στο βασιλιά
Γκρεμίζοντας το παλάτι.
Βγήκε  ο  Πενθέας αναστατωμένος
Και ρώτησε το Διόνυσο πως λύθηκε
Και ότι χρησιμοποιεί τη σοφία του
Εκεί που δεν πρέπει.
Μα εκεί πάνω στον Κιθαιρώνα
Τα νέα δεν ήταν καλύτερα.
Η Αυτονόη, η Αγαύη και η Ινώ
Που μετείχαν στις γιορτές,
Μέθυσαν απ’ το κρασί
Και τη μελωδία του αυλού
Κι όλες μαζί έκαναν βακχικά όργια.
Όταν τις προκάλεσαν κάτι βοσκοί
Που πήγαν να πιάσουν την Αγαύη
Για να την παραδώσουν στον Πενθέα,
Πολέμησαν με λύσσα τους άνδρες
Χτυπώντας με τη βοήθεια του Θεού.
 Φλόγες έβγαζαν τα μαλλιά τους,
Κούρσεψαν τα γύρω χωριά
Και με τα χέρια ξέσχισαν τους ταύρους
Και τα κατσίκια.
Δέξου βασιλιά το νέο Θεό
Γιατί είναι σημαντικός σε πολλά.

ΧΟΡΟΣ

Η  τύχη του ανθρώπου οδηγείται απ’ τις συγκρούσεις
Της πλάνης και της περιπλάνησης.
Πολυμήχανος ακολουθεί τα πάθη
Που τον καθοδηγούν εξορκίζοντας το θάνατο.
Όλες οι πλάνες και οι αυταπάτες
είναι μοιραίες και προκαθορισμένες,
σ’ ένα παιχνίδι με το χρόνο
που είναι απ’ τα πριν χαμένο,
παρασέρνοντας τους ανθρώπους
στο δάσος με τις Αυταπάτες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θέλεις να δεις
Τι κάνουν οι Βάκχες
πάνω στα βουνά;

ΠΕΝΘΕΑΣ

Θα το ήθελα πάρα πολύ
Να τις δω κρυφά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δεν γίνεται
Μόλις δουν που είσαι άνδρας
Θα σε σκοτώσουν
Γι αυτό φόρεσε γυναικεία ρούχα

ΠΕΝΘΕΑΣ

Θέλω να το σκεφτώ λίγο

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Η παγίδα του θανάτου
στήνεται για τον Πενθέα.
Αυτός θα σφαχτεί απ’ τη μάνα του
Ντυμένος με ρούχα γυναίκας
Μαζί θα πάμε στον Κιθαιρώνα

ΧΟΡΟΣ

Τα πάθη
Καθορίζουν αναπόφευκτα
την ανθρώπινη Μοίρα.
Ο άνθρωπος φοβερός εξάγγελος του κόσμου
Κινείται από χρέος και ανάγκη
Χωρίς να σκέφτεται τα δεινά.
Ο δαίμων του
Είναι μαρτυρία της ανθρωπιάς του.
Η δύναμη κι η ελευθερία του ανοίγματος
Για να δείχνει την πληρότητα του Θεού,
Μέσα στην τραγική Σιωπή του χρόνου.


ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πέθανε ο Πενθέας
Οι τρεις μας ανεβήκαμε στον Κιθαιρώνα,
Για οδηγό είχαμε τον ξένο.
Όταν φθάσαμε στο βουνό,
Ο Πενθέας δεν έβλεπε καλά τις μαινάδες
Και με τη βοήθεια του Διονύσου ανέβηκε
Πάνω σ’ ένα δένδρο.
Τότε μυριόστομη φωνή
Ακούστηκε σ’ όλα τα γύρω όρη
Πως ήταν εκεί
Αυτός που αρνιόταν τη λατρεία.
Άκουσαν οι μαινάδες την κραυγή
Και παρακινημένες απ’ το Θεό έτρεξαν
Για να δουν ποιος ήταν ο ασεβής,
Κι είδαν τον Πενθέα σκαρφαλωμένο
Στην κορυφή ενός δένδρου.
Άρχισαν να ρίχνουν κατά πάνω του
Ότι έβρισκαν μπροστά τους
Αλλά μάταια δεν γινόταν τίποτα.
Τότε η Αγαύη σκέφτηκε
Να ξεριζώσουν το δένδρο
Και να πιάσουν τον παρείσακτο
Γιατί θα πρόδιδε τα μυστικά της λατρείας.

ΧΟΡΟΣ

Όποιος τους Θείους Νόμους
Παραβαίνει, ανελέητη
Πέφτει πάνω του
Η οργή των Θεών.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΌΡΟΣ

Όλες μαζί οι μαινάδες
Έριξαν το δένδρο
Και πέφτοντας κάτω ο Πενθέας
Βογκούσε απ’ τους πόνους.
Πρώτα η Αγαύη όρμηξε πάνω του,
Φωνάζοντας, έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα.
Εκείνος πέταξε τη μάσκα και είπε:
Εγώ είμαι μανούλα, ο γιος σου, ο Πενθέας
Δε βλέπεις ;
Εκείνη όμως δεν έβλεπε
Γιατί το μυαλό ήταν αλλού
Υπό την επήρεια του Θεού.
Το χέρι έπιασε
Και τον ώμο έβγαλε με μιας
Ενώ η Αυτονόη και η Ινώ
Τραβούσαν τις Σάρκες με τα χέρια.
Έπεσαν πάνω του και οι άλλες μαινάδες
Κι αποτελείωσαν το έργο
Πετώντας μακριά τα κομμάτια του Σώματος.
Τότε η μάνα κάρφωσε το κεφάλι
Στο θύρσο, σαν να ήταν κεφάλι μικρού λιονταριού
Και περήφανη αφού άφησε τις άλλες
Κατέβηκε στο παλάτι,
Για να το δείξει στο Βάκχο.


ΧΟΡΟΣ

Ο Διόνυσος εκστατικά λυτρώνει το Σώμα
Απ’ τις επιθυμίες κι ελευθερώνει
το πνεύμα απ’ τις συγκρούσεις.
Πρώτος Αυτός οδηγεί Βακχεύων τους ανθρώπους
Μέσα απ’ τα ποτάμια της κόλασης,
Μέχρι να βρουν την αρχή της μη Αρχής,
Μέχρι να συναντήσουν την Αθανασία.
Ο  Ίδιος φανερώνεται Αυτοπρόσωπος
Αποκαλύπτοντας την αλήθεια της Τραγωδίας
Μετά την Ύβρη του Πενθέα.
Τραγωδός οδηγεί τους ανθρώπους
Στο άνοιγμα και το ερώτημα
της συνείδησης του χρόνου,
με το Άλογο
Αποκαλύπτει την αλήθεια του Κόσμου.

ΑΓΑΥΗ

Τρέξτε πολίτες της εφτάπυλης Θήβας
Τρέξτε για να δείτε
Πως εμείς οι κόρες του Κάδμου.
Πιάσαμε το θεριό
και διαμελίσαμε τα μέρη του.
Που ’ναι ο Πενθέας
Για να το δει.

ΚΑΔΜΟΣ

Μόλις άκουσα αυτά
Τα φοβερά και τρομερά  
Που οι κόρες μου έκαναν
Στον Κιθαιρώνα, έτρεξα
Και μάζεψα τα κομμάτια
Του Πενθέα.

ΑΓΑΥΗ

Έλα πατέρα να δεις
Το έπαθλο που κέρδισα

ΚΑΔΜΟΣ

Αλίμονο, χέρια μισερά
Έγκλημα που έκαναν.
Ακόμα δεν καταλάβατε
τι έχετε κάνει Μα όταν
 το νιώσετε τότε ο πόνος
Θα είναι πολύ μεγάλος.

ΑΓΑΥΗ

Αργά αργά
Η Σκέψη καθαρίζει

ΚΑΔΜΟΣ

Τίνος το κεφάλι έχεις εκεί μέσα;

ΑΓΑΥΗ

Μα λιονταριού

ΚΑΔΜΟΣ

Δες καλύτερα

ΑΓΑΥΗ

Ω άθλιε πόνε απρόσμενε
Το κεφάλι του Πενθέα κρατάω
Στα χέρια μου.
Πως βρέθηκε εδώ;

Το Σώμα μου τρέμει ολόκληρο
Αβάσταχτη παγωνιά αρχίζει να το διαπερνάει.

ΚΑΔΜΟΣ

Η αλήθεια έρχεται πάντοτε
Όταν δεν τη θέλεις.
Εσύ  και οι αδελφές σου
Σκοτώσατε τον Πενθέα.
Σας κατέλαβε η Διονυσιακή μανία
Μαζί μ’ όλη την πόλη.

ΑΓΑΥΗ

Η άθλια κι η μισερή
Πως μπόρεσα να σκοτώσω το σπλάχνο μου.
Τρομερή και απερίγραπτη τρέλα
Έπιασε όλο το είναι μου
Και μ’ έσπρωξε σε αποτρόπαιη πράξη.
Φρικτό θάνατο θέλω
Αφού με τα Ίδια μου τα χέρια
Σκότωσα το παιδί μου.
Μονάκριβέ μου
Εμείς οι μανιασμένες οι σκύλες σε ξεσχίσαμε
Χωρίς να ξέρουμε τι κάνουμε
Δεν είχαμε τα λογικά μας.
Ψυχή της ψυχής μου
Καρδιά μου πικραμένος έφυγες
Αφού άδοξο θάνατο είχες.
Τώρα η δύστυχη συμμαζεύω 
Τα κομμάτια σου.
Αχ!! χαρά μου
Θνητός εσύ τα έβαλες με το Θεό.
Γιε μου που στέκεις ασάλευτος
Παγωμένος απ’ το θάνατο
Δε βλέπεις που έφεξε;
Πως θα αντικρίζω το φως του ήλιου.

ΧΟΡΟΣ

Νύχτα είναι
Συσσωρευμένο Σκότος
Μπρος τα μάτια.
Το Μυστήριο της Κάθαρσης
Τίποτα μεγαλύτερο.
Απαύγασμα φωτός διαλύει τα σκοτάδια
Πράξεων τρομερών που προκαλούν τον οίκτο,
Το φόβο και τον έλεο.
Η ψυχή αναβλύζει την ελεγεία του Κόσμου
Ακούγοντας τη μουσική του.


Για μερικές στιγμές που έμοιαζαν με μια αιωνιότητα
Έμειναν συγκλονισμένοι απ’ τα φοβερά και οικτρά
Που έγιναν πάνω στη σκηνή.
Μια άλλη άβυσσος σκέψεων και συναισθημάτων κατέλυσε το Νου.
Πρώτος μίλησε ο Ερατοσθένης
Επαναφέροντας και τους άλλους
Στην πραγματικότητα.
Το είναι της τραγωδίας πραγματοποιείται
Με τη μεταφορά της δράσης στο άνοιγμα του χρονοτόπου,
Όπου το είναι και το γίγνεσθαι αποκαλύπτονται
Μέσα στην τραγική Σιωπή του κόσμου.

ΠΡΟΚΛΟΣ

Τα πάθη είναι αυτά
Που δημιουργούν τη δράση,
Ελευθερώνουν απ’ το φόβο του θανάτου
Προκαλώντας την ηδονή της κάθαρσης.
Η μίμηση αυτών των παθημάτων,
Ο οργιαστικός χορός και τα τραγούδια
Φέρνουν την έκσταση που λυτρώνει την ψυχή.

ΠΤΟΛΕΜΑΊΟΣ Ο Β΄

Η γέννηση του θαύματος
Συμβαίνει μέσα στην Αναγέννηση.
Ο θάνατος που φέρνει τη ζωή
Η ζωή που κουβαλάει το θάνατο.
Επανέρχονται μέσα από τις διαφορετικές μεταμορφώσεις
Του Θεού που αποκαλύπτει το άχρονο του κόσμου,
Το είναι και το γίγνεσθαι του ανθρώπου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Η πράξη της Τραγωδίας
Είναι ο διάλογος με τον κόσμο.
Μια ποιητική των ποιητών που αναπαριστά
Μιμούμενη τις διαφορετικές όψεις της ζωής.
Την Ίδια στιγμή είναι προσέγγιση
Κι απομάκρυνση στα άδυτα της ψυχής
Που εναντιοδρομεί με το χρόνο.
Ελευθερώνει το είναι ιστορώντας το άνοιγμα
Το μύθου του γνωστού και του Αγνώστου.
Περπατούσαν ήδη στη μεγάλη Κανωπική οδό,
Ο αέρας έφερνε τους φθόγγους της ερήμου,
Κατεβαίνοντας απ το Νείλο, θερμός κυμάτιζε τη θάλασσα του χρόνου.
Φέρνει το άρωμα μιας άλλης Αιγύπτου
Είπε ο Πτολεμαίος ο Α΄, αυτή που
Δημιουργήθηκε από την εσωστρέφεια των Αιγυπτίων,
Μέσα από την ανέκφραστη θάλασσα της Σιωπής του Χρόνου,
Του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος,
Αφού ο πολιτισμός των Αιγυπτίων αναπτύχθηκε στις όχθες του.
Πιο κάτω συνάντησαν μια κολοσσιαίων διαστάσεων γιορτή
Που είχε τεράστιες κατασκευές με πομπώδες ύφος ,
Για να εντυπωσιάσει.
Γύρω από την κεντρική σκηνή
Υπήρχαν πολλά αγάλματα που ήταν τοποθετημένα
Σε περίτεχνους συνδυασμούς. Ηθοποιοί μιμούνταν
Διάφορες καταστάσεις και πείραζαν περιπαιχτικά τους πολίτες.
Μόλις είδαν τους Πτολεμαίους και τη συνοδεία τους
Σταμάτησαν να παίζουν και υποκλίθηκαν ευγενικά.
Αμέσως προς τιμή του θεϊκού Οδυσσέα και των πολύφρονων εταίρων,
Εμφανίστηκαν ραψωδοί και άρχισαν να τραγουδούν
Τα κατορθώματα των Ελλήνων έξω από τα τείχη της Τροίας.
Τραγούδησαν για το θάνατο του μεγάθυμου Έκτορα
Όταν μονομάχησε με το θεϊκό Αχιλλέα,
Πως έπεσε η Τροία όταν ο πολυμήχανος Οδυσσέας
Σκέφτηκε το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου.
Οι φωνές των νεκρών αδερφών
Ακόμα ηχούσαν στα αυτιά του Διογενή Λαερτιάδη,
Ακόμα άκουγε τις φωνές των νεκρών συντρόφων
Που χάθηκαν δεν υπάρχουν πια.
Ο χρόνος ήταν ανοιχτή τρύπα του θανάτου,
Μάζες φωτός κατολίσθησαν μέσα του φωτίζοντας
 την άβυσσο της ψυχής,
Έκαναν το διάφανο της αθωότητας.
Οι Αλεξανδρινοί ραψωδοί συνέχισαν με τις περιπλανήσεις
του πολύτλα Οδυσσέα όταν έκανε το ταξίδι του γυρισμού
στην πολυπόθητη Ιθάκη. Τραγούδησαν το πέρασμα απ’
 το νησί του Αιόλου και την επιστροφή ξανά σ’ Αυτό, αφού
οι μικρόψυχοι εταίροι έλυσαν το ασκί των ανέμων
 και τους παρέσυραν μακριά απ’ την πατρίδα,
ενώ έβλεπαν ήδη τα βουνά της.
Εκστασιασμένοι  τραγούδησαν για τον αποκλεισμό στην
μυθική Ωγυγία, και πως ο θεϊκός Οδυσσέας αρνήθηκε την Αθανασία
που η νύφη Καλυψώ υποσχέθηκε για να μείνει μαζί της.
Αυτός όμως προτίμησε να κάνει για ύστερη φορά
το ταξίδι του γυρισμού στη μυθική Ιθάκη και
 στην αγαπημένη του Πηνελόπη.

Μαγεμένοι λες και βρίσκονταν σε μια άλλη διάσταση, έψαλλαν
Πως πολύ αργότερα ο πολυμήχανος Οδυσσέας συνάντησε τους
Πολύπαθους εταίρους, μέσα στους χρόνους του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ.
Όλη αυτή την ώρα που άκουγαν ο πολύτροπος Οδυσσέας και οι
Ανόστιμοι σύντροφοι δάκρυα χαράς έτρεχαν απ τα μάτια τους,
Συγκλονισμένοι άκουγαν τους ραψωδούς που τραγουδούσαν
τα κατορθώματά τους .
Οι Αλεξανδρινοί άκουγαν συνεπαρμένοι
Ο ήλιος άρχισε να παίρνει τους τόνους τις νοσταλγίας,
Χαοτικός, βαθυκόκκινος. Τελειώνοντας οι ραψωδοί,
Συνέχισαν βαθιά συγκινημένοι το δρόμο τους, ενώ ευχαριστούσαν
Τον κόσμο που τους επευφημούσε.
Αριστερά και δεξιά του δρόμου υπήρχαν υπόστυλες στοές
Για να προφυλάσσουν από τη ζέστη.
Οι δρόμοι ήταν παράλληλοι που τέμνονταν απο πολλούς καθέτους
Σχηματίζοντας τετράγωνα οικόπεδα σε σχήμα ζατρικίου.
Συνυπήρχαν η Ελληνική και η Αλεξανδρινή τέχνη,
Τα κτίρια δημόσια και ιδιωτικά ήταν κτισμένα σε Ιωνικό
και Κορινθιακό ρυθμό. Πολυώροφα με στοές και θολωτές στέγες
Είχαν μεγάλες επιφάνειες που ήταν διακοσμημένες περίτεχνα.
Ξεχώριζαν τα σπίτια των εμπόρων και των αξιωματούχων
Που εντυπωσίαζαν με τον πλούτο και την πολυτέλεια.
Υπήρχαν τεράστιες πλατείες με τοξοειδή μνημεία και ροπή
προς το μεγαλειώδες.
Η μεγαλοπρέπεια της Ανατολής και η πολυτέλεια
Αντικατέστησαν το απλό και το ωραίο της κλασσικής Ελλάδας.
Θαύμασαν το ξακουστό μνημείο του Σέραπι.
Ιερό πολύ μεγάλο είχε σχήμα τετράγωνο
Και ήταν διακοσμημένο με πολλά αγάλματα
Όμοιό του δεν είχε άλλο. Περίφημο για τον πλούτο και το μεγαλείο,
Μια ψηλή μονόλιθη κολώνα δέσποζε στην μπροστινή όψη.
Περιεργάστηκαν από κοντά το Καισάρειο,
Το ωραιότερο ιερό του κόσμου, είχε προπύλαια και στοές,
πλούσιες βιβλιοθήκες και σπίτια , οι κήποι του μοσχοβολούσαν
τις ευωδιές του κόσμου.
Ο α- κοσμικός Οδυσσέας οι πανχρονικοί σύντροφοι και οι Άλλοι,
Εκστασιασμένοι ζούσαν το χρόνο του μεταθανάτου
Αλλάζοντας κάθε φορά χωροχρονικές διαστάσεις.
Το χρονικό του χρόνου έδειχνε τα παλάτια των Πτολεμαίων
Όπου υπήρχε το Μαυσωλείο του μεγάλου Αλέξανδρου
Και αυτό των Πτολεμαίων.
Ρίγη συγκίνησης κυρίευσαν την ψυχή τους ,
Βρίσκονταν ήδη στη βασιλική νεκρόπολη
Μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου και των συγγενών του.
Το Μαυσωλείο είχε αυλή, είσοδο με σκάλα, προθάλαμο
Και την αίθουσα που βρισκόταν η χρυσή σαρκοφάγος με τη σωρό
Του Αλέξανδρου, πάνω απ’ το τάφο υπήρχε ναός με προπύλαια.
Ο άνθρωπος που κατέκτησε τον κόσμο Αλλά δεν τον κυρίευσε κυριολεκτικά .Εδώ ήταν νεκρός. Οικουμενικός ανέτρεψε τα πάντα
Και δημιούργησε έναν άλλο κόσμο,
Προσπαθώντας να συνθέσει πολυδιάστατα τους διαφορετικούς πολιτισμούς.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν χορικά στις νεκροπόλεις της Αλεξάνδρειας,
Εδώ ο θάνατος δεν είχε τέλος. Μετέωροι προχωρούσαν μέσα
Στην αρνητική ομολογία του τίποτα.
Οι Ελληνικοί τάφοι ήταν τετράγωνοι με εκπληκτική Αρχιτεκτονική
και Γλυπτική.
Ο Ένας δίπλα στον Άλλον είχαν ναίσκους, στήλες, πολλά είδωλα
Ανάγλυφα αγάλματα, επιγραφές και άλλα.
Μέσα στους τάφους τοποθετούσαν μικρά αγαλματάκια
Που απεικόνιζαν το Βάκχο και το Θεό Ύπιο.
Οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν ζωγραφισμένα
με έντονο χρώματα , θαύμασαν επίσης τις τερακότας του Φαγιούμ,
Ήταν φτιαγμένες με μικτή Αιγυπτιακή κι Ελληνική τεχνική, φανερώνοντας μέσα από την απέραντη θλίψη των ματιών τους
Την αιώνια νεότητα της Ελληνικής ψυχής.
Οι Αιγυπτιακοί τάφοι είχαν πολλά αγάλματα Από πέτρα και πηλό
 << τους αντικαταστάτες >>
Αυτοί ξεκούραζαν τους νεκρούς από την αγγαρεία.
Τα σπλάχνα των νεκρών φυλάσσονταν σε πολλά δοχεία
Τα κανώπια που είχαν για πώματα  ανάγλυφες μορφές από πέτρα
 ή μάρμαρο, Και απεικόνιζαν κεφάλια ανθρώπων ,τσακαλιών, πιθήκων και γερακιών.
Το χορικό πέταγμα τους έδειξε το Ατελεύτητο τέλος του τέλους
Για τη μυθική Αλεξάνδρεια που ήρθε μαζί με τον Έρωτα και το Θάνατο
του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας.
Χάθηκε βαθιά μέσα στη θάλασσα και κάτω απ’ την πυρωμένη άμμο.
Ο Φιλέταιρος Οδυσσέας οι ανώνυμοι σύντροφοι
Και οι Άλλοι μπροστά στο Μαυσωλείο της Κλεοπάτρας
έζησαν αόρατοι τις τελευταίες στιγμές του δράματος,
το θάνατο της περίφημης βασίλισσας της Αιγύπτου,
σαν Αυτόπτες, παράλληλοι και Ίδιοι με το χρόνο  και την Ιστορία.
Οι θεραπαινίδες έριξαν τα σχοινιά  κι ανέβασαν πάνω
 τον τραυματισμένο Αντώνιο που πέθανε στην Αγκαλιά της.
 Ο θρίαμβος του πάθους, ο τελευταίος των μελλοθανάτων του Έρωτα.
Έπειτα η Κλεοπάτρα ετοιμάστηκε από τις δούλες
Που έμειναν πιστές ως το τέλος και πέθανε απ’ το δάγκωμα ενός φιδιού.

Ζώντας χορικά το ΜΕΤΑΘΆΝΑΤΟ, μεταφέρθηκαν αλλού,
Βαθιά μέσα στο χρονικό του χρόνου βιώνοντας το άνοιγμα του Πανχρόνου. Ο χώρος ήταν α- χωρικός, οι μορφές τους
Μεταμορφώνονταν ανάλογα με τις τονικότητες του φωτός
που διέτρεχαν. Ζούσαν την απόλυτη καθαρότητα της διαφάνειας,
την έκσταση της ζωής του Άλλου κόσμου.
Μαγεμένοι έφθασαν έξω απ’ το Μουσείο της Αλεξάνδρειας.
Διέσχισαν τους μεγάλους κήπους που μοσχοβολούσαν ευωδιές.
Από δω μπορούσαν να θαυμάσουν την Αλεξάνδρεια,
Εκτεινόταν μεταξύ της Μεσογείου και της Μαρεώτιδας λίμνης
Όπου χυνόταν μέρος του Νείλου, πλωτός δρόμος που οδηγούσε
Στο εσωτερικό της Αιγύπτου. Εδώ ο Αλέξανδρος , Αυτός
ο υπέροχος ονειροπόλος , ο μαθητής του Αριστοτέλη, μόλις
είκοσι τριών ετών, μαζί με το Ρόδιο Δεινοκράτη χάραξε
τα όρια της ιδανικής πολιτείας.
Μπήκαν μέσα στο Μουσείο, το κτίριο ήταν μεγάλο με στοές,
Είχε Αστεροσκοπείο απ’ όπου παρατηρούσαν τις κινήσεις των άστρων.
Υπήρχε τεράστια βιβλιοθήκη και χώροι που συζητούσαν οι φιλόσοφοι.
Πέρασαν στις αίθουσες των καλών τεχνών,
Όλοι οι χρόνοι ήταν εν τω γίγνεσθαι
Αποκαλύπτοντας την εποχή των εποχών.
Το φαντασιακό Μουσείο του χρόνου είναι το μέσα μέρος
Της Σιωπής του κόσμου δείχνοντας την αρχή και το τέλος του θανάτου.
Το πρώτο πράγμα που είδαν ζωγραφισμένο
Στον τοίχο μιας τεράστιας αίθουσας, ήταν η μάχη Μεγαλέξανδρου
στην Ισσό με τους Πέρσες,
Έργο του φιλόξενου. Πέρσες και Μακεδόνες μάχονταν
στις όχθες του ποταμού Πινάρου.
Ο Αλέξανδρος ακράτητος ορμούσε εναντίον του Δαρείου
Που από φόβο έστρεψε το άρμα του προς τα πίσω,
Να σωθεί ενώ τον ακολουθούσε η φρουρά του.
Άφησε ανυπεράσπιστους στο πεδίο της μάχης,
Τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Ο πανχρονικός Οδυσσέας και οι α- κοσμικοί σύντροφοι
Συγκλονισμένοι βίωναν το φαντασιακό του χρόνου,
Μέσα στην άχρονη Σιωπή που έκανε το άνοιγμα.
Εκατοντάδες πίνακες και αγάλματα κοσμούσαν τις αίθουσες ,
άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα ήταν φτιαγμένα με μικτή τεχνική
και με έντονο  το παιχνίδι των φωτοσκιάσεων, όπως Αυτό των παιδιών
Που φυσούσαν τη φωτιά να ανάψει και τα πρόσωπα τους πλημμύριζαν με φως. Για λίγο στάθηκαν μπροστά σ’ ένα μικρό
Μπρούτζινο Νουβιανό που είχε σώμα αδύνατο,
Θλιμμένος περπατούσε αργά τραγουδώντας.
Πιο εκεί ένας γεροβοσκός με μεγάλη καμπούρα
Έβοσκε τα πρόβατα παίζοντας τη φλογέρα,

Και σ’ ένα διπλανό άγαλμα μια μαϊμού

Έπαιζε στον ώμο του αφεντικού της που χτυπούσε το ντέφι
να χορέψει η αρκούδα...
Γεμάτοι περιέργεια μπήκαν στις αίθουσες
Που βρίσκονταν τα έργα των Ελλήνων πλαστών.
Η επίδραση των Αθηναίων ήταν μεγάλη,
Κυρίως του Φειδία, του Πραξιτέλη με την αέρινη γραμμή
Και το πέρασμα απ’ το Ένα στο Άλλο ανεπαίσθητα.
Υπήρχαν έργα του Απελλή, του Ζεύξη, του Παράσσιου
 και άλλα.Βρίσκονταν στο κέντρο της αίθουσας του φωτός
Και θαύμασαν την κενταύρισσα του Ζεύξη.
Ένα μίγμα ανθρώπου και ζώου, το γυναικείο μέρος
Ήταν απερίγραπτα ωραίο ενώ το μέρος του έφερνε στο
 νου άγρια άλογα. Οι εκπληκτικές διαβαθμίσεις των χρωμάτων
φανέρωναν τη μετάβαση απ’ τη μια κατάσταση
στην άλλη, το Ίδιο και το διαφορετικό.
Ακριβώς απέναντι βρίσκονταν το πορτρέτο του Δήμου,
Έργο του Παράσσιου. Η ακρίβεια και η λεπτότητα του σχεδίου
Φανέρωνε τους αργούς ρυθμούς της Ιωνίας.
Έδειχνε τις ψυχές που μεταβάλλονταν ανάλογα
με Αυτό που αισθάνονταν όπως οίκτο, ζήλια, ταπείνωση
Και περηφάνια. Σε διπλανή πελώρια αίθουσα στεκόταν
Ολομόναχος ο χρυσελεφάντινος Δίας της Ολυμπίας.
Έργο του Φειδία φαινόταν σαν να ήταν το κέντρο του Σύμπαντος,
Λες και γεννήθηκε από την αταξία του χάους.
Θαύμασαν την ολική πληρότητα του Θείου,
Ο Θεός καθισμένος σε θρόνο ήταν Αυτός που
Έσωσε τον κόσμο και προστάτευε τους ανθρώπους.
Το πρόσωπο είχε αρμονικές αναλογίες και ακτινοβολούσε
Μια φοβερή γλυκύτητα. Η γαλήνια χλομάδα του ελεφαντοστού
Συνταιριάζονταν τέλεια με το φως του χρυσού.
Στολισμόνο με πολύτιμα πετράδια έδειχνε απίθανα ωραίο.
Όλο περιέργεια πέρασαν στις αίθουσες της Αλεξάνδρειας
Και θαύμασαν τα αγγεία της Χάντρας.
 Νεκρικές υδρίες που η επιφάνεια τους ήταν καλυμμένη
με λευκό σμάλτο και ζωγραφισμένη με καστανόχρωμα μοτίβα.
Δίπλα τους περίφημοι όνυχες και σαρδόνυχες
Είχαν πολλαπλά στρώματα με διαφορετικά χρώματα,
Σε κάθε ένα απ’ αυτά ήταν ζωγραφισμένες διάφορες εικόνες
Και προσωπογραφίες όπως του Πτολεμαίου και της Αρσινόης.
Η ασύνορη Ελληνική τέχνη επηρέασε τον κόσμο.
Όλοι Αυτοί, ο θείος  Οδυσσέας και οι πολύστονοι σύντροφοι.
Ο Πτολεμαίος και οι Άλλοι εισχωρούσαν ολοένα και περισσότερο
Στην ατέρμονη Πανχρονικότητα, βίωσαν τον πλανητικό χρόνο
Αποκαλύπτοντας το Είναι της Αυτό-δημιουργίας.
Ταξιδιώτες του Παντός προχωρούσαν μέσα
 στις ρωγμές του Χρόνου αναζητώντας ΑΥΤΌ που
υπάρχει μετά το Θάνατο, το Άρρητο όνομα του κόσμου.
Ο Πτολεμαίος ο Α΄ με υπερηφάνεια τους οδήγησε
Στις αίθουσες των Ελλήνων Μακεδόνων,
Εκεί όπου πάνω σε περίτεχνες τοιχογραφίες και ψηφιδωτά
Υπήρχε σε συνεχείς α- συνέχειες το Έπος των Μακεδόνων.
Μυθιστορία ζωγραφισμένη, οι φοβεροί πολεμιστές της φωτιάς
Άρχισαν το εκπληκτικό ξεκίνημα απ’ τη Μακεδονία
και έφθασαν μέχρι τα βάθη της Ινδίας,
Μεταφέρθηκαν χορικά μέσα απ’ τις ζωγραφιές 
Στις δίνες των μαχών κι έζησαν μαζί με τους Έλληνες
Όλες τις μεγάλες στιγμές.
 Γρανικός ποταμός, Γόρδιος Δεσμός,
Ισσό, Μαντείο Άμμωνος, η μάχη στα Γαυγάμηλα, ο Θάνατος
του Δαρείου, ο φόνος του Κλείτου, προς Ινδική, η διάβαση του Υδάσπη

Η μάχη με τον Πώρο, η Επιστροφή, ο Αλέξανδρος
Που πληγώνεται, η Γεδρωσία, ο στόλος και ο Νέαρχος,
Οι μεγάλες γιορτές στα Σούσα, η στάση στη Βαβυλώνα,
Ο θάνατος του Αλέξανδρου.
Η πρώτη μεγάλη τοιχογραφία που είδαν , έδειχνε τον Αλέξανδρο
που πρώτος περνούσε το Γρανικό ποταμό και φώναζε τους Μακεδόνες να τον ακολουθήσουν. Τα βέλη και τα ακόντια έπεφταν βροχή, αλλά αυτός ορμούσε ατρόμητος προς το κέντρο του Περσικού στρατού, ενώ οι Πέρσες κινούνταν εναντίον του.
Οι Αυτόπτες είπαν πως ο Μιθριδάτης με τους άνδρες του
Τον πλήγωσαν στον ώμο, αλλά ο Αλέξανδρος αντέδρασε
Αστραπιαία και έριξε νεκρό τον Πέρση φρουρό.
Τότε ένας άλλος στρατιώτης με μια σπαθιά
Έσχιζε στα δυο το κράνος του βασιλιά,
Κι ενώ ο Μιθριδάτης ήταν έτοιμος για την ύστατη μαχαιριά,
 ο Κλείτος με το σπαθί έκοψε το χέρι του,
έτσι σώθηκε ο μεγάλος Βασιλιάς.
Έπειτα πέρασαν σ’ ένα τεράστιο ψηφιδωτό, φτιαγμένο
με αρμονική γεωμετρία, χρώματος χρυσαφί και κόκκινο
όπου ο Αλέξανδρος με το σπαθί έκοψε το Γόρδιο Δεσμό, δείχνοντας
μ’ αυτό τον τρόπο πως θα κυριεύσει την Ασία.
Ο πολύφρων Οδυσσέας και οι πανχρονικοί εταίροι, οι Πτολεμαίοι
και οι Άλλοι παρακολούθησαν έκθαμβοι σε αναπαράσταση τη μεγάλη πορεία των Μακεδόνων, μέσα από το όχημα του Πανχρόνου,
χωρίς να ξέρουν εάν  θα βρουν Αυτό που είναι κρυμμένο
στις μυστικές διαδρομές της Ιστορίας.
Στην άλλη πλευρά του τοίχου, μέσα απ’ τη μαγική διάταξη των ψηφίδων,
Μικρές και μικροσκοπικές λες και κυμάτιζαν στο διάστημα, απεικονίζονταν ένα εκατομμύριο στρατός και αμέτρητα δρεπανηφόρα άρματα που ήταν στρατοπεδευμένα στα Γαυγάμηλα.
Απέναντι οι Έλληνες μόλις έφθαναν τα μισά της Περσικής παράταξης,
Η ατέρμονη Σιωπή της αναμονής υπήρχε διάχυτη, τέλεια δοσμένη λίγο πριν την τελική αναμέτρηση, λίγο πριν την έκσταση του θανάτου.
Οι ιππείς με το ζόρι κρατούσαν τα άλογα απ΄’ τα χαλινάρια,
Οι παλαίμαχοι Μακεδόνες που πολέμησαν μαζί
με το μεγάλο στρατηλάτη διηγήθηκαν πως έγινε η μάχη.
Μόλις οι Έλληνες πλησίασαν τους Πέρσες,
Ο Δαρείος έστειλε τα δρεπανηφόρα να τους διαλύσουν.

Αυτοί όμως με συμβουλή του Αλέξανδρου άφησαν να περάσουν μέσα απ’ τις γραμμές τους και τοξεύοντας τους σκότωναν.

Μετά απ’ αυτό έκαναν έφοδο στο κέντρο του Περσικού στρατού,
Και το διέλυσαν με τα μακριά δόρατα.
Οι Πέρσες μάχονταν μάταια, κόπηκαν στα δυο,
Κι έτσι ολόκληρος στρατός τράπηκε σε φυγή.
Σαν υπνωτισμένος ο Πτολεμαίος ο Α΄ λες και κάποιος
Τον κατεύθυνε αόρατα, τους οδήγησε σε μια ξεχωριστή
Αίθουσα, όπου υπήρχε το ψηφιδωτό με το θάνατο του Δαρείου.

Όλοι μαζί βάδιζαν σαν να βίωναν το κενό του διαστήματος.
Όταν μπήκαν μέσα είδαν τον Αλέξανδρο
Που γεμάτος συγκίνηση σκέπαζε με την κόκκινη χλαμύδα του
Το μεγάλο βασιλιά ενώ ήταν ήδη νεκρός.
 Συγκλονίστηκαν όταν είδαν το διπλανό ψηφιδωτό.
Έβλεπαν ότι πιο πένθιμο μπορούσαν να φαντασθούν.
Ο Αλέξανδρος συντριμμένος , βαθιά λυπημένος
Έκλαιγα απαρηγόρητος επειδή σκότωσε τον Κλείτο,
Το στρατηγό του και σωτήρα του.
Έφυγαν με την ψυχή άδεια , Α- χωρικά περνούσαν
Απ’ τη μια αίθουσα στην άλλη, δεν υπήρχε απόσταση,
είχε καταλυθεί απ’ το άνοιγμα του χωροχρόνου.
Οι ταξιδιώτες της φωτιάς ζούσαν τον πολυδιάστατο Πανχρόνο,
 μπήκαν σε μια τεράστια αίθουσα όπου και
στις τέσσερις πλευρές υπήρχαν ζωγραφισμένες
η διάβαση του Υδάσπη και η μάχη με τον Πώρο.

Στην τοιχογραφία ο αδιάβατος ποταμός με τα ορμητικά 

Ήταν στη μέση, οι Μακεδόνες και οι Ινδοί του Πώρου

Βρίσκονταν αριστερά και δεξιά του ποταμού

Περνώντας στην άλλη τοιχογραφία, οι Μακεδόνες βάδιζαν

  Εναντίον του Πώρου αφού πέρασαν νύχτα το ποτάμι.


Οι τοιχογραφίες διαδέχονταν η μία την άλλη αβίαστα
Ως συνεχής α-συνέχεια του χρόνου.
Στην τρίτη τοιχογραφία, οι στρατοί ήταν παραταγμένοι
σε θέση μάχης. Ο Πώρος είχε τοποθετήσει διακόσιους ελέφαντες
μπροστά κι από πίσω το πεζικό και τα άρματα,
ενώ το Μακεδονικό ιππικό ορμούσε εναντίον των Περσών.
Τότε ο Πτολεμαίος ο Α΄ πήρε το λόγο και διηγήθηκε
πως έγινε η μάχη. Μετά από λίγο, το Μακεδονικό ιππικό
Διέλυσε το Ινδικό κι έτσι ο Πώρος αναγκάστηκε
κι έστειλε εναντίον των Μακεδόνων τους ελέφαντες,
που κατατρόμαξαν τα άλογα των Ελλήνων και τα διέλυσαν.
 Το θέαμα ήταν φοβερό, τα τεράστια θηρία επιτέθηκαν
 βγάζοντας άγριες κραυγές ενώ η γη σειόταν απ’ το
ποδοβολητό. Αμέσως σκόρπισαν οι Μακεδόνες
κι ώσπου να συνέλθουν ανασυντάχθηκαν οι Ινδοί.
Ο Πώρος επιτέθηκε και πάλι με τους ελέφαντες
Αλλά αυτή τη φορά, το ιππικό των Μακεδόνων
Επίτηδες έκανε πέρα και τους παρέσυρε μακριά,
Αφήνοντας ακάλυπτο το πεζικό.
 Έτσι οι Ινδοί μετά από μάχη τράπηκαν σε φυγή και Πώρος
Τραυματισμένος αναγκάστηκε να παραδοθεί αιχμάλωτος.
Η τέταρτη τοιχογραφία έδειχνε τον Αλέξανδρο
Μεγαλοπρεπή αλλά κουρασμένο από τη μάχη.
Φαίνονταν ωραίος με την αστραφτερή πανοπλία του
Καθώς συνομιλούσε με τον πληγωμένο Βασιλιά Πώρο.
Ο Πτολεμαίος ο Α΄ είπε πως ο μεγάλος στρατηλάτης
Σε ένδειξη θαυμασμού άφησε τον Πώρο να διοίκηση και πάλι
το βασίλειό του.
 Τότε ο πολύτροπος Οδυσσέας απάντησε :
Οι χρυσοί κύκλοι της ελπίδας εξαφανίστηκαν μέσα
Στη δίνη της αιωνιότητας , μετά το τέλος των πολέμων.
Η αόρατη κλωστή ενώνει και πάλι τα αντίθετα,
Τα άστρα με τη γη, τη φωτιά του Σώματος
με την παντοτινή γαλήνη του κόσμου.
Η αρμονία του κοσμικού πολέμου έρχεται
Μετά το τέλος των πολέμων.
Οι τελευταίοι εναπομείναντες είναι Αυτοί
Που συλλαβίζουν τον Πανχρόνο,
Ψάχνοντας την οριστική αλήθεια, αυτό που δεν υπάρχει.
Άλλοι άνθρωποι βγήκαν από το φαντασιακό μουσείο
του Πανχρόνου, γι αυτούς τα πράγματα ποτέ δεν θα ήταν
όπως πριν. Το φως του ήλιου τύφλωσε τα μάτια τους
και περπάτησαν λίγο ώσπου να συνέλθουν.

Η Αλεξάνδρεια ήταν το Ίδιο παλιά και νέα
Πόλη μαγική υπήρχαν σ’ Αυτήν όλες οι διαστάσεις του χρόνου.
Ο Έρωτας της Αλεξάνδρειας φανέρωνε το άνοιγμα του κόσμου,
Τους καλωσόρισε το φθινοπωρινό αεράκι
Κι ο φάρος τους χαιρέτησε από μακριά.
Ο διάφανος ουρανός της Αλεξάνδρειας καθρέφτιζε το μέλλον,
Προχωρούσαν λες και πετούσαν με τα φτερά των Θεών.
Στο ναό του Ομήρου διάβασαν τη φράση Που ήταν ζωγραφισμένη
σ’ Αυτόν,
<< τον μεν Όμηρον αυτόν εμούντα τους άλλους
ποιητάς τα εμημεσμένα αρυομένους>>.
Όλοι οι Πτολεμαίοι ήταν μαζί μεταχρονικά,
Όλοι Αυτοί που έκαναν την Αλεξάνδρεια Αυτό
Που ήταν για μια χιλιετηρίδα στην πολυτάραχη ζωή της,
Πόλη του πολιτισμού και του πνεύματος.
Ο Παναύτης Οδυσσέας και οι αειναύτες εταίροι
Από τότε που έφθασαν στην Αλεξάνδρεια,
Μια κρυφή λαχτάρα υπήρχε στην ψυχή τους.
Πότε θα επισκεφθούν τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη
Και τη θυγατρική της Ρακώτιδος που ήταν ξακουστές σ’ όλο τον κόσμο.

Οι ταξιδιώτες του ουρανού σαν μεταχρονικοί του χρόνου που ήταν,
Γνώριζαν πως η καταστροφή των ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΏΝ άλλαξε  την Ιστορία του Ανθρώπου, δεν ξέρουμε πως θα ήταν ο κόσμος
Εάν δεν καίγονταν οι Βιβλιοθήκες.
Καταστράφηκαν οι πάπυροι και τα βιβλία,
Και μαζί όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις της επιστήμης ,
Της φιλοσοφίας και της τέχνης, όπως και η γνώση, η μνήμη
Και η ιστορία των λαών της γης . Οι Πτολεμαίοι λες και το μάντεψαν τους οδήγησαν προς τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη.
Έκπληκτοι θαύμασαν το τεράστιο άγαλμα του Σέραπι  
Όταν αποκαλύφτηκε ξαφνικά, το θάμβος μέσα στο άπλετο
 Φως της Μεσογείου.
Οι ταξιδιώτες της φωτιάς έμειναν άφωνοι μόλις αντίκρισαν
Τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, αδιάφορη απ’ τη ροή του χρόνου ακτινοβολούσε κοσμική ενέργεια που συνέθεταν η συμμετρία,
Η τέλεια αναλογία και η καθαρότητα των όγκων.
Συγκινήθηκαν αφάνταστα, ήταν μια απ’ τις πληρέστερες δημιουργίες
που συνάντησαν πλανώμενοι και περιπλανώμενοι
Στους αιώνες του Πανχρόνου.
Πολλοί Αλεξανδρινοί περίμεναν απ’ έξω,
Ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, ο πρώτος Βιβλιοθηκάριος
Και ο Ομηρικός φιλόλογος τους υποδέχθηκε στην είσοδο,
Μαζί με πολλούς άλλους γραμματικούς, ποιητές,, Φιλοσόφους
 και αντιγραφείς.
Σαν μαγεμένοι προχώρησαν στο εσωτερικό
Και η Σιωπή των αιώνων συγκλόνισε το Είναι τους.
Εδώ βρισκόταν γραμμένη  όλη η γνώση και η Σοφία του κόσμου.
Εδώ φυλλομετρούσαν τους χρυσούς χρόνους του Πανχρόνου.
Χρόνια τώρα οι αντιγραφείς αντέγραφαν τα χειρόγραφα
Και οι ποιητές ,οι φιλόσοφοι και οι άλλοι τα μελετούσαν.
Χρόνια τώρα οι Βιβλιοθηκάριοι ταξινομούσαν τα βιβλία
Και κυνηγούσαν τους σκόρους να μην τα καταστρέψουν
Τινάζοντας τα παπούτσια απ’ τη σκόνη.
 Σαν υπνωτισμένοι χάθηκαν μέσα στο δάσος των κιόνων
Και το μαγεμένο βασίλειο που κοιμούνταν οι νύμφες
Και τα φαντάσματα, οι σκέψεις και τα όνειρα ,
Οι νεράιδες και οι μάγισσες , τα αμέτρητα
 πρόσωπα της Ιστορίας, αλλά κυρίως εδώ κατοικούσαν
ποιητές , μύστες και φιλόσοφοι, όλοι δημιουργοί της ομορφιάς,
ένας μεγάλος θίασος ιεροφάντων. Ερευνητές και επιστήμονες
του κόσμου, του χρόνου και της ιστορίας.
Η τάξη κυριαρχούσε παντού, η Μεγάλη Βιβλιοθήκη
Αριθμούσε επτακόσιες χιλιάδες συγγράμματα,
 Πλούσια σε ποικιλία θεμάτων είχε μεγάλες αίθουσες
Όπου πάνω σε ράφια ήταν τοποθετημένα τα βιβλία.

Οι πανχρονικοί ταξιδιώτες εκστασιασμένοι πέρασαν
Στην μεγάλη αίθουσα των ακροάσεων που είχε αμφιθέατρο
με ξύλινα διαζώματα. Ήταν ανοιχτή προς τη μεριά
του ουρανού, απ’όπου έμπαινε Θείο φως.
Η γη κι ουρανός σε πλήρη αρμονία,
Όλα γίνονταν μέσα στη διαφάνεια του μέλλοντος,  στη μέση
 ήταν ο πανχρονικός Οδυσσέας και οι πλανητικοί εταίροι,
Οι Πτολεμαίοι και οι Άλλοι που ζούσαν τη δίνη
Της Πανχρονικής Επιστροφής του Αυτού.
Επέστρεφε  ο Πανχρόνος μετακοσμικά
Και μαζί όλη η ιστορία, όλοι οι χρόνοι,
 Κυκλικά σε οριζόντιες και κάθετες ευθείες που
Έρχονταν από την άβυσσο του Μηδενός και του Τίποτα.
Κάθισαν σε κύκλο, γύρω το αμφιθέατρο γέμισε Αλεξανδρινούς,
Όλοι μαζί ταξιδιώτες του Παντός
Επέστρεφαν πανχρονικά μέσα στο άνοιγμα του κόσμου.
Πρώτος μίλησε ο Πτολεμαίος ο Α΄ ο Λάγου
Ο επονομαζόμενος και Σωτήρ κι ευχαρίστησε τους Αλεξανδρινούς ,
Για την υποδοχή που έκαναν στον θεϊκό Οδυσσέα και
 τους ανόστιμους συντρόφους. Έπειτα απευθύνθηκε
προς τον Ευκλείδη τον περίφημο μαθηματικό
και ρώτησε αν ήθελε να αρχίσουν διάλογο μιλώντας
για τη γεωμετρία του χρόνου, Α-χωρικοί όντας,
το είναι του Πανχρόνου και το γίγνεσθαι του κόσμου.
Τότε ο Ερατοσθένης αντιπρότεινε να παραμείνουν γήινοι
Και να μην χαθούν μέσα στους δαιδάλους του χρόνου
Και της ιστορίας αλλά να ερευνήσουν το είναι του ανθρώπου.
Ο Ευκλείδης αφού σκέφτηκε για λίγο απάντησε.
Το μέρος είναι απόσπασμα του Όλου,
Ο ΄Όλος Άνθρωπος περνάει απ’ το ειδικό στο γενικό,
Υπάρχει η αμφίδρομη σχέση της εναντιοδρομίας
( οδός άνω κάτω μια και αυτή ). ( Ηρακλ. Οπός. 60)

ΠΡΌΚΛΟΣ

Είμαστε μέσα στις ρωγμές ενός δρόμου
Που προηγείται Αυτό που ερευνούμε.
Το -Αυτό- βρίσκεται στην αρχή και το τέλος,
Και κατά τη διάρκεια της διαδρομής,
Κι ας το αγνοούμε κι ας μας αγνοεί.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Έχουμε το είναι και το μη είναι
Που είναι Ένα και το Αυτό με το Είναι
Μέσα στο γίγνεσθαι του χρόνου.

ΠΤΟΛΕΜΑΊΟΣ Ο Γ ΄

Το άνοιγμα της ζωής και του θανάτου
Είναι τραγικά ελεύθερο
Γιατί συλλαμβάνει τη ζωή
Που οδηγεί στο θάνατο.

ΕΥΚΛΕΊΔΗΣ

Πρέπει να ξέρουμε πως
Το Σύμπαν του χρόνου είναι η αρμονία των αριθμών
Που δημιουργούνται απ’ τα σκοτάδια του Τίποτα.
Η αριθμογεωμετρία του κόσμου έρχεται με το ρεύμα του χρόνου,
Το Μηδέν και το Άπειρο το κενό του παντός.
Το όχημα του χρόνου κινείται α-διεύθυντα
Μέσα στη διπλή σπείρα του Πανχρόνου.
Είναι η μεταβαλλόμενη γεωμετρία των αριθμών του Σύμπαντος,
Χαοτική αταξία και τάξη που διαπερνούν
Το είναι του ανθρώπου δίνοντας τη δυνατότητα της δημιουργίας.
 Ένας νέος Αλεξανδρινός ζήτησε το λόγο και είπε.
Η ολική ενέργεια των πεδίων του χρόνου
Επιστρέφει χρονικά ως διαφορά
Όπου ο χρόνος διαιρείται σε όλες τις διαστάσεις.
Λεπτό κλαράκι που λυγίζει να μην σπάσει
Τινάζοντας τα φύλλα απ’ το πέρασμα των χρόνων.
Μαγικά τελειώνει κι αρχίζει ο Έρωτας του -Αυτού-
Η Πανχρονική Επιστροφή των χρόνων
Που αποτυπώνεται βαθιά πάνω του,
Αφήνει τα ίχνη αν και Αυτό παραμένει Ανέγγιχτο.
Κοσμικός πηλός που είναι φτιαγμένος από γη κι ουρανό,
Νερό και άπειρο, διαρκώς ξαναγεννιέται παραμένοντας Ίδιο(ς)
Αγίνωτη Ραψωδία του Σκότους και του φωτός
Που μεταμορφώνει και μεταμορφώνεται.

Μέχρι τότε ο Παυσανίας ήταν αθέατος παρατηρητής
Πήρε το λόγο και ζήτησε να μεταφερθούν στο χρόνο,
Ύστερο και μεταχρονικά να δουν πως καταστράφηκε
Η μεγάλη Βιβλιοθήκη και η θυγατρική της Ρακώτιδος.
Να ακούσουν τον αντίηχο των γεγονότων
Και να δουν το μεγάλο εκστατικό Μηδενισμό που
 κινεί την Ιστορία. Σημαντικό μέρος της Μητέρας Βιβλιοθήκης
Καταστράφηκε από ένα στρατηγό του Ιουλίου Καίσαρα
Όταν έριξε εμπρηστικές βολές και πήρε φωτιά.
Η θυγατρική της Ρακώτιδος και η μεγάλη Βιβλιοθήκη
Κάηκαν επί Βυζαντινής κυριαρχίας από φανατικούς
Παραβολάνους του Πάπα Θεόφιλου Αλεξανδρείας όταν
 βασίλευε ο Χριστιανισμός και οι Εθνικοί ήταν στη δύση τους.Ο όχλος χαράκωσε τον Ποντίφικα του Σεραπείου,
όρμησε μέσα στο ιερό και στην κοντινή Βιβλιοθήκη φωνάζοντας
 και καταστρέφοντας. Ποταμός τα ανάθεμα έβγαιναν απ’ τα στόματα ,
Είρωνες και σκωπτικοί οι Αλεξανδρινοί δεν δείλιαζαν μπρος σε κανέναν.
Αλλόφρονες σε κατάσταση μέθης , με τα μάτια
Εξογκωμένα και το θάνατο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα
Κατέστρεφαν και χειρονομούσαν βιώνοντας το κενό.
Έκαψαν τα βιβλία και σύντριψαν το μεγάλο άγαλμα
Του Σεράπιδος. Οι περίφημες Βιβλιοθήκες καίγονταν
Κι οι φλόγες φαίνονταν από μακριά ως και από τα καράβια
που έμπαιναν στο λιμάνι.
Η ολική καταστροφή ενέχει το πέρασμα ,
Είναι η γνώση της Ύψιστης Τραγικότητας
Ότι τα αντίθετα ενώνονται μέσα στο Μηδέν ,πέρα από το Μηδενισμό.
Έκαναν ένα ακόμη χωροχρονικό άλμα
Και μεταφέρθηκαν στην Τρίτη Βιβλιοθήκη,
Την Πατριαρχική όπου ζούσε ο εκάστοτε Πατριάρχης.
Ιδρύθηκε από τον Άγιο Μάρκο το 63μ.Χ.
Μέχρι την Αραβική κατάκτηση το 642μ.Χ.
Τα λόγια του Σαρακινού ηχούν ακόμα στ’ αυτιά τους,
Είπε πως αν τα γραπτά δεν συμφωνούν με το κοράνι
Πρέπει να καταστραφούν, αν συμφωνούν
Μας είναι άχρηστα έχουμε το κοράνι.
Η ζωή της συνέχισε με υπερχιλιετή παρουσία,
Εκεί φυλασσόταν ο περίφημος Αλεξανδρινός Κώδικας
Του πέμπτου αιώνα μ.Χ.
Το σημαντικότατο χειρόγραφο της Αγίας Γραφής  που συντάραξε
τον κόσμο.
Μεγαλογράμματος , γραμμένος σε περγαμηνή
Είχε 773 φύλλα,όλα αριθμημένα με αραβικούς αριθμούς
Ήταν διακοσμημένα με παραστάσεις αγγείων, φυτών και άλλα.
Περιείχε όλη σχεδόν την Παλαιά και Καινή Διαθήκη
Που περιελάμβανε τέσσερις τόμους.
Αντιγράφηκε από την Αγία Θέκλα την εποχή του Αγίου Αθανασίου
του Μεγάλου.
Ο Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Αλεξανδρείας
Τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη το 1620
Και το 1628 τον έκανε δώρο, στο βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Α΄.                           
Οι χρόνιοι του χρόνου εκστασιασμένοι επανήλθαν
στο χρόνο του Παρόντος ζώντας τη ραψωδία του Μεταθανάτου.
Συμφώνησαν με την πρόταση του Πτολεμαίου του Α΄
Προς τον Παυσανία πως ο διάλογος τελείωσε,
Έμειναν έκθαμβοι από το εύρος του πεδίου, μέσα στο άνοιγμα
 του Μεταχρόνου.
Σιγά σιγά έχοντας οδηγούς τους βιβλιοθηκάριους, ξεποδιαλέχτηκαν
Απ’ τους δαιδάλους των διαδρόμων και βγήκαν έξω.
Στρατιές ολόκληρες μαζεύτηκαν τα άχρονα πνεύματα
Στον ουρανό της Αλεξάνδρειας,
Και πολλοί Αλεξανδρινοί που ήθελαν να τους δουν
Από  κοντά, μετά βίας τους κρατούσαν οι φρουροί.
Όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς την πλατεία του βασιλιά Ήλιου.
Μπροστά πήγαιναν οι μουσικοί που έπαιζαν θριαμβικά
Και ακολουθούσαν οι Πτολεμαίοι με τη συνοδεία τους,
Ο θεϊκός Οδυσσέας με τους πλανητικούς συντρόφους και οι ΄Άλλοι
με μεγαλοπρέπεια και χλιδή. Χιλιάδες Αλεξανδρινοί συγκεντρώθηκαν
στους δρόμους και τους επευφημούσαν έντονα ώσπου να φθάσουν
στην πλατεία που ήταν γεμάτη κόσμο.
Συντάγματα οι μορφές των Κούρων ήταν περίτεχνα τοποθετημένες
Κάτω από το Δεκαεξάκτινο αστέρι της Μακεδονίας
Που δέσποζε αιωρούμενο στην πλατεία,
Ενώ στο κέντρο υπήρχε το περίφημο ψηφιδωτό του Νείλου.
Έδειχνε τον ποταμό της αφθονίας, χιλιάδες χρόνια ζωογονούσε
Την Αίγυπτο, κυλούσε ακατάπαυστα ανάμεσα απ’ τα φοινικόδενδρα,
Ήρεμα περνούσε δίπλα από την κόρη του την Σφίγγα και
Τις ξακουστές Πυραμίδες, γινόταν βίαιος όταν κυλούσε
 μέσα από νεκροπόλεις πιστεύοντας πως έτσι, ξυπνάει τους νεκρούς
 από το βαθύ ύπνο του θανάτου. Δίπλα ο Ώρος όργωνε την εύφορη γη ,
μια γοργόνα με φιδίσια μαλλιά πεταγόταν από τα νερά,
 ενώ η μια  Ώρα μάζευε τους καρπούς και η άλλη έπινε νερό
από το ποτάμι. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι,
ένας περίφημος ραψωδός , ο Δημόδοκος , ανέβηκε στην εξέδρα
των επισήμων για να τραγουδήσει προς τιμή του πολυμήχανου
Οδυσσέα και των ανόστιμων συντρόφων.

ΡΑΨΩΔΟΣ

Λαέ της ΑΛΕΞΆΝΔΡΕΙΑΣ
Αυτά που θα σας τραγουδήσω είναι όλα αληθινά.
Ο πλανητικός Οδυσσέας και οι πανχρονικοί σύντροφοι
που είναι μαζί μας είναι Α-χωρικοί του χρόνου,
Αστράνθρωποι με κοσμική συνείδηση ταξιδεύουν
ατελεύτητα στους χρόνους του πανχρόνου,
Ώσπου να βρουν τη μυθική Ιθάκη, τώρα όμως
Δεν θα σας τραγουδήσω τα κατορθώματά τους
αλλά τη Δόξα της Αλεξάνδρειας.

Κόσμε της Αλεξάνδρειας
Επέστρεφε αόρατος μουσικός  θίασος
Μέσα από τις Σιωπές και τα σκοτάδια
Του Μηδενός και του Τίποτα.

Δόξα της Αλεξάνδρειας
Επέστρεφε πανχρονικά
Στους δρόμους της Ιστορίας

Το παρελθόν του μέλλοντος
Σβήνει στις σελίδες του χρόνου

Απέραντος κήπος της Ανατολής
 Μοσχοβολάς το άρωμα του κόσμου.

Η Αλεξάνδρεια
Εστεμμένη Αυτοκρατόρισσα
Εν τω γίγνεσθαι πάνω στα σταυροδρόμια του κόσμου
Περιμένει αυτούς που θα την κατακτήσουν,
Στολισμένη με πολύτιμα πετράδια,
Σμαράγδια, ρουμπίνια και αμέθυστους .



Οι δρόμοι είναι  γεμάτοι με ωραίους και ωραίες
Έλληνες , Μακεδόνες, Αιγυπτίους, Πέρσες
Αντιοχείς, Εβραίους, Μαύρους και Άλλους.
Όπου κι αν πάει ο Νους όπου κι αν ταξιδέψει
Το Άλλο είναι εδώ
Τι Ίδιο είναι εδώ σ’ Αυτή την πόλη
Που έρχονται και φεύγουν ακατάπαυστα..
Πάντα έτοιμοι οι Αλεξανδρινοί
Να δεχτούν Αυτό που έρχεται ξαφνικά,
Ηλιανή δημιουργία του κόσμου.
Πάντα έτοιμοι οι Αλεξανδρινοί
Να αποχωριστούν Αυτό που φεύγει απροειδοποίητα
Εξαίσια συμφωνία του χρόνου,
Σκόνη αστερόσκονη των κύκλων του ουρανού.
Μνήμη της Αλεξάνδρειας  επέστρεφε χαοσμικά
Στο άνοιγμα του κόσμου.
Ο πολύτροπος Οδυσσέας  και οι πολύπαθοι εταίροι
Ήταν ήδη πάνω στην τριήρη της Ιθάκης ,
Και με δάκρια στα μάτια αποχαιρετούσαν την Αλεξάνδρεια
Που χάνεται, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ Τους Λαιστρυγόνες
 και τους Κύκλωπες δεν τους φοβήθηκαν ποτέ,
με ούριο άνεμο στα πανιά  διέσχιζαν τα γαλανά νερά
Της Μεσογείου.


………………………………………….


                 

………………………………………

                  H ΙΘΑΚΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

                                         
                                          

                                  Oταν τον Κόσμο αγαπήσεις
                                  Tότε θα γνωρίσεις
                                  Την υπέροχη Ιθάκη
                                   Της Αιώνιας Επιστροφής
    

                                   Τον Έρωτα του Κόσμου
                                   που είναι καταστροφή και δημιουργία
                                   χορικό άνοιγμα
                                   αλήθεια κι ελευθερία


                                    Πανχρονική  επιστροφή του Αυτού
                                    Μες στην Αιδιότητα του Ίδιου


                                     Ταξίδι του γυρισμού
                                     πάνω στα χνάρια
                                        του Κόσμου
                                    

   
                                              -1-

                                 
                                  
                                  

                                     Καθρέφτης
                                     Που καθρεφτίζει
                                     γαλάζια βουνά
                                     και άσπρα σύννεφα

                                     μεθάς απ’ την ευωδιά
                                     γλαυκών αρωμάτων


                                     
                                  Τον κεραυνό της φωτιάς
                                         Μη φοβηθείς
                                     παντοτινά δεμένος           
                                     με τη σφαίρα του Χρόνου
                                     επιστρέφεις με τους κύκλους των άστρων
                                 
                                     Όταν τον Κόσμο Αγαπήσεις
                                          Τότε θα γνωρίσεις
                                          πως η Ιθάκη                                       
                                          είναι το ταξίδι
  

                                                 -2-


ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΕΣΗΣ