Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

ANOIXTH OΔΥΣΣΕΙΑ- ΝΟVΕL-OPEN ODYSSEY-ATHENIAN RHAPSODYETERNAL RETURN ΟF ODYSEOUS






                  ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΕΣΗΣ


                                  
                      ΑΝΟΙΧΤΗ
                      ΟΔΥΣΣΕΙΑ                             
                    
                                   
       
               Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
                   ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ








                                        
 
                        ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ   
                                 












                               


                  
                   ΑΝΟΙΧΤΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ                                      
…………………………………….
………………………………………
…………………………………………..
                     ΠΑΝΧΡΟΝΙΚΗ
                       ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

                        ΑΘΗΝΑΪΚΗ
                          ΡΑΨΩΔΙΑ

 

 

      Τον Άνδρα τον πολύτροπο βοήθησε

                       Ώ Μούσα να τραγουδήσω
                       Πολλών ανθρώπων είδε άστεα
                       Και νόων έγνω
    


Ο πλανητικός Οδυσσέας , οι χαοσμικοί σύντροφοι και οι Άλλοι

Όλοι μαζί ξεκίνησαν το πλανητικό ταξίδι
Προορισμένοι να ανακαλύψουν απ’ την Αρχή τον Κόσμο,
Ήταν Αυτοί που μέσα στους αιώνες ,έζησαν με πάθος το Χρόνο
Και ανοίχθηκαν στην Πανχρονική επιστροφή του Αυτού.
Έκοψαν τον ομφάλιο λώρο της γέννησης και του θανάτου
Και πέταξαν στη μήτρα του Χάοσμου.
Συμπύκνωσαν τους χρόνους του Πανχρόνου
Μόνο σε μια στιγμή, εκεί όπου αποκαλύπτονται
Ενιαίοι και διαφορετικοί, μες στο πυρφόρο φως.
Χρόνια αρχαία και μελλοντικά  ανελίσσονται στον καμβά του κόσμου.
Ο πολύτροπος Οδυσσέας και οι ανόστιμοι σύντροφοί
Όλοι μαζί μέσα στην τριήρη της Ιθάκης, κκωπηλατούσαν το χρόνο
με αναρίθμητο ρυθμό αγγίζοντας το Ανέγγιχτο,
ενώ το άρωμα του Αιγαίου έκοβε την αναπνοή.
Ταξιδευτές της γης και του ουρανού-του Έρωτα και του Θανάτου,
είναι Αυτοί που ζούσαν χρόνο με το χρόνο
Ανοίγοντας το δρόμο της ελευθερίας.
Είναι Αυτοί που επιστρέφουν στην Αττική,
Ξαναγεννημένοι μέσα στους Αιώνες του Πανχρόνου.
Μόλις έφθασαν στο ναύσταθμο του Πειραιά,
Έβαλαν σε υπόστεγο την Τριήρη να την προφυλάξουν
Από τη θάλασσα και τους αέρηδες και προχώρησαν
Στο εσωτερικό ανεβαίνοντας προς την Αθήνα. Οδηγημένοι
 απ’ τη μυρωδιά της αλμύρας και τη γλυκύτητα των αμπελιών
Μύριζαν ένα άρωμα που ήταν φτιαγμένο από άνθη λεμονιάς και δαμασκηνιάς. περνώντας απ’ τους αιώνες των ελαιώνων,
Αισθάνθηκαν γιατί έγινε το Αθηναϊκό θαύμα
Οι ευωδιές οδηγούσαν στην πόλη, που δεν έχει Αρχή και Τέλος
Εκεί όπου αποκαλύπτεται το άνοιγμα.
Οδηγός ήταν ο ιερός βράχος της Ακρόπολης
με τα φωτεινά μάρμαρα του Παρθενώνα
που αντανακλούσαν το φως της Αιωνιότητας,
μέσα στην τέλεια αρμονία του ρυθμού και του μέτρου.
Τα σπίτια είχαν τη δροσιά των μαρμάρων
Που μόλις τα έβγαλαν από τα έγκατα της Σιωπής.
Ανοιχτά διάφανα στο φως ,
Είχαν έντονα χρώματα στους τοίχους ,
Μπλε, κόκκινα και της ώχρας, με ωχρά χρωματισμένα μάρμαρα,
Και αετώματα πάνω απ’ το προστώο της εισόδου,
Πλημμύριζαν από τις μυρωδιές που έφερνε ο αέρας.
Ο πανχρονικός Οδυσσέας και οι πρωτοήρωες σύντροφοι
Μόλις επέστρεψαν από το νησί των ονείρων,
Το νησί της ωραιοπλόκαμης νύμφης του Έρωτα.
Ήρθαν πέρα από τη μακρινή γη του Παντός
Όπου έζησαν σε δάση θαλερά
Που είχαν οξιές , βελανιδιές και κυπαρίσσια,
Κι ήταν γεμάτα γεράκια, κουκουβάγιες και κουρούνες.
Δάση με απέραντα λιβάδια μενεξέδων και σέλινων
Έβριθαν από πηγές που είχαν κρυστάλλινα νερά.
Κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές,αόρατοι και ταπεινοί  έζησαν
την Ιερότητα του Θείου, στα ξέφωτα και στις κορυφές των βουνών.
Συντροφιά  με τους κύκλους του χρόνου
Επέζησαν του θανάτου ακοίμητοι θεοφόροι.
Χοϊκοί και αύλοι ταυτόχρονα  Άδουν μέσα στην ευρυχωρία
 του Πανχρόνου
Αρχαίο μέλος αθάνατο, παροντικό και μελλοντικό.
Μαγεμένοι νοσταλγοί του χρόνου κατακτημένοι από τους αιώνες επιστρέφουν με τον κόσμο.
Πένθιμοι και λυτρωτικοί  μεθούν μέσα στο φως το Άκτιστο του κόσμου,
Έμπλεοι μέσα στο χρόνο, άδειοι από το κενό του Μηδενός
Πλάθουν το ήθος του ανθρώπου.
Η απόφαση πάρθηκε από το Δία
Ο αειναύτης Οδυσσέας και οι ακοσμικοί σύντροφοι
Θα επιστρέψουν στην πατρίδα,
Αργοπεθαίνουν από νοσταλγία περιμένοντας την επιστροφή στην Ιθάκη, πέρα στη φοβερή εξορίαΒίωσαν τους χρόνους του Πανχρόνου
Μακρινοί ερχόμενοι απ’ την Αιδιότητα του ΄Ίδιου
Τραγουδούν το τραγούδι των αρχαίων ληκύθων
Μετά την κάθοδο στον Άδη.
Αγαπημένοι των Μουσών επέστρεψαν από τη λησμονιά
Αφού πέρασαν απ’ τη κοσμική μνήμη, έζησαν τον ολικό θάνατο
Μέσα από τις διαφορετικές αναγεννήσεις του Σύμπαντος.
Ξαφνικά κι ενώ προχωρούσαν στην Ιερά Οδό,
Η θεά Αθηνά εμφανίστηκε μπροστά τους,
Τους προϋπάντησε στην πόλη που ήταν προστάτρια.
Με ένα μαγικό ραβδί τους άγγιξε όλους
Κι αμέσως έδειξαν θεϊκοί, γεμάτοι με την ομορφιά του κόσμου.
Φαίνονταν νεώτεροι και ξαναγεννημένοι
Μέσα στο φως της Αττικής και με τα ρούχα αλλαγμένα.
Φάνταζαν διαφορετικοί, ισόθεοι που ζούσαν στους απέραντους κόσμους.
Ζούσαν τη  θνητότητα που τους έκανε να φαίνονται ίσοι με αθάνατους.
Ελευθερωμένοι απ’ τα βάρη  και τις βίαιες πράξεις των ανθρώπων
Έγιναν υπερευαίσθητοι, δάκρυα χαράς και λύπης άρχισαν να κυλούν
απ’ τα μάτιαΤότε ο πολυμήχανος Οδυσσέας ρώτησε
Τη θεά που τον προστάτευσε πολλές φορές
Γιατί γίνονται όλες αυτές οι Μεταμορφώσεις
Κι η θεά απάντησε μέσα από τα δίχτυα της Σοφίας,
Μες απ’ τις εναλλαγές του χρόνου.

Θεϊκέ Οδυσσέα, εσείς οι θνητοί έχετε ανάγκη τους θεούς.

 Με Αυτό μπορείτε να ζήσετε σ’ όλους τους χώρους
Και τους χρόνους Μεταχρονικά.
Άλλοτε τρομεροί πολεμιστές που πολεμούν στα πεδία των μαχών,
 κι άλλοτε φτωχοίκαι ζητιάνοι, άλλοτε νέοι ή γέροι
που μαθαίνουν την τέχνη της ζωής,
κι άλλοτε πάλι ποιητές και καλλιτέχνες .
Συγκλονισμένος  ο πτολίπορθος Οδυσσέας είπε:
Θεά παλλάδα εσύ που μας συντρέχεις
Σ’ όλες τις περιπλανήσεις, βοήθησέ μας και τώρα
Να ανακαλύψουμε την πόλη που φέρει το όνομά σου.
Δείξε μας το δρόμο που αποκαλύπτεται το Είναι εν τω γίγνεσθαι
Γιατί ο κόσμος ήταν- είναι και θα είναι κόσμος
Που άλλοτε φανερώνεται κι άλλοτε κρύβεται.
Ήταν όλοι εκεί πλανώμενοι και περιπλανώμενοι ταξιδευτές του Κόσμου
Μαγεμένοι πατούσαν τα ιερά χώματα της γης  που γέννησε το θαύμα
Ο πανχρονικός Οδυσσέας και οι α-κοσμικοί εταίροι
 προχώρησαν λίγο ακόμη ώσπου έφθασαν στην Αθήνα,
εκεί με μεγάλη αγωνία έψαξαν το δρόμο που οδηγούσε
στην Ακρόπολη και ανέβηκαν πάνω.
Ήταν στο σημείο Μηδέν, στο κέντρο του Ωμέγα,
κάτω από τον υπέροχο Αττικό ουρανό με άνοιγμα
τη θάλασσα του Αρχιπελάγους και με κορυφές του πεδίου
την Πεντέλη και την Πάρνηθα.
Ήταν μέσα στο Αθηναϊκό   α ν ο ι γ μ α , φαίνονταν καθαρά ο Υμηττός , η Πεντέλη, η Πάρνηθα, το Αιγάλεω και ο Λυκαβηττός.
Η χερσόνησος νότια είχε πολύπλοκες ακτές
Που βρέχονταν απ’ το Σαρωνικό.
Ο ουρανός και η θάλασσα τι Ίδιο βαθυγάλανοι έδειχναν τα πεδία
του Ορίζοντα μες τη διαφάνεια και τη στιλπνότητα.
Η γη χρυσαφένια, πράσινη και κόκκινη  ευωδίαζε τον αέρα του κόσμου
Καθώς ερχόταν μυρωμένος από εκεί  που γεννιούνται τα άστρα.
Ο Κηφισός κι ο Ιλισός χώριζαν την Αττική στα δυο,
Τα νερά τους έφερναν τις εναλλαγές του χρόνου. τους πήγαν πίσω,
στις απαρχές ,στη μυθική Ιστορία, αυτή που άρχιζε με τον Κέρκοπα
Και κατέληγε στον Κόδρο, τον τελευταίο βασιλιά των Αθηνών
Αφού βασίλευσαν ο Αμφικτύωνας , ο Ερεχθέας, ο Ίωνας ,
 ο Αιγέας και ο Θησέας.
Ο Θείος Οδυσσέας και οι πολύπλαγκτοι σύντροφοι
Εξόριστοι του Παντός έψαχναν την τελειότητα
Επιστρέφοντας στο μέλλον του παρελθόντος ,έκαναν το ταξίδι
 της Οδύσσειας του χρόνου, για να συναντήσουν τη Μοίρα τους
 που ήταν να αλλάξουν τον κόσμο.
Φτιαγμένοι από τη μεγάλη Μνημοσύνη επέστρεφαν στην Αθήνα,
εδώ μπορούσαν να απελευθερωθούν
Απ’ τις συμπληγάδες του χρόνου ακολουθώντας το μίτο της Αριάδνης ,
 Μέσα στο Λαβύρινθο, κι ας ήξεραν  πως στο τέλος
θα συναντούσαν το  Μινώταυρο.
Ο προορισμός τους ήταν να αμφισβητούν, κουβαλούσαν την μοίρα
του ερωτήματος , συνυπήρχαν μέσα τους, το Χάος και ο Κόσμος.
Έφεραν τη δύναμη της τεχνογνωσίας αυτή που θα άλλαζε τον κόσμο
Και που ήταν η νέμεση μαζί.
Έψαχναν τη σταθερότητα της τάξης ενώ ακροβατούσαν στην Αταξία.
Επέστρεφαν στο παρελθόν, αφού ήθελαν να ταξιδέψουν στο μέλλον,
Ήθελαν να είναι και στα δυο ταυτόχρονα,
Ήθελαν να ζήσουν όλες τις διαστάσεις του χρόνου.
Εξόριστοι μες το πυρφόρο φως ανέπνεαν το χρυσό αέρα
της Αθηναϊκής Δημοκρατίας , τους πήγαινε εν ειρήνη πίσω
 στους λειμώνες του έσχατου θανάτου,
για να μπορέσουν να αποκαλύψουν το Λόγο της Αθήνας.
Έγιναν τρομερά ευάλωτοι, μπορούσαν να διακρίνουν από μακριά
 το παραμικρό. Έβλεπαν ή άκουγαν την κίνηση του φωτός
Και του αέρα, τον ανασασμό της ψυχής μες στην απεραντοσύνη
 του διαστήματος και την τρομακτική δουλειά των μυρμηγκιών,
Των τερμιτών και των σκόρων.  Μετέτρεπαν τα πάντα σε σκουπίδια.
Η επιφάνεια του βράχου της Ακρόπολης ήταν ωοειδής με απόκρημνα τείχη που επέτρεπαν την άνοδο μόνο απ’ τη δυτική πλευρά.
Ανέβηκαν απ’ τη μεγάλη σκάλα των Ρωμαϊκών χρόνων,
Στο δρόμο προς τα προπύλαια συνάντησαν  το βάθρο του Αγρίππα
με το τέθριππο άρμα..
Ακολουθούσαν τα ίχνη του δρόμου του πέμπτου αιώνα
Και του Πελασγικού τείχους και είδαν τα αφιερώματα
Που ήταν μπροστά στο προπερίκλειο πρόπυλο.
Ο δρόμος οδηγούσε στον Παρθενώνα κι Αυτό δημιούργησε
μεγάλη έξαρση  στους πλανητικούς ταξιδιώτες.
Έφθασαν ήδη στα Προπύλαια, είχαν κλίμακες που οδηγούσαν
σ’ ένα πεντάθυρο τοίχο  που ήταν η κύρια είσοδος της Ακρόπολης
Και το μεσαίο απ’ τα τρία μέρη.
Η ανατολική πρόσταση ήταν δωρικού ρυθμού
Ενώ η δυτική είχε έξη ιωνικούς κίονες
Απ’ εκεί περνούσε η πομπή των Παναθηναίων.
Στη βόρεια πλευρά ήταν η γνωστή πινακοθήκη
Και φιλοξενούνταν έργα μεγάλων ζωγράφων.
Περνώντας τα Προπύλαια, κατευθύνθηκαν  στο εξωτερικό
της Ακρόπολης ,  βόρεια ήταν το χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς
Και πιο πίσω το Εκατόμπεδο και το Ερεχθείο.
Διάβασαν την επιγραφή που ήταν χαραγμένη στο βράχο,
<< της Γης καρποφόρου >> 
ενώ έβλεπαν στο βάθος τα ίχνη των Μυκηναϊκών ανακτόρων.
Στη νότια πλευρά ήταν  ναός της απτέρου Νίκης,
Λίγο πιο πέρα ήταν η βάση του Δούρειου Ίππου
Και τα θεμέλια του Βραυρώνειου, η Χαλκοθήκη
με τη στοά της και τη κλιμακωτή θέση των αφιερωμάτων
Μπροστά στον Παρθενώνα. θαύμασαν τα έργα των ανθρώπων,
Τα έργα των αρχιτεκτόνων Ικτίνου και Καλλικράτη,
Του Μνησικλή και του γλύπτη Φειδία,
Και τόσων άλλων ανώνυμων τεχνιτών και σκλάβων.

Ο Όλβιος Οδυσσέας και οι α-κοσμικοί σύντροφοι

Κάνοντας ένα χωροχρονικό άλμα μεταφέρθηκαν
Στην πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους,
Όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και τα παλικάρια του υπεράσπιζαν
 τον Ιερό βράχο.
Λίγοι Αυτοί πολέμησαν ενάντια σε πολυάριθμους εχθρούς
αλλά είχαν τη λαχτάρα της λευτεριάς στα στήθη.
Περνώντας αύλοι, απ’ τα περάσματα του Πανχρόνου
Σε ένα άλλο χρόνο, άκουσαν τον ύμνο των Γερμανών κατακτητών
Και την έπαρση της Σβάστικαςπου βύθισε τις ψυχές των Ελλήνων
Στα μαύρα σκοτάδια της κατοχής, ενώ από την σκλαβωμένοι Αθήνα ακουγόταν   το κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων
καθώς εκτελούσαν τα παλικάρια της Αντίστασης ,
Μπετόβεν, Μότσαρτ, Βέρντι, Βιβάλντι.
Σ’ ένα άλλο χρόνο – Μεταχρονικά, Αυτοί  οι ταξιδιώτες του ανοίγματος άκουσαν τις αποτρόπαιες φωνές που έβγαλε ο Ελγίνος,
όταν έκλεβε τα μάρμαρα της Ακρόπολης.
Σαν πύρινος ποταμός πέρασε το φως
Γύρω από τον πλανητικό Οδυσσέα και τους Χαοσμικούς
εταίρους καθώς τους περιέβαλε εκθαμβωτικό.
Διαπερνούσε τα πάντα δημιουργώντας ένα  χωροχρονικό πέρασμα
όπου διέτρεχε χιλιάδες έτη φωτός μέσα στους Γαλαξίες.
Όλοι μαζί πέρασαν σ’ ένα ευρύ άνοιγμα που ήταν η Ραψωδία Παρόντος.
Το άγγιγμα του φωτός , τους  έκανε όλους διάφανους,
Πεπερασμένους και άπειρους, ανέπνεαν τον αέρα της Ολικής Επιστροφής που έλυνε τα δεσμά του χρόνου
Χαρίζοντας αληθινή ελευθερία.
Το πέρασμα του θεϊκού Οδυσσέα, ένα άνοιγμα του Παντός,
Ζούσαν την κάθαρση του Όλου, μέσα στη Ραψωδία του Χρόνου.
Άυλοι κι όμως πραγματικοί συνέχισαν το ταξίδι
Στο χρονο-διάστημα που δεν έχει αρχή και τέλος ,
Επανήλθαν εκεί όπου ήταν χρησμοδοτώντας πάνω στην Ακρόπολη.
Θαύμαζαν ήδη το μεγαλοπρεπές άγαλμα της << Προμάχου Αθήνας >> στημένο στο ύπαιθρο, ανάμεσα στα προπύλαια
Και στο Ερεχθείο. Ήταν η προσωποποίηση της δύναμης
με το κεφάλι να βλέπει βόρεια, φαινόταν απ’ τα πλοία
Που περνούσαν απ’ το Σούνιο.
Προχωρώντας λίγο, έφθασαν στον Παρθενώνα
Το κέντρο της Ακρόπολης , είδαν το Θείο
Να αποκαλύπτεται μπροστά τους, ο Παρθενώνας ολομάρμαρος ,
Φωταυγής, με εκθαμβωτική ομορφιά αντανακλούσε
τη Σοφία του Κόσμου.
Ήταν κτισμένος απαράμιλλα με τέλειες αναλογίες
Και καλλιτεχνική ευφυία, μεγαλοπρεπής και δυνατός.
Έδινε την αίσθηση της ελαφρότητας που κυμάτιζε στον αέρα.
Το φως έπαιζε με την αρμονία των κιόνων,
Των ορατών και αοράτων μερών.
Μια μουσική που πατούσε στη σταθερότητα
Και στη διάρκεια των κιονοστοιχιών,
που νίκησαν το χρόνο δείχνοντας τον Πανχρόνο.
Περίπτερος ναός, δωρικού ρυθμού
Είχε θριγκό αρκετά ψηλό ενώ ο σηκός του είχε δυο μέρη,
Τον κυρίως ναό και τον οπισθόδομο.
Το ανατολικό αέτωμα είχε την παράσταση
Της γέννησης της Αθηνάς απ’ το κεφάλι του Δία,
Ενώ το δυτικό είχε τη φιλονικία του Ποσειδώνα
Και της Αθηνάς για το ποιος θα είναι  ο νικητής
στο << δαιμόνιον πτολίεθρον >>
Οι μετώπες ήταν ανάγλυφες με διάφορες παραστάσεις
που έδειχναν Γιγαντομαχίες, Κενταυρομαχίες και Αμαζονομαχίες.
Προχώρησαν εκστασιασμένοι προς το εσωτερικό
Ήταν διαιρεμένο σε τρία μέρη και χωριζόταν
Από κάθετες εσωτερικές κιονοστοιχίες.
Κύματα ανυπέρβλητης εφορίας άρχισαν

Να κατακλύζουν την ψυχή. Η αγαλλίαση των αιώνων

Διαπερνούσε το σώμα αποκαλύπτοντας τη χαρά του ανοίγματος
Δεχόταν την ψυχρότητα της Σκιάς
Που ήταν η υπέρτατη ζεστασιά της Σιωπής του Κόσμου.
Μετά το τέλος του χρόνου είναι η αρχή του Χρόνου
Ο Μετα-χρόνος άναρχος και ατελεύτητος.
Το βλέμμα τους χάιδεψε σ’ όλο του το μεγαλείο
Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς
Που ήταν στημένο στο μεσαίο βάθρο.
Σαν να έβγαινε μέσα από το ναό γεννημένο απ’ το Χάος
Φτιαγμένο από χρυσάφι και ελεφαντόδοντο.
Είχε ένα λιτό χιτώνα μέχρι τα πόδια Γεμάτο με κοσμήματα,
με περικεφαλαία στο κεφάλι.
Η ασπίδα στο αριστερό χέρι ήταν γεμάτη ανάγλυφες παραστάσεις ,
είχε το δόρυ ακουμπισμένο στον ώμο,
Ενώ κρατούσε τη Νίκη στο δεξί, έτοιμη να πετάξει.
Ο πολύμητις Οδυσσέας και οι πολύφρονες σύντροφοι
Βγήκαν μαγεμένοι απ’ τον Παρθενώνα,
Ο Αττικός ουρανός είχε τη δόξα της λευκής διαφάνειας.
Βρισκόταν μέσα σ’ ένα Α-χωρικό πεδίο που ήταν
η Γεωγραφία του Χρόνου, κάνοντας την Ιστορία,
όπου διαλέγονται ο χώρος και ο χρόνος δημιουργώντας
ένα είδος Παλίμψηστου.
Ερευνώντας τα πράγματα, Ακολουθούσαν το δρόμο της Αλήθειας.
Για οδηγό είχαν το άνοιγμα του Παντός  που κουβαλούσαν βαθιά
στην ψυχή, Καθώς πορεύονταν μέσα στον χρόνο,
Προχώρησαν φθάνοντας στο Ερεχθείο. Ναός Ιωνικού ρυθμού,
αρμονικά ασύμμετρος στηριζόταν σε μια πρόσταση με έξη κίονες
Στη βόρεια πλευρά , είχε θαυμαστή είσοδο με εξαιρετικές διακοσμήσεις.
Νότια ήταν η περίφημη πρόσταση των Καρυάτιδων

Θαύμασαν τη μεγάλη τέχνη, Μια μελανωπή ζωοφόρος με λευκές ανάγλυφες παραστάσεις   απεικόνιζε Αττικούς Μύθους

Κι έφθανε μέχρι πάνω απ’ τις κόρες.
Στεφανοφορεμένες κρατούσαν τον ουράνιο θόλο.
Θεϊκές παρθένες γεμάτες ζωή έδειχναν την παντοτινή ομορφιά,
Ωραίες ανάμεσα στις ωραίες της Ιστορίας με διάφανες φορεσιές.
Αιώνες μεγάλης μοναξιάς άρχισαν να αποκαλύπτονται
Μέσα απ’ τις υπόγειες εκρήξεις των συνειδήσεων
Που έφερναν στο φως, φωνές αρχαίες και μελλοντικές
Που φανέρωναν την αλήθεια του κόσμου.
Ο διογενής Λαερτιάδης και οι πτολύπορθοι εταίροι
Ο Θεόμορφος, ο Περίδης, ο Πολίτης και οι Άλλοι
Περπάτησαν λίγο ακόμα στον Ιερό βράχο.
Περιεργάζονταν τα μνημεία όταν αισθάνθηκαν στα πόδια
την μαρμάρινη ψυχρότητα Που σαν κοσμικό τύμπανο
 αντηχούσε τους αιώνες.
Το περίφημο Αττικός φως έλουζε τα πάντα
Κάνοντας να φαίνονται όπως είναι.
Γύρω τα βουνά ήσαν πνιγμένα στην αχλύ του μπλε βαθύ
Που έδειχνε το βάθος του Ορίζοντα.
Επέστρεφαν από εκεί που ήρθαν επαναλαμβάνοντας
τον Ίδιο δρόμο διαφορετικά,
Ανέβαιναν και κατέβαιναν το άνοιγμα του Πανχρόνου.
Έκαναν το δρόμο προς τον Παρθενώνα αντίθετα,
Πηγαίνοντας νότια, διέσχισαν τον περίβολο της Χαλκοθήκης,
Πέρασαν το Βραυρώνειο, τη βάση του Δούρειου Ίππου
Κι έφθασαν στη νότια πλευρά. κάνοντας ένα χρονικό άλμα
τεσσάρων αιώνων,
Είδαν πάνω απ’ την Ακρόπολη, το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
με την εκπληκτική ακουστική.
Ολόφωτο αντανακλούσε στα μάρμαρα του κοίλου
Το αβάσταχτο λευκό των κύκλων του χρόνου,
Μέσα στην άκρα Σιωπή του αιώνιου μεσημεριού,
Αφήνοντας τη μνήμη μετέωρη στον αιμάτινο χρόνο του Πανχρόνου.
Επανήλθαν πάλι εκεί που ήταν και βρέθηκαν κάτω απ’ το Κιμώνειο τείχος ,μπρος απ’ το θέατρο του Διονύσου που ήταν γεμάτο Κόσμο.
Η συγκίνηση πλημμύρισε την ψυχή τους όταν άκουσαν φωνές
 και χειροκροτήματαΜπήκαν μέσα κι αμέσως αισθάνθηκαν
Την ατμόσφαιρα της αναμονής πριν την παράσταση,
Κάθισαν ανάμεσα στους Αθηναίους και γρήγορα ένιωσαν οικεία.
Στα προεδρικά, στην πρώτη σειρά των ειδώλωνΠου ήταν γύρω
 απ’ την ορχήστρα.
Κάθονταν σε τιμητική θέση πολλοί εξέχοντες ,
Ξεχώριζαν ο Περικλής με τον ΑναξαγόραΟ Πλάτωνας με το Σωκράτη,
Ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Φειδίας
Πιο πέρα ήταν οι Βουλευτές στις βουλευτικές.
Οι ξένοι και οι Κριτές κάθονταν σε ειδικές τιμητικές θέσεις,
Ενώ οι γυναίκες με τα παιδιά τους και οι δούλοι
Ήσαν απομονωμένοι πάνω στα ψηλά διαζώματα.
Η σκηνή είχε σχήμα μακρόστενο ορθογώνιο
Και βάθος τρία με τέσσερα μέτρα.
Υπήρχε στοά όπως και τα Ιερό του Διονύσου ελευθερέως,
Ο αρχαϊκός ναός του Διονύσου και ο μεταγενέστερος
Ναός της κλασσικής περιόδου.
Μεγάλη Σιωπή απλώθηκε όταν εμφανίστηκε ο χορός ,
Δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνον οι ανάσες των θεατών.
Άρχιζε ο ΟΙΔΊΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ .

















ΧΟΡΟΣ

Ο Θηβαϊκός κύκλος του Χρόνου άρχισε
Να ξετυλίγει το αίνιγμα του Κόσμου,
Ο Οιδίπους επιβεβαιώνει το χρησμό.
Τα μαύρα φεγγάρια του Μηδενός οιακίζονται
Από αστραπές και βροντές  καθώς
Ο χρόνος του Πανχρόνου τα διαπερνάει,
Λύνοντας τα αινίγματα που θανατώνουν το θάνατο.
Δοξάζει τον άνθρωπο που διαλύει τα σκοτάδια
Και Αυτοκαταστρέφεται.

ΙΕΡΕΑΣ

Μεγάλε εσύ Οιδίπου
Που λύτρωσες την πόλη από τη σκληρόκαρδη Σφίγγα,
Κουβαλώντας τη σοφία του κόσμου,
Έλυσες το αίνιγμα και έσωσες τη χώρα.
Όλοι μαζί τώρα σε ικετεύουμε να κάνεις
Τι Ίδιο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Επιστρέφοντας ο Κρέοντας , είπε μπροστά
Σε όλους πως θα σωθεί η πόλη
Έπρεπε να βρεθούν αυτοί
Που σκότωσαν το Λάιο.
















ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αμέσως θα ψάξω για να βρω το μίασμα
Γιατί όποιος σκότωσε το Λάιο
Μπορεί να σκοτώσει και μένα.
Ας πάει κάποιος να φωνάξει τους Θηβαίους
Για να τους πω τι θα κάνω,
Αν θα πετύχω ή αν θα καταστραφώ.

ΧΟΡΟΣ

Φιλόπολεις
Μακρινοί ερχόμενοι, επίγονοι του Παντός
Καταγόμαστε απ’ τα πάθη του Οιδίποδα.
Θηβαίοι απ’ τη χώρα του Πανχρόνου
Προβάλλουμε τον άνθρωπο ως άνοιγμα των Πάντων.
Καθορίζουμε την πορεία
με οδηγό την αστρική Γεωμετρία και Άλγεβρα,
ερευνώντας όλες τις διαστάσεις της αλήθέιας,
γινόμαστε Α-χωρική που περιέχουν τα πάντα.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ανελέητοι και άκλαυτοι είναι οι νεκροί
Πάνω στους δρόμους,
Βογκούν οι μάνες και οι κόρες
Ζητώντας βοήθεια, απ’ τη θεά, του Δία τη θυγατέρα.
Να κάνει τον Άρη, τον Άσύφταστο να αλλάξει γνώμη,
Και να ζητήσει τη βοήθεια του Απόλλωνα.













Ο Οιδίπους στέλνει να φωνάξουν τον Τειρεσία
Γιατί μόνο αυτός μπορεί να αποκαλύψει
με τη μαντική τέχνη αν και τυφλός ,
ποιος σκότωσε το Λάιο.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Αλίμονο, η γνώση είναι φοβερό πράγμα
Να γνωρίζεις και να μην μπορείς να μιλήσεις
Γιατί Αυτό θα φέρει μεγαλύτερη καταστροφή.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πες μας άθλιε μη βαρυγκωμάς
Γιατί αν έβλεπες θα έλεγα
Πως εσύ έκανες το φόνο.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Περίμενε κι άλλα δεινά

με τους γάμους που έκανες.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Δεν πας στα ανάθεμα
Δεν αντέχω άλλο να άκουω τέτοιες βλακείες.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Χαζός είμαι για σένα
Αλλά γνωρίζω αυτούς που σε γέννησαν.
Σήμερα θα πεθάνεις και θα γεννηθείς μαζί.
Αυτός που ζητάς είναι εδώ
Ανάμεσα στους Θηβαίους.










Τυφλός θα τριγυρίζει στα ξένα,
Κι ακόμα θα βρεθεί να είναι
Πατέρας των παιδιών του κι αδερφός,
Άνδρας και γιος της μάνας του
Και δολοφόνος του πατέρα του.

ΧΟΡΟΣ

Η άσπιλη Αντιγόνη οδηγεί τον τυφλό βασιλιά ήλιο
Μέσα από τα σκοτάδια της νύχτας του Τίποτα
Για να ξαναγεννηθεί απ’ τη μήτρα του Χάους
Ιόχρους αυγή που σμίγει με το σκοτάδι.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΌΡΟΣ

Ο Οιδίπους κατηγόρησε τον Κρέοντα
Μπροστά στην Ιοκάστη,
ότι έβαλε το μάντη Τειρεσία να πει,
πως σκότωσε το Λάιο
γιατί ήθελε να πάρει την εξουσία.
Ενώ η Ιοκάστη αποκάλυψε σε όλους
Πως ο χρησμός που ήρθε στο Λάιο,
Έλεγε πως θα σκοτωθεί από το γιο του,
Πάνω σε τρίστρατο, γι αυτό έδεσε το παιδί
που γέννησε απ’ τις κλειδώσεις των ποδιών,
και το έδωσε σ’ ένα βοσκό
Να το πετάξει στον Κιθαιρώνα.
Μετα από αυτό, μια φρικτή υποψία πέρασε απ’ το μυαλό
Του Οιδίποδα, έστειλε να φωνάξουν το δούλο
που σώθηκε απ’ τη συμπλοκή, όταν σκοτώθηκε ο Λάιος
Μαζί με τους πέντε συνοδούς στη Φωκίδα,
Στο τρίστρατο, στο δρόμο για τους Δελφούς.











ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πατέρας μου είναι ο Πόλυβος της Κορίνθου
Και μητέρα μου η Δωρίδα Μερόπη.
Κάποιος μεθυσμένος σε ένα συμπόσιο
Αποκάλυψε πως δεν ήμουν παιδί τους.
Γι αυτό κι εγώ πήγα στους Δελφούς
Να ρωτήσω το Φοίβο,
Αλλα αυτός μ’ έδωσε ακόμη τρομερότερο χρησμό.
Πως θα παντρευόμουν τη μητέρα μου
με την οποία θα έκανα παιδιά
Και θα σκότωνα τον πατέρα μου.
Στο τρίστρατο για τους Δελφούς
Συνάντησα ένα κήρυκα
και πάνω σε αμάξι ένα άνδρα
Που μαζί με τον Οδηγό
μ’ έβγαλαν έξω από το δρόμο.
Τότε θύμωσα και χτύπησα το συνοδό,
Όταν το είδε ο γέροντας με βάρεσε με τη βουκέντρα,
Αμέσως ανταπέδωσα το χτύπημα με το ραβδί μου
Κι έπεσε νεκρός απ’ το αμάξι. Έτσι
Αναγκάστηκα και τους σκότωσα όλους.
Γι αυτό περιμένω με αγωνία το βοσκό

ΙΟΚΑΣΤΗ

Τι είναι Αυτό που ελπίζεις;
















ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Είπες πως ληστές σκότωσαν το Λάιο,
Σύμφωνα με αυτά που ο βοσκός διηγιόταν
Κι όχι ένας περιπλανώμενος οδοιπόρος,
Μα αν ήταν ένας τότε ο δράστης είμαι εγώ.

ΙΟΚΑΣΤΗ

Αυτό είναι αλήθεια
Το είπε μπροστά σε όλους ότι ήταν ληστές.
Μη νοιάζεσαι όμως
Γιατί ο χρησμός έλεγε πως ο Λάιος
Θα σκοτωνόταν απ΄ το πλάσμα που θα γεννούσα
Αλλά αυτό είναι νεκρό από καιρό.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Έρχεται ο Αγγελιοφόρος απ’ την Κόρινθο
Και αναγγέλλει πως πέθανε ο Πόλυβος,
Και πως οι Κορίνθιοι αποφάσισαν
Να κάνουν βασιλιά τον Οιδίποδα.
Το νέο γέμισε χαρά την Ιοκάστη
Και τον άνδρα της προς στιγμή,
Γιατί μετά έμαθαν απ’ το γέροντα μαντατοφόρο
Πως ο Οιδίπους δεν ήταν παιδί του Πόλυβου,
Και πως το βρήκε αυτός στις πλαγιές του Κιθαιρώνα
με τα άκρα των ποδιών του δεμένα.
Το έδωσε ένας άλλος βοσκός
Για να γλιτώσει το θάνατο.













Φθάνοντας ο βοσκός του Λάιου
Βεβαίωσε πως αυτός έδωσε το μωρό
Στον Κορίνθιο βοσκό.
Έτσι, ο Οιδίπους μαθαίνει συγκλονισμένος
Αυτό που δεν έπρεπε να μάθει,
Πως είναι παιδί του Πατέρα που σκότωσε
Και άνδρας της Μητέρας του
Που έκαναν παιδιά μαζί.

ΧΟΡΟΣ

Πολλά παθαίνει και μαθαίνει ο άνθρωπος,
Δεινός εξάγγελος του κόσμου
Οδηγείται απ’ την απρόβλεπτη τυχαιότητα
Και τη Μοίρα προχωρώντας προς το θάνατο.
Θνητός – Αθάνατος έρχεται σε επαφή
με τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου,
Ανακαλύπτει το Θείο και το Χρόνο,
Το είναι εν τω γίγνεσθαι,
Ενώ συντρίβεται απ’ το χρόνο του Πανχρόνου
Που τον διαπερνάει ολοκληρωτικά,
Οιακίζοντας το είναι του κόσμου.





















ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Καλύτερα που δεν μπορέσατε να δείτε
Όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά
Που θα σας διηγηθώ γιατί για πάντα
Θα σημάδευαν την ψυχή σας.
Μόνη κρεμάστηκε η Ιοκάστη με μια θηλιά
Που πέρασε γύρω από το λαιμό,
Μόλις έμαθε πως ήταν μάνα και γυναίκα του γιου της
Και έκαναν τέσσερα παιδιά μαζί,
Τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη,
Την Αντιγόνη και την Ισμήνη.
Μπήκε γρήγορα μέσα στο παλάτι,
Χτυπώντας με μανία τα χέρια στο στήθος,
Γονατισμένη τραβούσε τα μαλλιά της
Και καταριόταν το Λάιο που έσπειρε
Το σπέρμα που τον σκότωσε.
Βογκώντας μπήκε μέσα ο Οιδίπους ,
Ψάχνοντας τη γυναίκα που βύζαξε
Αυτόν και τα παιδιά τους.

ΧΟΡΟΣ

Ω!! μαύρες συμφορές που έρχονται
Όταν με τις πράξεις μας προκαλούμε
Την Ύβρη, όταν η Τυχαιότητα
Ανατρέπει τα πάντα
Κι αλλάζει ριζικά
Τη ζωή των ανθρώπων.














ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πήγαμε κατευθείαν στα νυφικά κρεβάτια
Και είδαμε την Ιοκάστη κρεμασμένη.
Άψυχο κρεμόταν το κουφάρι
χάσκοντας στο κενό,
έλυσε αμέσως τη θηλιά
και το νεκρό σώμα έπεσε νεκρό.
Ο Οιδίπους ξέσχισε τα ρούχα
Τράβηξε με μιας τις αγκράφες απ’ τα φορέματα
Και τις έμπηξε βαθιά μέσα στα μάτια.
Το αίμα έβγαινε αναβλύζοντας σαν πίδακας
Κι έπεφτε στο πρόσωπο και στα ρούχα,
Ενώ φώναζε.
Αυτά τα μάτια δεν θα μπορέσουν πια
Να ξαναδούν το φως του ήλιου.
Ανθρώπου πρόσωπο, αγαπητό ή μισητό,
Δεν θα μπορέσουν πια να ξαναδούν
Συμφορές και κρίματα.
Στο σκοτάδι προχωρούν
Έχοντας για οδηγό το φως τον Αοράτων.

ΧΟΡΟΣ

Το αναπόφευκτο Τέλος του τέλους
Είναι η άναρχη αρχή του Παντός
Μέσα απ’ το Τίποτα.
Κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί
Εάν δεν ζήσει τη ζωή του.














Όλα είναι στο σημείο Μηδέν
Λίγο πριν τη μακρινή εξορία που έρχεται.
Όλα είναι Ίδια μολονότι διαφορετικά
Λίγο πριν τον Όλο- Θάνατο.

Ο πτολύπορθος Οδυσσέας και οι πολύφρονες σύντροφοι
Όλοι μαζί έφυγαν  απ’ την παράσταση λυτρωμένοι στην ψυχή.
Ο Φόβος και ο Έλεος της Τραγωδίας
Έδιωξαν τις Σκιές, διέλυσαν τα σκοτάδια του Μηδενός
Κάνοντας να λάμψει η αλήθεια του Είναι.
Έξω απ’ το θέατρο, ο Αισχύλος, ο Αλκιβιάδης, ο Αριστοτέλης
Ο Ισοκράτης προστέθηκαν στη συντροφιά,
Καθώς κι ο Σωκράτης , ο Πλάτωνας , ο Ευριπίδης.
Χαιρέτησαν με χαρά τον πλανητικό Οδυσσέα
και τους  πολύστονους Εταίρους ,
Μια και γνωρίζονταν από  παλιά, είχαν συναντηθεί στα 
Μεγάλα ανοίγματα τις ψυχής. Ήταν όλοι ταξιδευτές του μεγάλου χρόνου.
Πρώτος μίλησε ο Σωκράτης ,
Ο δαίμων του τον ειδοποίησε γι Αυτά που έπρεπε να πει,
Ευθύς ρώτησε εάν η αλήθεια δίνεται έτοιμη
Ή εάν πρέπει να την ανακαλύπτει κανείς
Ξεγεννώντας απ’ τα βάθη της ψυχής,
Ότι πιο ωραίο υπάρχει για να φθάσει στην ηθική τελειοποίηση.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Είμαστε πυρφόροι , φέρουμε την αλήθεια του Θεού.
Η ποίηση της Τραγωδίας είναι το θανάσιμο είναι και γίγνεσθαι
Που πάλλεται με τους ρυθμούς του αίματος.
Ο Οιδίποδας γεμάτος πάθος ακολουθεί τη Μοίρα του,
Όσο κι αν προσπαθεί να την αλλάξει
Ενεργεί μέσα στην άγνοια.
Παίγνιο του πεπρωμένου και του χρόνου.

ΕΥΡΙΠΊΔΗΣ

Είναι καταραμένος απ’ τους Θεούς,
Αδιάκοπα αναταράζει τις θάλασσες του είναι,
Γίνεται αέρας που φουσκώνει τις ψυχές
Και ξεσκεπάζει τα σκοτάδια του Μηδενός.
Άλλοτε πάλι είναι πέλαγος που μουγκρίζει
Αποκαλύπτοντας τα ατέρμονα βάθη
Των πιο άγριων ενστίκτων.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Η ποίηση του Νου είναι Αυτή
Που ανακαλύπτει την αλήθεια.
Έστιν ουν Τραγωδία μίμησης πράξεως σπουδαίας
Και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένο λόγω,
Χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις,
Δρωντων και ου δι’ απαγγελίας δ’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν . ( Ποιητική- Αριστοτέλους )

Η Τραγωδία λοιπόν, είναι μίμηση μιας πράξεως φοβερής,
Και ολοκληρωμένης με ανάλογο μέγεθος
Μίμηση που γίνεται με εξωραϊσμένο λόγο.
Αλλά στα διάφορα μέρη της Τραγωδίας συναντούμε
Διαφορετικό είδος αυτού του λόγου, μίμηση που γίνεται
με τη δράση προσώπων και όχι αφηγηματικά.
Πετυχαίνει tην κάθαρση των αναπαριστανομένων φοβερών
Και οικτρών συμβάντων με το Φόβο και τον Έλεο που προκαλεί.

Πάθος Δε εστί πράξις φθαρτική ή οδυνηρά,
Οίον Τε εν τω φανερό θάνατοι και περιωδυνίαι
Και τρώσεις και όσα τοιαύτα ( Άριστο. Ποιητ. 526,11)

Ο Κόσμος είναι διαλεκτικά μετατραγικός,
Το είναι εν τω γίγνεσθαι απαιτεί
Μια άλλη Σκέψη που ανοίγεται
στο είναι του Πανχρόνου.
Ο κόσμος δεν είναι τραγικός από κάποιο λάθος
Ώστε να οδηγείται απ’ τη επιτυχία στη δυστυχία..
Το Είναι της Σκέψης και της Πράξης
Είναι δεινή κατάσταση μεγάλου πάθους
Που προκαλεί Αυτό που είναι ανέλπιστο.

ΠΛΑΤΩΝΑΣ

Μόνο ο Νους ορά αύλες ουσίες ,
Ιδέες ή είδη που δεν είναι ορατά στις αισθήσεις.
Υπάρχουν από μόνα
Και απεικονίζουν Αυτό που Θεός στην Αρχή,
Δημιούργησε την ψυχή του Κόσμου
Αρχή και τέλος της κίνησης του Παντός.
Η μαγική χαρά της διαλεκτικής
Φέρνει το άνοιγμα του χρόνου
Που αποκαλύπτει την αλήθεια του Κόσμου.
Ύψιστη αρμονία όπου συνενούνται μέσα στο φως
Το Είναι και ο Χρόνος
Το ξέφωτο του Είναι εν τω γίγνεσθαι.

Στο δρόμο θαύμαζαν την ομορφιά της Αθήνας
Τα μέγαρα και οι ναοί ορθώνονταν περίτεχνα και μαρμαρένια.
Η πόλη ένα όχημα που ταξίδευε στο χρόνο
Είχε τη μυρωδιά της γης και του μυρωμένου αέρα.
Θαμπωμένοι ένιωσαν τη δημιουργία γύρω
Άνθρωποι όλο ζωή έδιναν ζωή στην Πόλη,
Ντυμένοι στα πορφυρά, στα κόκκινα, τα πράσινα
Και τα γαλάζια, φορτωμένοι με χαρές και λύπες
Θρήνους και τραγούδια. Ακολουθούσαν τη βασιλική οδό
Αυτή που οδηγούσε κατευθείαν στον Πανχρόνο
Πάνω στους δρόμους διάβαζαν διάφορες επιγραφές
Που ήταν χαραγμένες στις σόλες των παπουτσιών
Και αποτυπώνονταν στο χώμα.
<<ΑΚΟΛΟΎΘΕΙ ΜΟΙ >>
τα σπίτια πρόβαλαν Σα ζωγραφιές λευκά- ολόλευκα κι αχάραχτα
 απ’ το χρόνοστα χρώματα της προσεγμένης ώχρας,
με κόκκινα και μπλε περιγράμματα έδειχναν αδιαπέραστα και διάφανα.
Γύρω τα μαγικά βουνά, ο γητεμένος Υμηττός και η Πεντέλη
 ήταν πνιγμένα μέσα στο μπλε  στο βάθος του πεδίου.
Ο ήλιος έδειχνε μεσημέρι τα αγάλματα στους δρόμους
ήταν στεφανωμένα. όλοι μαζί προχωρούσαν μέσα στο Αττικό γαλάζιο,
Αυτό που το κατοικούσαν οι Θεοί.
 Οι Αθηναίοι χόρευαν και τραγουδούσαν στις πλατείες,
Χαίρονταν ο Ένας την παρουσία του Άλλου.
Έφθασαν στον κεραμικό, ο δρόμος μέχρι την Ακρόπολη
 ήταν γεμάτος κόσμο.Περνούσε η πομπή των μεγάλων Παναθηναίων.
Πρώτα έρχονταν τα ζώα ανθοστολισμένα, μουσικοί, αυλητές
 και κιθαριστές έψαλλαν τραγούδια στη Θεά.
Ο πέπλος ήταν κίτρινος με χρυσά κεντήματα ,πάνω σε καράβι,
 στη << Σαλαμίνα Ναυ >>,
Μάλλινος τον ύφαιναν Αθηναίες παρθένες.
Περνώντας απ’ τα Προπύλαια, ανέβαινε στην Ακρόπολη
Και τον τοποθετούσαν μπροστά στο χρυσελεφάντινο άγαλμα
 της Αθηνάς, όπου ιέρειες τα έντυναν με αυτό.
Έπειτα γίνονταν αγώνες γυμναστικοί και λαμπαδηδρομίες.
Όλοι μαζί έφυγαν για το Ωδείοεκεί όπου ραψωδοί έψαλλαν τον Όμηρο
Και άλλους μεγάλους ποιητές, έκαναν αγώνες αυλού και κιθάρας ,
Εκεί όπου ο Ηρόδοτος διάβαζε την πρώτη ιστορία.
Το ωδείο ήταν γεμάτο κόσμο, μόλις που βρήκαν μερικές θέσεις
στα θεωρεία.
Όλοι περίμεναν να ακούσουν με ανυπομονησία
Τις << Ηροδότου Μούσαι >>, ήταν εννιά βιβλία,
Όσες και οι Μούσες, μιλούσαν για τους Μηδικούς πολέμους
Και για τους βαρβάρους λαούς που κατοικούσαν γύρω απ’ την Ελλάδα.
Ο Ηρόδοτος εμφανίστηκε μεγαλοπρεπής
Κι αμέσως έγινε Σιωπή μεγάλη, τότε άρχισε να ιστορεί
Την ΙΣΤΟΡΙΑ.
<< Ηροδότου Αλικαρνασέως Ιστορίας απόδειξης ήδε
ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω
εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα Τε και θαυμαστά,
τα μεν Έλλησι, τα Δε βάρβαροι σι αποδειχθέντα
ακλεά γένηται τα Τε άλλα και δι ην
αιτίην επολέμησαν αλλήλοισιι>>.

Αυτός και ο Θουκυδίδης έγιναν οι ερευνητές της Σκαπτής Ύλης.
Αυτόπτες και Αυτήκοοι του Κόσμου
Παράλληλοι και Ίδιοι με το χρόνο
Πρωθύστεροι και ύστεροι της Ιστορίας,
Μιλούν για την ολότητα
Αυτού που είναι και γίνεται,
Τη δημιουργία της Πανχρονικής επιστροφής
                 του Αυτού.

Ο πλανητικός Οδυσσέας και οι χαοσμικοί εταίροι

Αυτοί, οι ταξιδιώτες του φωτός έψαχναν την αλήθεια
Ερευνώντας τη μνήμη που πέρασε στη Λήθη.
Μακρινοί Αστράνθρωποι επιχειρούσαν την τελευταία έξοδο
Μες το παλλόμενο Σύμπαν. Προσπαθώντας να ανακαλύψουν Αυτό,
Που παραμένει Ασύλληπτο, ανακάλυψαν τα κοσμοδρόμια του χρόνου
-Αυτά- αλλάζουν κατά καιρούς προκαλώντας την Ολική Κάθαρση.
Αποκαλύπτοντας τα πέπλα του Μυστηρίου, βιοχορεύουν με το Θάνατο
Μέσα στη Σιωπή του μεγάλου Παντός.
Η Ιστορία συνέχισε ο Ηρόδοτος κοιτώντας με νόημα
Το Θουκυδίδη που καθόταν εκεί μπροστά, είναι Αυτό
Που ξεκινώντας από ένα τοπικό εμπειρικό γεγονός,
Π.χ. η Μεταρρύθμιση του Κλεισθένη το 508-506
Επηρεάζει ολόκληρη την Ανθρωπότητα.
Η  Μετα- Ιστορία είναι γεμάτη απ’ τις συνεχείς α-συνέχειες
 όλων των επαναστάσεων που έγιναν και απέτυχαν τελειώνοντας
μέσα στο Ατελεύτητο. Είναι όταν κάποιος ξεχωριστός σκέφτεται
Κάτι εντελώς καινούργιο και τότε

ΤΟ –ΙΔΙΟ – ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΌ

Παίρνουν σάρκα και οστά.
Οι άνθρωποι κάνουν την Ιστορία με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους
Σε συνεχή σχέση με τον κόσμο δημιουργούν
Τη γεω- ιστορίαη Αρχή του ανοίγματος να βγουν
Στους κύκλους του Πανχρόνου. το πέρασμα των Γεω-περιόδων
Είναι η γενεαλογία της Γης και του Σύμπαντος.
Περνώντας χωρίς Επιστροφή, στη ΧΟΡΙΚΉ ΠΕΡΊΟΔΟ,
Εκεί όπου όλα είναι

ά ν ο ι γ μ α  , α λ ή θ ε ι α  και ε λ ε υ θ ε ρ ί α.

Ο πολύτροπος Οδυσσέας , οι πολύπλαγκτοι εταίροι
και η μεγάλη Αθηναϊκή παρέα έφυγαν απ’ το Ωδείο
εκστασιασμένοι που άκουσαν την Ιστορία του Κόσμου.
Με οδηγό την Παλλάδα Αθηνά μεταμορφωμένη
 Σε ωραία κόρη που κρατούσε χρυσό λυχνάρι
Βγήκαν έξω στο δρόμο και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Η νύχτα των Παναθηναίων ήταν μεγάλη με τις γιορτές και τα γλέντια.
Οι  -Ωραίοι ξένοι- φιλοξενήθηκαν απ’ τον Πλάτωνα
Που έμενε στο δρόμο των Υακίνθων.
Το σπίτι είχε περιστύλιο προς την πλευρά του δρόμου
Και φωτιζόταν από πυρσούς που ήταν πάνω σε ωραία βάθρα.
Στην πόρτα υπήρχε μεταλλικό ρόπτρο
με τη μορφή δακτυλίου, στο στόμα του λιονταριού.
Ο πολύπαθος Οδυσσέας και ανόστιμοι σύντροφοι
Κατάκοποι απ’ την κούραση μόλις μπήκαν μέσα στο Χολ,
υπηρέτες τους έβγαλαν τα σαντάλια και τους έπλυναν τα πόδια.
Πέρασαν στην αυλή, γύρω είχε περιστύλιο και στο κέντρο
Υπήρχε βωμός με κίονες, το δάπεδο είχε ένα περίτεχνο ψηφιδωτό
με το κεφάλι της Μέδουσας, ενώ στους τοίχους
Είχε ανάγλυφα όστρακα για βρύσες. παντού μέσα στο σπίτι υπήρχαν λυχνίες που κρέμονταν απ’ το ταβάνι ή ήταν πάνω
Σε τριγωνικές βάσεις.
Για να πάνε από το ένα δωμάτιο στο άλλο περνούσαν απ’ το περιστύλιο , υπήρχαν αίθουσες με κίονες με τοίχους από μάρμαρο ή με τοιχογραφίες.
Που είχαν σκαλιστές παραστάσεις στην οροφή.
Όπως οι περισσότεροι Αθηναίοι ξύπνησαν νωρίς
 και οι υπηρέτες τους προσέφεραν φρέσκα ψωμιά
 για να βουτήξουν στο κρασί, και τα περίφημα Αθηναϊκά γλυκά
Που ήταν αναμειγμένα με μέλι και αγόρασαν από πλανόδιους πωλητές.

Όλοι μαζί και με το Σωκράτη που είχε έρθει πριν την ανατολή,
Βγήκαν έξω, ενώ τους ακολούθησαν πολλοί δούλοι
Για να κουβαλήσουν τις αγορές του Συμποσίου.
Πέρασαν από δενδροστοιχίες με λεύκες
Και πλατάνια ώσπου να φθάσουν στην αγορά,
Εκεί όπου εκτός από τους εμπόρους και τους αγοραστές
Βρίσκονταν οι Ναοί, η Βουλή και τα Δικαστήρια.
Ζούσαν την  εποχή της Ολικής Διακύβευσης καθώς όλα Παίζονται,       
Η Ιστορία επιστρέφει  προϊστορικά
Μεταιστορικά, προσωκρατικά και μετακοσμικά.
Κάνοντας την αλογαριθμική γεωμετρία του Χρόνου,
Παίζει το μεγάλο Παιχνίδι του κόσμου.
Το Είναι του Παντός είναι το άνοιγμα, ταξίδι στο φως,
Που κάνει το είναι να φαίνεται μικρή – μεγάλη αμοιβάδα μετέωρη
στο κενό.
Ο Όλβιος Οδυσσέας και οι πλανητικοί σύντροφοι
Ταξιδιώτες του Πανχρόνου έφθασαν στην ΑΘΗΝΑ ωκεάνιοι,
με τα κύματα της πορφυρής έκρηξης σ’ ένα κόσμο που είναι
προς εξαφάνιση.
Οι πλανητικοί ταξιδευτές μεταμορφωμένοι μέσα στο φως,
Το Άκτιστο του κόσμου ακολουθούσαν τους δρόμους των αστεριών,
Αποκαλύπτοντας την Όλβια θάλασσα του κόσμου,
Ανυπέρβλητοι βάδιζαν εξαϋλωμένοι από τη Θέωση.
Η υπέροχη συντροφιά πέρασε μπροστά από τα αρωματοπωλεία
Και τα κουρεία, όπου οι Αθηναίοι συζητούσαν τα νέα της πόλης,
Εκεί γύρω μαζεύονταν οι αργυραμοιβοί και οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Τέλος έφθασαν στη πολύβουη αγορά του Κεραμικού,
Ο αέρας είχε το άρωμα των φρούτων, των ζεστών ψωμιών
Και των κουλουριών, μύριζε τουρσί, θυμίαμα και σκοτωμένο αίμα.
Η Αγορά ήταν τακτοποιημένη με τέτοιο τρόπο
Ώστε είχε άλλοτε κυκλικά και άλλοτε παράλληλα στο δρόμο,
Ιχθυοπωλεία, τυροπωλεία και μανάβικα που πουλούσαν ψάρια
Λαχανικά και σύκα.
Εδώ βρίσκονταν χορεύτριες, ταχυδακτυλουργοί και μάγειροι
Για τα Συμπόσια.
Γυναίκες πουλούσαν πίτες και λουλούδια,
Τριαντάφυλλα, μυρτιές, σουσάμι, όσπρια και σκόρδα.
Παντού υπήρχαν αγαθά, πάπιες, χήνες και περιστέρια
Για τους καλοφαγάδες.
Οι κτηνοτρόφοι νωρίς το πρωί σαλαγούσαν τα πρόβατα
Και τα κατσίκια, είχαν ξύλα στους ώμους
Γεμάτα με κυνήγι, λαγούς, πέρδικες και κατσίκια.
Ο δρόμος ήταν μακρύς γεμάτος κόσμο και σκόνη,
εδώ είδαν ξυρισμένους δούλους που μετέφεραν τα εμπορεύματα
στα μαγαζιά, καλάθια με σταφύλια και λαχανικά.
Ωραίοι νέοι διασκέδαζαν με αστεία και στρατιώτες
με λαμπερές πανοπλίες ψώνιζαν για το σπίτι.
Τα παιδιά έτρεχαν ασταμάτητα κοροϊδεύοντας τους ανήμπορους,
Και τα γουρουνάκια φώναζαν μες τα σακιά.
Θηριοδαμαστές αγρίων ζώων και φιδιών
Έκαναν επίδειξη αποσπώντας την προσοχή.
Οι Αθηναίοι είρωνες και κομψευόμενοι, δεικτικοί
και πνευματώδεις συζητούσαν διαλεκτικά  για τη Φιλοσοφία
και την Πολιτική.
Οι καμπάνες των ψαράδικων χτυπούσαν δυνατά
Δείχνοντας ότι υπάρχουν φρέσκα ψάρια που μόλις
Τα έφεραν από τον Πειραιά.Υπήρχαν  γενάτα στρείδια και όστρακα
Μέσα στα φύκια όπως και μύδια, γαρίδες, καλαμάρια.
Όλα μαζί τα φρούτα της θάλασσας, όμορφες Αθηναίες
Έκαναν τα ψώνια διαλέγοντας προσεχτικά.
Οι ωραίοι σύντροφοι και οι θαυμαστοί Άλλοι
Αγόρασαν τις προμήθειες του Συμποσίου
Και τις έστειλαν με τους δούλους , στο σπίτι του Πλάτωνα.
Έπειτα μαζί με τον πολύτροπο Οδυσσέα και το θείο Σωκράτη
Κατευθύνθηκαν προς την Ποικίλη Στοά που βρίσκονταν
Ανατολικά του Αγοραίου Κολωνού, λευκοί δωρικοί κίονες
Έδιναν τη συμμετρική αρμονία της πρόσοψης, όπου
εναλλάσσονταν συγκλονιστικά το λευκό και το μαύρο της Σιωπής.
Περίφημοι πίνακες του Πολύγνωτου, του Μίνωα
Και του Παναίου κρέμονταν στους τοίχους.
Εδώ ο πολυμήχανος Οδυσσέας με το Σωκράτη και τους
ανόστιμους συντρόφους συνάντησαν πολλούς ρήτορες, σοφιστές
και πολιτικούς όπως ο Γοργίας, ο Πρωταγόρας, ο Περικλής.

Όλοι μαζί συζητούσαν το πρόβλημα της Πόλης,

 μόλις είδαν το μεγάλο Φιλόσοφο με τη συντροφιά του,
αφού χαιρέτησαν εγκάρδια του ταξιδευτές του Πανχρόνου
ρώτησαν το Σωκράτη.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ

Πες μας Σωκράτη
Ποια είναι η αλήθεια της Πόλης
Το κοινωνικό Είναι και γίγνεσθαι,
Το είναι εν τω γίγνεσθαι του μεγάλου χρόνου
Όπου εκδηλώνεται η Ιστορική Δημιουργία ;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

<< Τίποτε βούλεσθαι σημαίνειν οπόταν Όν φθέγγησθε >>
Η Ηλιανή Δημιουργία εκδηλώνεται
μες στη Ραψωδία του Πανχρόνου
όπου εκρήγνυται η ετερότητα του Είναι
δημιουργώντας καινούργιες κοινωνίες.
Οι Άνθρωποι είναι το πέρασμα
Κοσμικά δοχεία που δέχονται το -Αυτό-.
Την αλήθεια του Είναι εν τω γίγνεσθαι
Που δημιουργούνται απ’ τους Ίδιους,
Καθώς κάνουν την αντιστροφή του ΕΊΝΑΙ
Φανερώνοντας την αλήθεια του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ.
ΑΥΤΌ- οργανώνουν τον πυρφόρο χρόνο
Ενός Σύμπαντος που συστέλλεται και διαστέλλεται
Αναδεικνύοντας τους Νόμους της Τάξης
Και της Α- ταξίας του κόσμου.

ΠΡΩΤΑΓΌΡΑΣ

<< χρημάτων πάντων άνθρωπος μέτρον,
των μεν όντων ως έστι, των δ΄ουκ όντων ως ουκ έστι. >>

( Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος
κάθε τι που αυτός θεωρεί ότι υπάρχει,
υπάρχει πραγματικά, εκείνο όμως που θεωρείται
από αυτόν σαν ανυπότακτο δεν υπάρχει. Μετ.)
Ο Σωκράτης έμεινε για λίγο σιωπηλός,
Σε κάτι τέτοιες στιγμές τον επισκέπτονταν τα δαιμόνια.
Αυτή η θεϊκή φωνή της Κοσμικής συνείδησης και είπε:
Αυτό που είναι η Φιλοσοφίαγια τον Άνθρωπο 
Είναι  << το γνώθι σ’ Αυτόν >>,
Που αποκαλύπτεται μέσα απο την ερωτηματική ειρωνεία
Φανερώνοντας το Αυτό.
Απαύγασμα άυλου φωτός, απρόσιτο,
Σταθερά μεταβαλλόμενο, μένει αμετάβλητο
Μέσα στην ελευθερία των τροπισμών του Χρόνου
Σε ένα μη Αυτό συνεχές Σύμπαν.

ΓΟΡΓΙΑΣ

Είναι δυνατή η γνώση της πραγματικότητας
Μέσο των αισθήσεων ; Ή είναι αδύνατη η αντίληψη του κόσμου;
Ο Σωκράτης κοίταξε έξω λέγοντας ,
Ο ουρανός της Αθήνας είναι γεμάτος Ποίηση κι ελευθερία,
Η αστρική αλήθεια φανερώνει τη ρυθμική γαλήνη
Του δράματος του κόσμου, όπου όλα εκρήγνυνται, διαχέονται
Κι εξαφανίζονται μέσα στη Σιωπή του Παντός.

Βγήκαν στο προαύλειο, η αυλή ήταν γεμάτη λουλούδια και δένδρα.
Τριανταφυλλιές , μυρτιές και ίες, αχλαδιές , μηλιές και μουσμουλιές
που σκορπούσαν δυνατές μυρωδιές στον αέρα.μια γιορτή των χρωμάτων
Ενώ τα αιδόνια τραγουδούσαν το τραγούδι του κόσμου,
Πλημμυρίζοντας τις ψυχές  με ανείπωτη χαρά.
Τότε μια δυνατή λάμψη σαν οιακισμός κεραυνού
Διέτρεξε όλο τους το Σώμα φωτίζοντας το Είναι
Μέσα στη απόλυτη διαφάνεια.
Η περιπλάνηση στα μονοπάτια του Χρόνου αρχιζε και τελείωνε στο φως  
Συγκλονισμένοι βίωναν τον Πανχρόνο, το πέταγμα
και το  ά ν ο ι γ μ α   του Παντός.

Ο Πολύτλας Οδυσσέας και οι πολύφρονες εταίροι
με το Σωκράτη και τους Άλλους περπατούσαν στα Ιερά
χώματα της Αθήνας. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι φύλλα,
μύριζαν το άρωμα των κομμένων μίσχων.
Η υφή του χρόνου αλλάζει έτσι όπως αλλάζει το φως.
Ο Αττικός ήλιος χάιδευε τα μέτωπα,
Το ρευστό του χρόνου γεννιέται από μόνο του
Πέρα από κάθε διεύθυνση – Αδιεύθυντο
Επιστρέφει όπως ήταν –είναι και θα είναι .
Οι πολεμιστές της φωτιάς έφυγαν εντυπωσιασμένοι
από την  την Ποικίλη Στοά, προβληματισμένοι από
τη Διαλεκτική του Σωκράτη.
Στην Αγορά βρίσκονταν επίσης, η Στοά του Διός ,
Το Στρατηγείο , το Αργυροποιείο, η βιβλιοθήκη του Πανταίου,
Το Υδραγωγείο, το Νυμφαίο, ο βωμός του Διός ,
ο Ναός του Πατρώου Απόλλωνα, το Ιερό της Αφροδίτης.
Πέρασαν από τη θολό και το Μητρώο κι έφθασαν στο περίφημο
Βουλευτήριο των πεντακοσίων, κοντά στο Δίπολο.
Εδώ συγκεντρώνονταν η εκκλησία του Δήμου
Κι έπαιρνε τις μεγάλες αποφάσεις που αφορούσαν την Πόλη.
Ο λαός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε τις προτάσεις
Πολιτικών και ρητόρων όπως ο Περικλής και ο Κλέων.
Ήταν μια συνέλευση ελευθέρων ανθρώπων
Που αποφάσισε την ανέργεση του Παρθενώνα,
Τη δημιουργία του Χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς
Μα και τη Σικελική εκστρατεία.
Η Ηλιαία ήταν σε περίωπη θέση με τετράγωνο σχήμα
Και λίθινη σκάλα, οι ηλιαστές ήταν ελεύθεροι πολίτες
Που είχαν συμπληρώσει τα τριάντα και εκλέγονταν με κλήρο
Για να απονείμουν δικαιοσύνη. Τα δικαστήρια είχαν από
Πεντακόσια μέλη το καθένα, όλοι μαζί ήταν πέντε χιλιάδες
Και χίλιοι αναπληρωματικοί χωρισμένοι σε δέκα τμήματα.
Η Ηλιαία έκρινε << κατ’ έφεσιν και ανέκκλητος >>
Τις αποφάσεις της Βουλής, όπως έκρινε και για
<< χρήμασι ή δεσμοίς ζημιούν >>.
Δυτικά της Ακρόπολης φαινόταν ο Άρειος Πάγος,
Οι Αρεοπαγίτες ήταν ισόβια μέλη που εκδίκαζαν
Υποθέσεις φόνων, πυρκαγιών, τραυματισμών.
Οι ταξιδιώτες του Φωτός περιπλανιόταν σε μια Πόλη
Όπου η διαφορά της Ποίησης, της Φιλοσοφίας ,
και της πολιτικής είχαν κοινό τόπο το  ά ν ο ι γ μ α 
του Είναι και του Χρόνου.
ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ έθεσαν ριζικά ερωτήματα για τον κόσμο
Και την αλήθεια , το είναι και το φαίνεσθαι.
Αμφισβήτησαν την Πολιτεία κι έκαναν βίωμα ζωής
τη θνητότητα του ανθρώπου.
Μίλησαν για το Χάος και το Άπειρο,
Το ποιος Άρχει και πως, δίκαια ή άδικα
Το ποιοι εξουσιάζουν , οι Πολλοί ή οι Λίγοι;
Η ελευθερία υπάρχει μέσα στο -ΑΥΤΌ-
Οι πολίτες με άμεση Αυτό – Δημοκρατία που είναι οικειοθελής ,
Και την οργανώνουν από μόνοι ή σε σχέση με τους άλλους,
Περνούν το πέρασμα της Ηλιανής Δημιουργίας.
Ζώντας το γίγνεσθαι της Πόλης και του Κόσμου,
Εν τω γίγνεσθαι του μεγάλου Χρόνου,
Ολοκληρώνονται ως άνθρωποι καθώς Αυτό – θεσμίζονται
Σε μια κοινωνία που Αυτό – κυβερνιέται.
<< Αυτόνομη, αυτόδικο, αυτοτελής >> (Θουκυδίδης)
<< έδοξε τη βουλή και το Δήμω>>.
Η πόλη των Αθηνών είναι ο τόπος όπου αποκαλύφθηκε η αρμονία
 και το μέτρο, και πραγματοποιήθηκαν μέσα από ποιητικές πράξεις
 και σκέψεις.
Ο κόσμος αδιάφορος υπάρχει σ’ ότι η Μοίρα υφαίνει για τους ανθρώπους
Ανατρέποντας όλες τις εξουσίες. Οι Άνθρωποι ενοικούν τον κόσμο,
Μπαίνοντας στο ρεύμα του χρόνου, υπερβαίνουν τα όρια
χωρίς να φοβούνται το θάνατο.
Η ζωή είναι εδώ, η Νέκυια είναι Αλλού.
Ο πλανητικός Οδυσσέας και οι πανχρονικοί σύντροφοι
Το έζησαν Αυτό όταν κατέβηκαν στον Άδη, και
Συνάντησαν τις σκιές των νεκρών αδερφών  πού περιφέρονταν
Ξεγραμμένες στο σκοτάδι.
Η εξουσία του Χάοσμου είναι ανεξουσίαστη
Περιέχει το Μηδέν και το Τίποτα
Ότι γεννιέται και πεθαίνει μέσα στο ΕΝ- Παν.
Πέρασαν απ’ την Ακαδημία, το Λύκειο και το Κυνοσάργες.
Τα τρία μεγάλα γυμνάσια με την μοναδική Αρχιτεκτονική
Είχαν μεγάλες στοές και διαδρόμους με αίθουσες
Για τον αθλητισμό και την επιστήμη.
Λουτρά και ιδιαίτερα δωμάτια για την ανάπαυση,
Ξυστές που ήταν διάδρομοι σκεπασμένοι,
Ψηλοί στις πλευρές και χαμηλότεροι στο κέντρο,
Προορίζονταν για περιπάτους και ασκήσεις το χειμώνα..
Στο εφηβείο ωραίοι νέοι έκαναν γυμναστική κι
Εκπαιδεύονταν στη μουσική, τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά.
Η μεγάλη Ελληνική Σκέψη και το φρόνιμα δημιουργήθηκαν
Μέσα σε αυτά τα γυμνάσια, εδώ σμιλεύτηκαν Ολυμπιονίκες.
Στην Ακαδημία, ο Πλάτωνας σε μια αίθουσα ημικυκλική
με καθίσματα και εξέδρες δίδασκε με ύφος περίτεχνο.
Φιλοσοφία σε ακροατές κάθε ηλικίας.
Μιλούσε για τη Διαλεκτική που ερευνούσε τις ιδέες ή τα είδη.
Θεωρούσε ότι ήταν αύλες κι ανεξάρτητες απ’ τον κόσμο
Τον αισθητό, κι ότι γινόταν αντιληπτές μόνο με το Νου..
Ονειρεύτηκε την Ιδανική Πολιτεία που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Μίλησε για το Θεό και τον Έρωτα της Σοφίας,
Την Πολιτική , την Ηθική και τον ΚΌΣΜΟ.
Το Λύκειο βρισκόταν στο δάσος ,στη περιοχή του Λυκείου Απόλλωνα
Ανάμεσα σε πολλά Δένδρα και πυκνή βλάστηση.
Ο Αριστοτέλης με εξαιρετικά μεγάλο κεφάλι,
Κομψός δίδασκε περπατώντας με τους Άλλους ,
Σε μια γλώσσα ακριβή και διαυγή τις Αρχές της Φιλοσοφίας,
Της Ποίησης, της Πολιτικής και της Ρητορικής.
Πρώτος Αυτός εφάρμοσε το Φιλοσοφικό Ειδέναι
με τη μεθοδική φιλοσοφία, μίλησε για πολιτική και ηθική.
Στοχάστηκε την ψυχή του ανθρώπου μέσα στο φιλοσοφικό γίγνεσθαι, μιλώντας για τη Μεσότητα και ότι ο ένυλος κόσμος
Είναι το γίγνεσθαι της Ύλης και της Μορφής.
Ερεύνησε όλους τους τομείς του επιστητού
Ιστάμενος μέσα κι έξω απ’ τα πράγματα .
Ζώντας φιλοσοφικά, βίωσε την -Αιδιότητα του Ίδιου-.
Ο θεϊκός Οδυσσέας και οι πολύφημοι σύντροφοι
Λούστηκαν στο λουτρό και άλειψαν τα σώματα
με ένα υγρό που ήταν φτιαγμένο από έλαια αρωματικά,
Όταν ξεπλύθηκαν με το νερό ήταν σαν να έφευγε
Από πάνω τους το βάρος αιώνων.
Πετούσαν  βιώνοντας την Ολική Αυτογνωσία
Το ουράνιο και Θείο πέταγμα του Είναι.
Όλοι μαζί , οι πανχρονικοί ταξιδιώτες με το Σωκράτη
και του Άλλους έφυγαν απ’ το Λύκειο εκστασιασμένοι
απ΄την εμπειρία. Χωρίς να το καταλάβουν έφθασαν στο
σπίτι του Πλάτωνα για το Συμπόσιο που ήταν ανοιχτό
για όλο τον κόσμο. Δούλοι έπλεναν τα πόδια των καλεσμένων
κι έπειτα περιφέρονταν στους χώρους του σπιτιού
θαυμάζοντας τα γλυπτά και τους πίνακες.
Τα τραπέζια ήταν πλούσια στρωμένα  με όλων των ειδών τα φαγητά,
Ήταν φτιαγμένα με μεγάλη  τέχνη για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες
των καλεσμένων.
Ξάπλωσαν σε ανάκλιντρα  και δούλοι σε μικρά τραπέζια έφεραν
 το φαγητό,  ενώ θεραπαινίδες τους περιποιούνταν συνέχεια.
Αφού έφαγαν έκαναν σπονδές στους θεούς
Κι άρχισαν την οινοποσία αστειευόμενοι μεταξύ τους.
Μεγάλη ευθυμία επικρατούσε σ’ όλους που ομόρφυνε τις ψυχές. Ξαφνικά εμφανίστηκαν θαυματοποιοί
Κι έκαναν διάφορα κόλπα, ασκήσεις και τεχνάσματα,
Ορχηστρίδες χόρευαν χορούς της Ανατολής
Ενώ αυλήτριδες τραγουδούσαν παίζοντας μουσική
ήταν εκεί ο Αγάθωνας με τον Αλκιβιάδη,ο Φαίδρος κι ο Παρμενίδης,
 ο Ευρυξίμαχος, ο Αριστοτέλης με τον Πλάτωνα και το Σωκράτη,
ο Φιλέταιρος Οδυσσέας με τους υπέροχους συντρόφους
και πολλοί άλλοι.
Όταν τελείωσαν όλα αυτά, ο Πλάτωνας πήρε το λόγο
Μια και είχε εκλεγεί συμποσιάρχης και ρώτησε
Ποιο θέμα και με ποιο τρόπο ήθελαν να συζητήσουν.
Τότε ο Σωκράτης πρότεινε στον πολύτροπο Οδυσσέα
Να τους διηγηθεί τα πάθη του Ίδιου και των συντρόφων,
Και φώναξε Ραψωδούς να τα ακούσουν για να τα κάνουν
Τραγούδι. Αμέσως απάντησε ο Θεϊκός Οδυσσέας
Και είπε πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσει
Για τα ταξίδια και τις περιπλανήσεις στις πόλεις
Και στις θάλασσες του κόσμου, και πως έπρεπε
να περιμένουν μια άλλη φορά.
Μετά απ’ αυτά ο Σωκράτης ζήτησε απ’ όλους
να μιλήσουν ελεύθερα χωρίς όρια γιατί ο διάλογος
ήταν το άνθος της ζωής.

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ

Πως κατορθώνεις Σωκράτη και κατευθύνεις
Τη συζήτηση πάντα εκεί που θέλεις;
Η Τέχνη του να ρωτάς έγινε βίωμα για σένα
Λαξεύεις ερωτηματικά τα πράγματα
Και στο τέλος αναδεικνύεις Αυτό που είναι

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Ωραίε Αλκιβιάδη
Ήδη μόλις έδωσες την απάντηση,
Γιατί μέσα σε κάθε ερώτηση κρύβεται η απάντηση.
Ας εξετάσουμε το Είναι των πραγμάτων.
Αυτά μας οδηγούν.

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ

Έτσι νομίζω


ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Με ποιον τρόπο αν όχι της διαλεκτικής
Ρωτάμε για να μάθουμε την αλήθεια του κόσμου;












 ΑΓΑΘΩΝΑΣ

Είναι φανερό πως για να σκεφτούμε
Πρέπει να υπάρξουμε ως δυνατότητα
Μέσα στο Είναι και το Χρόνο.

ΦΑΙΔΡΟΣ

Η <<Άρρητος Αρχή >> πύρινος ποταμός
Διαπερνάει το Μηδέν και το Τίποτα
Και φλεγόμενο βέλος κατευθύνεται στο ΠΑΝ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Τα Σύμπαντα του κόσμου υπάρχουν από μόνα,
Αδημιούργητα στο διασυμπαντικό χώρο.
Είναι σε κατάσταση Αυτό δημιουργίας
Μέσα στο Ατελεύτητο Άπειρο.
Το Σύμπαν επιστρέφει στη αρχική κατάσταση,
Στο Μηδέν και στην Ανυπαρξία,
Έχει ηλικία είναι πεπερασμένο,
Διαστέλλεται και συστέλλεται ισότροπα.

ΠΛΆΤΩΝΑΣ

Η Αόριστος Δυάς έχει δυο αρχές,
Την ύλη και την αντιύλη
Απ’ όπου προκύπτει η γένεση της Δημιουργίας.
Η έκρηξη του μεγάλου χρόνου φέρνει
Ένα ενιαίο τρίτο – το Ένα και τα Πολλά-.
Άλλες μεριστές ουσίες τα Είδη.

ΟΔΥΣΣΈΑΣ

Ακούστε φίλοι και σύντροφοι αγαπημένοι
Αυτά που έμαθα πλανώμενος και περιπλανώμενος
Στους αιώνες του Πανχρόνου.
Οι Αίδιες ουσίες του ανοίγματος
Είναι ο τόπος της Ηλιανής Δημιουργίας
Εν τω γίγνεσθαι μήτρες του Χάους.
Δημιουργούν Αυτό που είναι αστρική ακτινοβολία
Και φέρει το Σύμπαν και τον κόσμο,
Αυθύπαρκτο και άπειρο μαζί
Είναι η κοσμική Θρησκεία του Παντός.
Ο Σωκράτης ζαλίστηκε με όλα αυτά που άκουσε
Και πρότεινε να επιστρέψουν στη γη,
Και να συζητήσουν τα γήινα,
Το Ήθος του ανθρώπου και όχι τις Ιδέες.

ΠΛΑΤΩΝ

Η ύλη και οι Ιδέες
Είναι μέσα στο πεδίο του Χρόνου.
Καμπυλώνουν το Είναι
Και κάνουν τους χρόνους του Πανχρόνου
Μια φυσική κίνηση της ψυχής του Ανθρώπου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Ήθος ανθρώπου δαίμων (Ηρακλ. 119 αποσπ.)
Το δαιμόνιο είναι Αυτό που κινεί το Είναι
Κάνει τον Άνθρωπο –άνθρωπο.
Διαφοροποιημένο ΊΔΙΟ ανοίγεται
Στη Πανχρονική επιστροφή του Αυτού.

Ο πολύφρων Οδυσσέας και οι πολύπλαγκτοι σύντροφοι
Έφυγαν ανικανοποίητοι και με ερωτηματικά από την Αθήνα,
Αν και μερικές φορές έμειναν εκστασιασμένοι με αυτά που είδαν
Και άκουσαν στην Πόλη που γεννήθηκε το θαύμα,
Η μεγαλύτεροι Ιστορική Δημιουργία- Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Οι ταξιδιώτες του φωτός μαγεμένοι συνέχισαν το ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ.


                                      ΕΠΩΔΟΣ
                                   
 Ο πλανητικός Οδυσσέας και οι πανχρονικοί σύντροφοι                              
με οδηγό την παλλάδα Αθηνά που τους έδειχνε το δρόμο
Του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ οδηγήθηκαν στη φυλακή που
Κρατούσαν το Σωκράτη.
Οι συμπατριώτες του οι Αθηναίοι, τον καταδίκασαν σε θάνατο
Επειδή διέφθειρε τους νέους, δεν σεβόταν τους Θεούς και τα ήθη
Της Πολιτείας. Βρήκαν στο πρόσωπό του το εξιλαστήριο θύμα
Της ταπεινωτικής ήττας που υπέστησαν από τους Σπαρτιάτες.
Η περίφημη Αθηναϊκή ηγεμονία καταποντίσθηκε άδοξα μετά τη Σικελική εκστρατεία, και την πολιορκία των Αθηνών από το
 Σπαρτιατικό στόλο που κατασκευάστηκε με το χρυσό των Περσών.
Οι  όροι των νικητών ήταν ανελέητοι, μόνο δέκα πλοία έμειναν από
τον περίφημο Αθηναϊκό στόλο, τα υπόλοιπα κάηκαν όπως επίσης
ήταν υποχρεωμένοι να γκρεμίσουν τα μακρά Τείχη.
Ο Φαίδρος έβαλε τα κλάματα και οι υπόλοιποι φίλοι του γύρισαν αλλού
Το πρόσωπο για να μην φαίνονται τα δάκρυα. Μόνο ο Σωκράτης έμεινε
Ατάραχος, γεμάτος γαλήνη  είπε πως -Αυτό – θα το θυμούνται μια ζωή και πως θα τους μεταμόρφωνε διαρκώς.
Δεν πρέπει να λυπούνται τώρα που πεθαίνει,
Κανείς δεν ξέρει τι είναι καλύτερο γι Αυτόν που φεύγει,
Επειδή δεν ξέρει που πηγαίνει, ενώ Αυτοί που θα ζήσουν
Δεν ξέρουν τι τους περιμένει.
Είπε πως είναι ώρα να λουστεί για να μην επιβαρύνει τις γυναίκες.
Ο Σωκράτης γεμάτος γαλήνη κι ηρεμία ήπιε το κώνειο,
Σαν να επρόκειτο για ένα απλό γεγονός, σαν να έπινε ένα ποτήρι γλυκό κρασί. Το φάρμακο πρώτα παρέλυσε το νευρικό σύστημα προκαλώντας φρικτούς πόνους στο Σώμα κι έπειτα στον εγκέφαλο.
Ο θάνατος του Σωκράτη οδήγησε τους Αθηναίους στην Αυτογνωσία,
Και τη δύναμη του Λόγου. Έκτοτε δεν θα προσπαθούσαν να ηγεμονεύσουν πολιτικά ή πολεμικά αλλά με τη δύναμη της Αυτοκρατορίας του πνεύματος.