Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

B-ΑΛΩΣΗ ΤΗς ΠΟΛΗΣ.-ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ-NOVEL-FALL OF CITY- CONSTANTINOPLE



                                     ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΕΣΗΣ




                 ΠΑΝΧΡΟΝΙΑΔΑ      

                                         Πενταλογία



                                 ΠΑΝΧΡΟΝΙΚΗ              
                                 
                                     ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ   

                                      
                                        ΠΕΡΑΣΜΑ  
                ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ     

                   ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ
                     
                         
                     ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ    



                    ΠΕΡΑΣΜΑ
               ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ

            ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ   ΡΑΨΩΔΙΑ
                  AΛΩΣΗ ΤΗς ΠΟΛΗΣ



Γρήγορα  ο ατρόμητος Οδυσσέας και οι γενναίοι σύντροφοι κατέβασαν τα πανιά της Ιθάκης,  κι όλοι μαζί κωπηλάτησαν μ’ όλη  τη δύναμη μέχρι να πιάσουν σκάλα σε  κοντινό λιμάνι
 Ώρες  πάλευαν με τα κύματα  δεν κατάφεραν τίποτα,
 η μυθική Ιθάκη έπλεε ακυβέρνητη, αφημένη στην τύχη της.
 Οι Κεφαλλήνες όμως και ο πολύφερνος Οδυσσέας είχαν προστάτη Άγιο- τον Άγιο Νικόλαο και τη Μεγαλόχαρη Παναγία . Αυτοί   με ασφάλεια οδήγησαν το γαλαζόπλωρο καράβι    στις ακτές του Αγίου Όρους.
Μόλις  πάτησαν τη στεριά και αισθάνθηκαν τη γη
κάτω απ’ τα πόδια  κατάλαβαν
 πως βρίσκονταν σώοι στον ιερό Άθωνα.
 Πυκνή ομίχλη σκέπαζε το Περιβόλι της Παναγιάς , μόνο σε μερικά ανοίγματα έβλεπαν κάτι σκιές  , κινούνταν εκτός τόπου και χρόνου.
Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ερχόταν από τη θάλασσα  , αυτή  ποτέ δεν ησυχάζει όπως  και οι λαχανιασμένες ανάσες  των συντρόφων.
Παντού   βασίλευε  απόλυτη σιωπή,
Σιγά –σιγά διαλύθηκε η ομίχλη και ως δια μαγείας η Μονή του Αγίου Παντελεήμονα αποκαλύφθηκε μυστηριακή  .
Το  περίφημο Ρωσικό μοναστήρι ξεπρόβαλλε επιβλητικό με τους στρογγυλούς τρούλους , έμειναν έκθαμβοι απ’ την ομορφιά της φύσης ,
 το περιέβαλλε γεμάτη ευωδιές.
Οι πολυμήχανοι Έλληνες αισθάνθηκαν βαθιά την Αγιότητα του Όρους κι ως ταπεινοί προσκυνητές έκαναν το σταυρό , βρίσκονταν στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας, το προπύργιο του Γένους , τα Μοναστήρια φύλασσαν μοναδικούς θησαυρούς κι εκπληκτικά μνημεία.         
Εδώ  η Θέωση ήταν  τρόπος ζωής , ο δρόμος του Θεού και της Χριστιανικής λατρείας  γίνονταν για τη Σωτηρία της ψυχής,
η Μοναστική Πολιτεία επέζησε αιώνες , παρέμενε ένας τόπος κατάνυξης και περισυλλογής .



 Πολλοί βασιλείς , ηγεμόνες , άρχοντες αλλά και απλοί άνθρωποι  φόρεσαν το ράσο του καλόγερου.
Ο πολύφρων Οδυσσέας και οι μεγάθυμοι σύντροφοι  προχώρησαν με δέος  στο εσωτερικό της -Δημοκρατίας του Θεού-, για οδηγό πήραν ένα σεβάσμιο γέροντα, τον παπά Μάξιμο.  Ο άγιος καλόγερος πέρασε απ’ όλα τα στάδια του μοναχισμού , βρισκόταν  προς το τέλος της ζωής του
Το άνοιγμα  του χρόνο είναι του παρόντος και του μέλλοντος
 αλλά κυρίως του παρελθόντος .
 Εδώ  ισχύουν  -οι ρυθμοί του Αγίου Όρους -,
 έχουν διαφορετικό ημερολόγιο και ζουν το -χρόνο του Βυζαντίου- είπε  ο πολύτλας Οδυσσέας , τα λόγια του  διέτρεχαν τη σιωπή του Άθωνα.  
Μια πολιτεία ολόκληρη ορθωνόταν μεγαλειώδης ,
Οι πύλες κι οι γυμνοί τοίχοι, οι πολεμίστρες κι οι πύργοι υψώνονταν περήφανοι , οι καλόγεροι από εκεί πολεμούσαν  εναντίον των πειρατών,
 Πιο  ψηλά  τα κελιά και οι άλλοι χώροι έδειχναν απόρθητα .
Η  τράπεζα του Μοναστηριού βρισκόταν εσωτερικά, έπιανε  μέρος της  αυλής. Η  φιάλη με το Άγίασμα και το καθολικό δίπλα ήταν σε ένα περίπτερο αρκετά μικρό με θόλο , μέσα υπήρχε μια λεκάνη όπου  γινόταν ο Αγιασμός.
Έφθασαν την ώρα του μεσημεριανού φαγητού κι ένας καλόγερος  υποδέχθηκε εγκάρδια τους προσκυνητές ,   είπε χαρούμενα ότι άκουσαν έκπληκτοι στη Ρώμη από τον Ίδιο τον Απόστολο Παύλο.      
                        

                                   Αδερφοί
                                   υποδεχθείτε
                                   τον Άλλον
                                   μ’ ένα φιλί  


 Σεβάσμιοι γέροντες   οδήγησαν  ευγενικά τους οδοιπόρους σε ένα μεγάλο τραπέζι , καταλάμβανε το κέντρο της ημικυκλικής Αψίδας ,
σε αυτό καθόταν ο Ηγούμενος της Μονής .
–Αυτός- ο Άγιος Άνθρωπος
 μίλησε θερμά ,  περίμενε τον ερχομό των Ξένων ,
    ήξερε  πως θα έρθουν,
 είπε να καθίσουν δίπλα του παραβαίνοντας τους τύπους
Γύρω οι άλλοι καλόγεροι σε δυο παράλληλες σειρές από τραπέζια περίμεναν ήσυχα ,
τους συνεπήρε η ευταξία της Τράπεζας και η Εκκλησιαστική Τάξη.
Οι προηγούμενοι Ηγούμενοι κάθονταν σοβαροί σε ένα  αμέσως επόμενο τραπέζι, οι ιερομόναχοι κι οι ψάλτες  σε σειρά  έπιαναν  το τρίτο
  έχοντας  επικεφαλή τον εφημέριο.
Οι  ευσεβείς γέροντες κάθονταν μόνοι σ’ ένα ξεχωριστό τραπέζι ,
το τέταρτο , οι παλαιοί του Αγίου Όρους  έχαιραν μεγάλης εκτίμησης
κι σεβασμού.
 -Αυτοί-  έζησαν μια ζωή  μες την Αθωνική Πολιτεία ,
έζησαν μια ζωή  αφιερωμένη  στον Κύριο.
 Όλοι οι Άλλοι μοναχοί, οι  ιεροδιδάσκαλοι κατά την τάξη αν και διακρίνονταν δύσκολα, βολεύτηκαν αρκετά στριμωγμένα σε ένα τεράστιο τραπέζι το πέμπτο, τελευταίοι έστεκαν όρθιοι οι δόκιμοι και οι κοσμικοί  ώσπου βολεύτηκαν   όλοι.   
Όλοι μαζί προσευχήθηκαν, έκαναν το σταυρό  κι έφαγαν  σιωπηλά το ψάρι με τα χόρτα  πίνοντας το περίφημο Αγιορείτικο κρασί.
Μετά το φαγητό συζήτησαν αρκετά ,
  ο Ηγούμενος είπε ότι μπορούσαν να μείνουν όσο θέλουν.
 Αυτοί όμως απάντησαν ότι  θα έφευγαν γρήγορα
Βιάζονταν , κινδύνευε η πολύπαθη  Κωνσταντινούπολη.
Οι μεγάθυμοι Έλληνες ευχαρίστησαν θερμά τον Ηγούμενο Θεόδωρο 
κι αποχαιρέτησαν συγκινημένοι τους μοναχούς του Αγίου Παντελεήμονα, μετά  με οδηγό τον παπά Μάξιμο ακολούθησαν το μονοπάτι που οδηγούσε προς τις Καρυές .
Όσο περισσότερο σκαρφάλωναν  το βουνό,
 τόσο η θέα γινόταν πιο συναρπαστική  , πέρασαν  από  πολλούς χείμαρρους και καταρράκτες , κουράστηκαν από την πεζοπορία  κι σταμάτησαν σε ένα ξέφωτο  να πιουν λίγο κρύο νερό και να ξαποστάσουν.




Με το που  έφθασαν στις Καρυές κατευθύνθηκαν γρήγορα προς  την  κεντρική πλατεία .
Εκεί  βρισκόταν ο μεγαλύτερος , ο πιο σεβάσμιος ναός του Αγίου Όρους,   ο  ναός του Πρωτάτου, μια τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος και επιχρυσωμένη οροφή  εμφανίστηκε επιβλητικός.
Μόλις μπήκαν μέσα αισθάνθηκαν  δέος , η ιερότητα του ναού επέβαλλε την ολοκληρωτική ταπείνωση. Έκαναν  το σταυρό  και προχώρησαν συγκινημένοι , είδαν με θαυμασμό τις υπέροχες τοιχογραφίες της βόρειας πλευράς , ο Πανσέληνος , ο μεγαλύτερος   εκπρόσωπος της Μακεδονικής σχολής  ζωγράφισε τις περισσότερες .
 Αλλά η πιο συγκλονιστική στιγμή ήταν για τον πολύπαθο Οδυσσέα και τους καρτερικούς εταίρους  όταν προσκύνησαν τη θαυματουργή εικόνα του  << Άξιον Εστί >>.    
Τέτοια αγαλλίαση δεν αισθάνθηκαν ποτέ ,  έφυγαν από πάνω  αιώνες μεγάλης μοναξιάς  κι ελευθερώθηκαν οι τυραννισμένες ψυχές, Τόσα  χρόνια μακριά από την πατρίδα δημιούργησαν  απέραντη θλίψη κι ένα βάρος ασήκωτο . Ταπεινά  χαιρέτησαν  τις άλλες εικόνες   που ο Θεοφάνης ο Κρής κι οι άλλοι τεχνίτες ζωγράφισαν με μεγάλη τέχνη.  
Ως  Μετα-χρονικοί  ζούσαν  τη διαχρονία του ανοίγματος,
   έβλεπαν την -Ενιαία- αλλά πολυδιάστατη Πολλαπλότητα
της Ιστορίας.
Ο Φιλέταιρος Οδυσσέας και οι καρτερικοί εταίροι βγήκαν έξω συνεπαρμένοι, περπάτησαν λίγο να ξεμουδιάσουν.
 Οι ακτές της χερσονήσου απλώνονταν απόκρημνες και φιδίσιες ,
 η πανοραμική  θέα αντάμειψε με την ομορφιά τους πολύπαθους συντρόφους  , ξέχασαν  λίγο τις έγνοιες .



Το πρώτο Μοναστήρι μετά τις Καρυές ήταν η Μονή Κουτλουμουσίου. Όταν οι φοβεροί και τρομεροί πειρατές έκαναν επιδρομή  να  λεηλατήσουν το μοναστήρι , η Παναγία  εξαφάνισε το κτίριο από τα μάτια των επιδρομέων  είπε με ύφος γαλήνιο ο παπά Μάξιμος ,
 από τότε η εικόνα ονομάστηκε

                                << Φοβερά Προστασία>>.

Ο πολυτλήμων Οδυσσέας και οι πολύπαθοι σύντροφοι πήγαν μέχρι  την αυλή του Μοναστηριού, εκεί βρισκόταν η εκκλησία με την θαυματουργό εικόνα, προσκύνησαν με ευλάβεια κι έπειτα πήραν το δρόμο  προς τη Μονή Ιβήρων. Βιάζονταν πάρα πολύ.
Ο σεβάσμιος γέροντας , ο παπά Μάξιμος συνέχισε ακούραστος , ακολούθησαν το μονοπάτι  του καταπράσινου δάσους , έπιαναν με τα χέρια τα φύλλα και κρατούσαν τα κλαδιά μέχρι να περάσει ο επόμενος.
Οι οδοιπόροι του Αγίου Όρους μέθυσαν από το άρωμα των λουλουδιών και μαγεύτηκαν από  το κελαδητό των πουλιών , ο ήχος των κρυστάλλινων νερών  ερχόταν ψηλά απ’ τις πηγές . Σ’ ένα ξέφωτο είδαν ξαφνιασμένοι  τη  χιονισμένη βουνοκορφή του Άθωνα.
Να εκεί πάνω βρίσκεται το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης είπε ο παπά Μάξιμος , το -Μαγικό Βουνό- ανάλογα με το χρόνο όταν ρίχνει τη σκιά του φθάνει μέχρι τη Σκιάθο κι τη Λήμνο, την Παλλήνη ή τη Σιθωνία.
 Από μακριά είδαν τον ήλιο  πως καθρεφτιζόταν πάνω στη Μονή, έκανε   το κίτρινο της ώχρας κι φαινόταν πιο χρυσαφί κι απ’ το χρυσαφί. Έτσι  όπως  έβλεπαν το μοναστήρι  κρεμόταν πάνω από τη θάλασσα, από κάτω το κύμα γλυκά   φιλούσε    την είσοδο.
Οι  μοναχοί Ιωάννης και Ευθύμιος έκτισαν με έξοδα του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου  τη Μονή Ιβήρων .    
Οι περιηγητές  καθρεφτίστηκαν  βλέποντας πάνω από  το νερό της δεξαμενής, γεμάτη χρυσόψαρα φάνταζε όπως τα όνειρα ,
 έπειτα οι νήπειοι εταίροι  έκαναν αστεία μεταξύ τους μέχρι την είσοδο της Μονής.





 Ένας γέρος  πορτάρης άνοιξε την πόρτα , πέρασαν  μέσα κι κοίταξαν  γύρω περίεργα , οι πολύμορφοι Ιθακήσιοι  προσκύνησαν με ευλάβεια την Παναγία, την Πορταϊτισσα ,  η άγια εικόνα βρισκόταν σε μια μικρή εκκλησία εντός της αυλής, κοντά σε ένα περίτεχνο  καθολικό και τη φιάλη με το Αγίασμα.  
Κάτι νέοι καλόγεροι  οδήγησαν τους προσκυνητές  προς το Αρχονταρίκι ,
Ο υπεύθυνος ιερέας περίμενε υπομονετικά , προσέφερε τους οδοιπόρους  κρύο νερό κι  τους ευλογούσε. Έπειτα ένας δόκιμος μοναχός έδειξε σε ποια δωμάτια θα κοιμηθούν ανά τέσσερις, όλοι  μαζί έμειναν στην Ίδια πτέρυγα.
 Οι κάμαρες ήταν λιτές κι απέριτες, μόνο η εικόνα της Παναγιάς κρεμόταν από τον τοίχο,  υπήρχαν ξύλινα κρεβάτια με καθαρές κουβέρτες κι ένα τραπέζι. Αφού τακτοποιήθηκαν βγήκαν έξω θαυμάζοντας την αυλή με τις ανθισμένες κερασιές κι τις δαμασκηνιές, μύρισαν τις μανόλιες κι τα ευωδιαστά λουλούδια. Τα κρύα νερά ακούγονταν μελωδικά , ήρεμα κυλούσαν από το ονειρικό βουνό.
 Οι  προσκυνητές της ιεράς Μονής  αισθάνθηκαν βαθιά  την απόλυτη Σιωπή του Αγίου Όρους. Ένιωσαν  ότι κάπως έτσι είναι ο Παράδεισος ,
 ένας ανθισμένος κήπος που  βλέπει την ανοιχτή θάλασσα.
 Πλημμυρισμένος  από το θεσπέσιο άρωμα των λουλουδιών, το θεϊκό κελαδητό των πουλιών και το απέραντο πεδίο της θάλασσας,
Όλα αποκαλύπτουν  το μεγαλείο του Θεού.
Εκεί μέσα στην άκρα σιγαλιά, ο παπά Μάξιμος πήρε το λόγο και είπε
Όσοι  μετανοούν πραγματικά σήμερα θα είναι μαζί μου στον Παράδεισο, θα χαίρονται τους καρπούς της χαράς ,
 τη θέα του Ανέσπερου φωτός ,
 την  Ειρήνη και την  εκστατική ευτυχία.
Η ομοιότητα και η διαφορά με τον Αρχέτυπο Θεό έχει σχέση με τη θεωρία της εικόνας και πως  λατρεύεται. Είδαμε τόσες υπέροχες εικόνες του Θεού και των Αγίων, αλήθεια με ποια τεχνοτροπία  γίνονται
ρώτησε με θαυμασμό ο πολυμαθής Περίδης.


 Υπάρχουν διάφορα στάδια που ζωγραφίζονται οι εικόνες, το χρωματικό γκλαβιέ ξεκινάει από βαθύς τόνους και καταλήγει σε ανοιχτούς.
Πρώτα  στρώνεται ομοιόμορφα μια όμπρα φυσική, υπάρχει ένα σχέδιο από κάτω, όμως δεν εξαφανίζεται καθώς μπαίνουν τα χρώματα
είπε ο γέροντας , μιλούσε σαν έμπειρος Αγιογράφος.
Σε ένα άλλο στάδιο μπαίνουν οι μεσαίοι, οι γλυκεροί τόνοι,
το  τρίτο περιέχει τα λεγόμενα αψιμήθεια, τα ζωντανά χρώματα.
 Οι  φωτεινοί τόνοι τοποθετούνται στα μάγουλα, τη μύτη κι τα μάτια, κάνουν τη διαφορά  αποκαλύπτοντας το Θείο.    

Πολίτης

 Η Μονή Ιβήρων κτίστηκε με τα λεφτά του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου  δεν  υπήρξε κι ο τέλειος Αυτοκράτορας .
Τύφλωσε εκατό χιλιάδες κόσμο, όταν οι στρατιώτες επέστρεψαν τυφλωμένοι και ο Σαμουήλ είδε τι έπαθαν, πέθανε από το κακό του.
Η περιφανής νίκη  είναι πάντα αμφίσημη, έχει τις σκοτεινές πλευρές της.    

Οδυσσέας

Χρόνιοι του χρόνου είμαστε,
 ζούμε την παράλληλη κι  ύστερη,
 την προ και τη Μετα- Ιστορία
Το περίφημο Ελληνικό κέντρο είναι ά-κεντρο,
Βρίσκεται  όπου μιλούν και σκέφτονται Ελληνικά.
 Μετά  την κεντρική Ελλάδα μεταφέρθηκε  στην Αλεξάνδρεια
 κι έπειτα τη Ρώμη κι την  Κωνσταντινούπολη.
 Όπως  είπε  ο Απολλώνιος ο Τυανεύς

                        << βεβαρβάρωμαι ότι χρόνιος εκτός                           

                                      Ελλάδος γέγονα >>

   

Ο Γέροντας μοναχός , ο παπά Μάξιμος άκουσε προσεχτικά κι απάντησε μελαγχολικά.
Το Χριστό δεν το σταύρωσαν μόνο οι Εβραίοι- οι Θεοκτόνοι, όλοι μαζί ήταν συνένοχοι, οι Ρωμαίοι και οι Άλλοι δεν είχαν  ίχνος ντροπής.
Η πορεία της Ελλάδας έχει δυο σκοτεινά μετέωρα,
το Ένα είναι η πτώση της Πόλης από τους σταυροφόρους γι Αυτό και οι Έλληνες έγιναν αντί- Δυτικοί, το γεγονός έμεινε άλυτο ίσαμε τα σήμερα .

Τι είμαστε Δύση ή Ανατολή ;

Και το Άλλο είναι η Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους ,
Οπότε και μόνο γι αυτό είμαστε εναντίον των Τούρκων.
Η Ελλάδα διατρέχεται από την Ορθοδοξία και τον Αρχαίο-Ελληνικό Πολιτισμό. Είναι χώρα μεσογειακή αλλά ποτέ δεν ήταν ολότελα αυτό, χώρα Ευρωπαϊκή όμως ποτέ δεν υπήρξε καθαρά Ευρωπαϊκή.

Αν και η Ελλάδα δίνει το ά ν ο ι γ μ α σ’ Αυτό που λέμε Ευρωπαϊκό Πολιτισμό , πάντοτε επιστρέφει στις Αρχές .


Θεόμορφος 

Υπάρχει και κάτι Άλλο, -η Γλώσσα-.
Οι Έλληνες  μιλούν και γράφουν την Ίδια γλώσσα σε όλη την Ιστορική διαχρονία.  Ένας  μεγάλος Λόγος γνώρισε μέρες σπουδαίας ακμής
 τον πέμπτο αιώνα  π. Χ. στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα.
 Ολόκληρη η Αυτοκρατορία   μιλούσε κι έγραφε Ελληνικά κατά την Ελληνιστική κι τη Ρωμαική περίοδο




Έπειτα έχουμε το Βυζάντιο με την Ορθοδοξία, έδωσε ένα Άλλο άνοιγμα . Η επιστροφή των Λογίων στην Αττική διάλεκτο, και η πιο λαϊκή τάση της αγιογραφίας των βίων των Αγίων πρόσθεσαν ένα διαφορετικό ύφος. Κι όταν αργότερα μόνο λίγα εκατομμύρια Έλληνες μιλούσαν κι έγραφαν Ελληνικά, -ο Ελληνικός Λόγος- παρέμεινε μεγάλος.

Όλοι κι όλα επιστρέφουν στα –Ελληνικά- .    

Αλλά ποιος  ακούει τη μουσική της  Επιστροφής του --Αυτού-,
 ποιος ακούει τη Νοσταλγία της νοσταλγίας ,
όλα  αλλάζουν γίνονται Άλλα.
Ποιος  νιώθει την Εξορία της εξορίας απ’ τη γλώσσα ,
Ποιος κατανοεί τον Έρωτα και το Παιχνίδι.
 Η άγνοια της Ίδιας της Επιστροφής  προκαλεί το Αιώνιο παράπονο
του ανεκπλήρωτου πόθου


Παπά Μάξιμος

Ο Χριστός  πήρε τρεις από τους μαθητές του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο , τον Ιωάννη κι  πήγε  - εις Όρος υψηλόν  - το Όρος Θαβώρ-.
Εκεί  μεταμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψε το πρόσωπο Αυτού ως ήλιος , τα δε μάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως ή κατά τον Μάρκο έγιναν τα ιμάτιά του
<< στίλβοντα, λευκά λία ως χιών οία γναφεύς επί της γης ου δύναται         ούτε λευκάναι >>.

Πολίτης

Το Φως είναι μνήμη –Αυτό-  διατρέχει τα άχρονα πεδία του χρόνου, κάνει τα διάκενα περάσματα απ’ το Ένα στο Άλλο,
Κι διαπερνάει τον ανοιχτό και  πολυδιάστατο  Πανχρόνο.




Είναι μια υπερκόσμια λάμψη, αγγελική και διάπυρη
όχι σαν το φως του Ήλιου ή το τεχνητό φως,
 αυξάνει από μόνο του κι είναι χωρίς αρχή-Άναρχο.
 Αυτό-κινούμενο αγαλλιάζει τις ψυχές όσων
το βλέπουν μεταμορφώνοντας το Είναι

Παπά Μάξιμος

Μα ο Χριστός είναι φως, πάντα ήταν φως κι όταν οι Άλλοι το βλέπουν ή δεν το βλέπουν. Όσοι  το βιώνουν μεταμορφώνονται ριζικά,
 όμως   οι άνθρωποι πρέπει να είναι ώριμοι πνευματικά

Υπάρχει Γέροντα κι ο Ιερός φόβος του Θεού παρενέβη
 ο πολύφρων Περίδης
Ο φόβος του Θεού κάνει τον άνθρωπο πραγματικά ηθικό, ταπεινό  ανακαλύπτει την πνευματική κατάσταση απάντησε ο παπά Μάξιμος
Όμως δεν  προκαλεί φόβο και τρόμο, μήτε ένα απροσδιόριστο συναίσθημα σε σχέση με όσα δεν ξέρουμε , ο πιστός δεν παραλύει από το άγνωστο , η πορεία   ελευθερώνει την ψυχή .

Οδυσσέας

Το φως  λυτρώνει, κάνει το πέρασμα  απ’ το θάνατο
ως το άνοιγμα  ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ.
Ακούγοντας τα λόγια του πολύτροπου Οδυσσέα,
 ο παπά Μάξιμος χαμογέλασε ευγενικά και είπε.
 Ο Χριστός είναι Αυτός που νίκησε το θάνατο.
Είπε ο Κύριος
 << μη φοβείσθε>>
μεταμόρφωσε το φόβο του Θεού σε Αιώνια Ζωή.




 Όλοι μαζί οι πολύμορφοι Έλληνες κι ο σεβάσμιος Γέροντας
 έφθασαν γρήγορα στην παραλία .
 Ο  Αρχιμαδρίτης Γρηγόριος κι  μερικοί μοναχοί περίμεναν καρτερικά,   έδειξαν το μέρος  όπου ένας ψαράς ακούμπησε τη θαυματουργή εικόνα όταν την ψάρεψε από τη θάλασσα.
Αμέσως  ανάβλυσε Αγίασμα κι οι μοναχοί έκτισαν σε ένδειξη  τιμής  ένα μικρό οίκημα. Ενώ  ο γέροντας έλεγε την ιστορία, θεϊκές ψαλμωδίες ακούσθηκαν από παντού κι οι ψυχές  γαλήνεψαν,  ένιωσαν βαθιά το Θεό.
 Οι πολύμυθοι Έλληνες  έζησαν κάτι τέτοιο μόνο στο Άγιο Όρος .    
Ασθμαίνοντας, έφθασε ο πατέρας Νικόλαος κι είπε πως η Ιθάκη   περίμενε έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι.
Τώρα ο δρόμος της επιστροφής προς τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα δεν είχε δυσκολίες . Με δακρυσμένα μάτια αποχαιρέτησαν τους μοναχούς της Μονής Ιβήρων, τέτοια ψυχική εφορία δεν αισθάνθηκαν πουθενά.  
Οι πολύτροποι Ιθακήσιοι αποχαιρέτησαν συγκινημένοι τον πατέρα Μάξιμο,  ακολούθησαν το δρόμο της επιστροφής  έχοντας οδηγό  το μοναχό Νικόλαο.
Το Όρος είναι ανέγγιχτο απ’ το χρόνο είπε ο Γέροντας,
 η πνευματικότητα κράτησε αιώνες και θα κρατήσει αιώνες .
 Η Παναγιά μαζί σας όπως κι ο προστάτης των ναυτικών,
τίποτα κακό δεν θα σας  συμβεί συνέχισε , ξεπροβόδισε ευλογώντας τους οδοιπόρους όσο αυτοί κατευθύνονταν προς την Ιθάκη.         

 //////////////////////////////////////////////////////////////////// 


 ////////////////////////////////////////////////////////////////
Μερικοί  έψαλλαν κι έκλαιγαν μ’ αναφιλητά,
Συγκινήθηκε αφάνταστα ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ,
  πολεμούσαν με τόση αυτοθυσία, πίστεψε βαθιά  πως η πίστη ενώνει, όπως τότε στην Αγία Σοφία όταν όλοι μαζί είπαν
                   
                        Το  << Πιστεύω>>

Πρώτα ο Έλληνας  Μητροπολίτης στα Ελληνικά
κι έπειτα ο Λατίνος επίσκοπος είπε το Λατινικό << Πιστεύω >>.
Τίποτα δεν ενόχλησε κανέναν,
 Όλοι  μαζί αγκαλιασμένοι έκλαιγαν δυνατά
κι ζητούσαν συγχώρεση ο Ένας από τον Άλλον.
Όλη η Πόλη συμμετείχε σ’ αυτή τη Μυσταγωγία.
 Σύμπας ο Κόσμος, ο ορατός και ο αόρατος
 δήλωνε παρόν .
Οι κάτοικοι αγκαλιάζονταν μεταξύ τους όπως την Ανάσταση
 συγκινημένοι έλεγαν λόγια Αγάπης
ενώ χαρμόσυνα ηχούσαν τα σήμαντρα των εκκλησιών.

Ατρόμητος πολεμούσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Κι οι σκέψεις  κυρίευσαν το μυαλό του.
Έρχονταν ετερόκλητες κι απρόσκλητες
Κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει.
Ήταν η γνώση λίγο πριν από το τέλος
 έδειχνε το άνοιγμα της ελευθερίας.
Αμέτρητα συντάγματα Αγγέλων πετούσαν πάνω απ’ την Πόλη,
Κι όλα τα άχρονα πνεύματα , μυριάδες αγάπησαν
 τη χιλιόχρονη Βασιλεύουσα.
Άλλοι έκλαιγαν γοερά, άλλοι θρηνούσαν κι άλλοι έψελναν θεϊκά.
Όλοι μαζί
Παρακαλούσαν το Θεό και την Παναγία την Παρθένο
  Να σώσουν αυτή την ύστατη ώρα, την Πόλη των Πόλεων .

                            27 ΜΑΙΟΥ 1453









Οι γενίτσαροι είχαν τεράστιο εκτόπισμα, χτυπούσαν με  δύναμη τους αντιπάλους κι αυτοί έκαναν πίσω πολλά μέτρα.
Τα σπαθιά  άστραφταν από το φως του  ήλιου, τα χειρίζονταν πολύ επιδέξια , έσχιζαν το διάστημα μ’ ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα.
Οι  κραυγές ακούγονταν τσιριχτές όποιοι δέχονταν το θανάσιμο χτύπημα
Σωριάζονταν κάτω.
Πρώτοι  ανέβηκαν  στο τείχος, πατούσαν πάνω από τις  σωρούς των πτωμάτων , βουνά ολόκληρα σχηματίστηκαν γύρω απ’ το απάτητο κάστρο .
Αυτοί θυσιάστηκαν για τους Άλλους ,
Μια ατέλειωτη ωδή του Θανάτου συντελούνταν γύρω από την Πόλη .
 Οι  Τούρκοι βοσκοί και νομάδες της Ανατολίας
Έπεσαν πρώτοι υπό τους ήχους των τυμπάνων κραυγάζοντας ξέφρενα .
Μετά ήρθε η σειρά των άτακτων,  ήρθαν  από όλες τις φυλές
 του κόσμου , ονειρεύονταν λεηλασίες κι βιασμούς.
Μετά εμφανίστηκαν κάτι περίεργοι άνθρωποι, περιφρονούσαν το θάνατο,
Έτρεχαν κι φώναζαν από  χαρά .
Γνώριζαν πως θα πεθάνουν και ότι πάνω απ’ τα πτώματα τους
 θα περνούσαν οι γενίτσαροι  , αυτοί θα πατούσαν το απόρθητο τείχος.

                  - Ήταν οι γνήσιοι Τούρκοι-

            Ο ΑΥΤΟΚΡΆΤΟΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ 
            Ο ΤΕΛΕΥΤΑΊΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΣ

Καβάλα σ’ άσπρο άλογο φορούσε τα βασιλικά ρούχα,
 κόκκινο χιτώνα κι έριξε πάνω από τους  ώμους το πράσινο μανδύα με τις χρυσαφένιες φιγούρες , τά πορφυρά παπούτσια γυάλιζαν  από μακριά, έδινε θάρρος  κι έλεγε  τους πολεμιστές

                                    28 ΜΑΙΟΥ 1453




           << Κρατήστε καλά // Κρατήστε καλά κι αυτή
                     τη φορά και η μέρα είναι δική μας  >>

Οι γενναίοι εκείνοι άνδρες γύρισαν και τον κοίταξαν σχεδόν μέσα από τον τάφο, είχαν δώσει  και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών,
 με το ζόρι σήκωναν τα σπαθιά  κι πολεμούσαν.
Ξαφνικά  δεν το περίμενε κανείς  τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης θανάσιμα. Ακούστηκε ένας ξερός θόρυβος κι  έπεσε κάτω Αυτός ο γίγαντας σαν χαρτί .
Οι στρατιώτες του έτρεξαν γρήγορα κοντά κι σχημάτισαν ένα ανθρώπινο τείχος γύρω του . Ένα τεράστιο βλήμα  κτύπησε τον Πρωτοστράτορα  και άνοιξε μια μεγάλη τρύπα από  πίσω τρυπώντας την πλάτη .
Ο  Ιουστινιάνης και οι άνδρες του με γρήγορες ματιές και λόγια κοφτά
κι ενώ  το αίμα έτρεχε ακατάσχετα κατάλαβαν πως ήρθε η ώρα
να αποχωρήσουν.
 Η μάχη  κρίθηκε πλέον ,  πρώτα ερχόταν  η σωτηρία , τα πλοία περίμεναν στο λιμάνι έτοιμα για αναχώρηση.
 Ο  αρχηγός τραυματίστηκε σοβαρά , δεν γινόταν τίποτα ,
 Άλλωστε  δεν ήταν πάρα μισθοφόροι, γνώριζαν πότε χάνεται μια μάχη, προείχε η ζωή τους.
 Έντονα  ο Κωνσταντίνος είπε τον Πρωτοστράτορα
Μείνε η θέση σου είναι εδώ , κανείς δεν εγκαταλείπει τη μάχη.
 Ο Ιουστινιάνης απάντησε πως είναι μάταιο , έφθασε το Τέλος ,
 κοίταξε πως θα σωθείς κι εσύ Κωνσταντίνε
κι έφυγε μαζί με τους συμπολεμιστές του.
Η Μάχη των μαχών βρισκόταν στην πιο μεγάλη κορύφωση  ,
  κρινόταν το μέλλον της Πόλης  και της Ιστορίας.
Όλα ήταν ρευστά και οι αντίπαλοι πολεμούσαν με λύσσα.
Ένας ψίθυρος άρχισε να ακούγεται ,  μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα, τον άκουσαν οι χαλκέντεροι πολεμιστές κι  κόπηκαν τα πόδια τους , οι καρδιές  σταμάτησαν να χτυπούν.

                              29 ΜΑΙΟΎ 1453




 Ύστερα οι Έλληνες άρχισαν να το λένε πιο δυνατά,
Όλοι αρωτήθηκαν μήπως είναι ψέμα μέχρι που έγινε δυνατή φωνή
κι ύστερα ιαχή.
Το άκουσαν και το πήραν στα χείλη  κι άρχισαν να το φωνάζουν
οι μυριάδες Τούρκοι στρατιώτες ώσπου έγινε ουρανομήκης κραυγή,
Αλαλαγμός χαράς, άγρια φωνή Νίκης
 αλλά κι απέραντος ήχος συντριβής,
έγινε Κραυγή ήττας κι απελπισίας.

                            <<  ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ  >>

Ο πολυμήχανος Οδυσσέας και οι πολύτροποι σύντροφοι
 συγκλονίστηκαν μόλις το άκουσαν, οι ψυχές  τους
  πετάχτηκαν έξω από το Σώμα.
 Ποτέ δεν άκουσαν τέτοια κραυγή,
Ποτέ δεν ένιωσαν τέτοιο δέος , τέτοια κατάρρευση,
                          
                             -Κατακυρθμεύω-

Αυτό το φοβερό αίσθημα του Τέλους
Θα επανέρχεται πάντα στη μνήμη τους.
Η κραυγή της Άλωσης
Μέχρι να ελευθερωθούν οι Ίδιοι και η Πόλη μαζί

                       Λαός μου, τι εποίησά σοι
                       Λαός μου,  

Αυτή η αποφράδα ημέρα χαράχθηκε παντοτινά στην ψυχή του πολύπαθου Οδυσσέα. Μέχρι ο χρόνος  σβήσει το αποτρόπαιο γεγονός
Μες το άνοιγμα που φέρνει η Κάθαρση κι η  λύτρωση από τα δεσμά του παρελθόντος.
Οι Έλληνες  έβλεπαν συγκλονισμένοι τις Τουρκικές σημαίες 
πως κυμάτιζαν πάνω από την Κεκρόπορτα κι το παλάτι των Βλαχερνών.
 Ήταν  σαν να πέθαναν χίλιες  φορές,
 όλα έγιναν ένας αιώνιος ύπνος.
Ο Φιλέταιρος Οδυσσέας και οι καρτερικοί σύντροφοι
Είδαν το θάνατο πρόσωπο με πρόσωπο, σκοτεινός κι αβυσσαλέος
φτερούγιζε στη λάμψη των σπαθιών , έκοβαν τα κεφάλια των αντιπάλων χωρίς έλεος.
Οι  γενίτσαροι  ανάλαφροι όπως ο άνεμος έτρεχαν κατά μήκος του τείχους , χτυπούσαν ανελέητα όποιον έβρισκαν μπροστά  πατώντας πάνω
απ’ τα νεκρά πτώματα.

                   
Έλληνες άφησαν την Κεκρόπορτα ανοιχτή
Από κει μπήκαν οι Τούρκοι
Η μεγάλη προδοσία είχε συμβεί

Έλληνες τράβηξαν το σύρτι
Και ξεκλείδωσαν την πόρτα

Από κει μπήκαν οι γενίτσαροι
Σκορπώντας τον όλεθρο
Η μεγάλη προδοσία είχε συντελεστεί.




Μεγαλοδύναμε Κύριε
Δέξου την προσευχή μας
Συγχώρεσέ μας

Λαός μου τι εποίησά σοι

Τώρα μόνο ο θάνατος βασιλεύει

         Λαός μου

Ας εισακουστεί η φωνή μου.

Πρώτα σιγά – σιγά
 κι έπειτα όλο και περισσότεροι έφευγαν από   το τείχος 
έτρεχαν κυνηγημένοι  να κρυφτούν όπου βρουν.
 Οι  φυγάδες  παρέσερναν κατά κύματα τους πάντες  ,
Ήθελαν  απεγνωσμένα να γλιτώσουν.
Άρχισε η μεγάλη φυγή
Κανείς δεν μπορούσε να  σταματήσει  τον κόσμο,
Ούτε ο Κωνσταντίνος  μάταια φώναζε
 μην εγκαταλείπετε  τις θέσεις σας   δεν τελείωσε η μάχη.

                             << ΕΆΛΩ Η ΠΌΛΙΣ >>

Απαντούσαν αυτοί απελπισμένα κι οι φωνές  ακούγονταν
  Ως τα πέρατα του κόσμου,
ως ένας Άλλος χορός Τραγωδίας πρόλεγε τα μελλούμενα
 πάνω από το Σώμα μιας Πόλης
Ενώ  πέθαινε

                               << ΕΆΛΩ Η ΠΟΛΙΣ >>



 Όλο και πλήθαιναν οι γενίτσαροι γύρω από τον Κωνσταντίνο
Όλο και αραίωνε η φρουρά γύρω του
Ένας ένας έφευγαν κρυφά.
Τότε ο τελευταίος Έλληνας Αυτοκράτορας είπε με σπαραγμό
μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του.

<< Ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν
      την κεφαλή απ’ εμού ; >>

Αστραπιαία  πέρασε από το μυαλό του πως τη θυσία αυτή
θα ακολουθούσε μια Ανάσταση.
Τι κι αν έπεφτε μαζί του μια χιλιόχρονη Αυτοκρατορία,
η ηρωική  πράξη θα φώτιζε τους αιώνες .



Ο Παλαιολόγος κατέβηκε απ’ το άλογο ,
έβγαλε τον Αυτοκρατορικό χιτώνα
και την αλυσίδα, κρατούσε μόνο την ασπίδα με το ένα χέρι,
 το γυμνό σπαθί με το Άλλο κι πολεμούσε μπρος από την Πύλη
 του Αγίου Ρωμανού,
 θεϊκά ωραίος κοιτούσε κατάματα το θάνατο.

Μόνος πολεμούσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος,
Πλήθαιναν οι εχθροί γύρω του, μα Αυτός ακατάβλητος
Περιφρονούσε το Χάρο χαίδευε  με το βλέμμα 
Τους αντιπάλους, όμοιος με Άγγελο Παραδείσου.
Μόνος πολεμούσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
 ζούσε αγέρωχος την απέραντη μοναξιά του Θανάτου.
Στα χέρια του κρατούσε τη γη ολόκληρη,
Μόνο οι σκέψεις και τα συναισθήματα δεν
 εγκατέλειψαν το μυθικό βασιλιά .
Που και που
Ένας οιακισμός κεραυνού διαπερνούσε
Το μυαλό του κι είχε την αίσθηση πως
Βρισκόταν ήδη στον Παράδεισο.
Το τείχος φαινόταν πολύ μικρό και οι άνθρωποι μυρμήγκια
 σκαρφάλωναν ως την κορυφή ,
Ο κόσμος γύριζε ανάποδα.

Μια σπαθιά βρήκε τον Κωνσταντίνο κατά πρόσωπο
 και Αυτός ανταπέδωσε ρίχνοντας τον εχθρό κάτω,
μετά μια άλλη πάνω από  το στήθος
Κι όρμησε σαν λιοντάρι εναντίον όλων.
Σκότωσε αμέτρητους αλλά ήταν ολομόναχος,


Από πίσω βρήκε τον αυτοκράτορα ακόμα μια γερή ,
 ύστερα μια άλλη Κι έπεσε  κάτω νεκρός
Αυτός ο τελευταίος Έλληνας,
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς ,
Αιώνιος ο θρήνος, παντοτινά θα ακούγεται
Στους αιώνες.


Εάλω η Πόλη                 
Εάλω
Τούρκοι πάτησαν
Τη βασιλεύουσα

Θρηνεί ο Κωνσταντίνος

Καβάλα
σ’ άσπρο άλογο

μόνος πολεμάει
μπρος στην Πύλη
του Παραδείσου

Άγγελοι θανάτου
Έστησαν χορό
Πάνω απ’ την
Πολύπαθη Πόλη


 ////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////

 Οι Δήμιοι να σκοτώσουν πρώτα τους γιους μου
μην τυχόν και λιποψυχήσουν  κι αλλάξουν γνώμη,
 ύστερα ας πάρουν το δικό μου κεφάλι.
Ο Σουλτάνος συναίνεσε καταφατικά κοιτάζοντας με απορία τον κόσμο.
Οι Δήμιοι οδήγησαν και τους τρεις  στο κέντρο της πλατείας ,
Έπρεπε όλοι να δουν  πως εκτελέστηκε ο μεγάλος δούκας
 Λουκάς Νοταράς .
Αυτοί αγκαλιασμένοι προσεύχονταν δυνατά,
Ικέτευαν  τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό,
 μια μέρα να ελευθερώσει την Πόλη από τους Τούρκους.
Ζήτησαν συγχώρεση ,
κι έλεγαν πόσο δίκαιος και φιλεύσπλαχνος είναι .
Πρώτα πήραν τα κεφάλια των δυο γιων 
Και έπειτα του Νοταράυπερήφανα δέχθηκε το Μοιραίο,
ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους τους Έλληνες
επειδή προκάλεσε πολλά δεινά.
Ο πολυμήχανος Οδυσσέας δεν άντεξε τέτοια φρίκη και πετάχτηκε
Σαν αίλουρος μπρος απ’ τον Σουλτάνο.
Αυτός τα έχασε, ξαφνιάστηκε, έγινε κατακίτρινος απ’ το φόβο,
Νόμισε πως ήρθε το τέλος του πάνω στην πιο μεγάλη  Δόξα.
Ο πολύμορφος Λαερτιάδης μεταμορφωνόταν
Σ’ ότι ήθελε, πήρε λοιπόν τη μορφή του θανάτου.
Κι ενώ για τους γύρω ήταν ένας θεϊκός Έλληνας ιππότης
Για τον Μωάμεθ είχε τη μορφή ΄Αγγέλου του Θανάτου.
Τότε προς έκπληξη όλων
 ο μεγάλος κατακτητής  γονάτισε
  παρακαλώντας τον ιππότη
  για τη ζωή του ,
εκλιπαρούσε κι έλεγε
 πως δεν χάρηκε ακόμη όλο αυτό το μεγαλείο.
Μη με σκοτώσεις .



Σιγά – σιγά άλλαζε όψη ο πολύτροπος Οδυσσέας,
Ξαναπήρε την κανονική μορφή κι είπε με βροντερή φωνή
αφήνοντας έκπληκτο τον Μωάμεθ.  
Ο κάθε άνθρωπος μεγάλε Πορθητή
Είναι μια ξεχωριστή Ιερή οντότητα και ως τέτοια
 Αντιμετωπίζεται από όλους , όχι σαν κάτι άψυχο χωρίς καμιά αξία.
Δεν   εξαλείφονται εύκολα
Αιώνες Ιστορίας και Πολιτισμού,
 κι δεν εξαφανίζεται με μια μονοκοντυλιά το παρελθόν.
Πόσο μάλλον δεν ξεγράφεται η Ορθοδοξία
Απ’ τις ανθρώπινες ψυχές .
Μ’ αυτό τον τρόπο προετοιμάζεις  στον εαυτό σου
Το χειρότερο τέλος.
Ανόητε Έλληνα
Δεν χρειάζομαι τις συμβουλές σου,
Πως τολμάς είπε οργισμένος ο Μεχμέτ
Αφού  συνήλθε απ’ την τρομάρα .
Αμέσως έκανε νόημα κι έδωσε διαταγή τους φρουρούς
 λέγοντας να ορμήσουν εναντίον του πολύτλα Οδυσσέα.
Τότε οι πιστοί σύντροφοι πετάχτηκαν δίπλα του σαν αερικά
Φύλακες άγγελοι παραστάθηκαν το μυθικό βασιλιά .
 Δεν  έκανε κανείς τίποτα
Μια αόρατη δύναμη  κράτησε αποσβολωμένο  όλο τον κόσμο,
Δεν κούνησαν  ούτε το μικρό  δακτυλάκι
Αντιλαμβάνονταν όμως ότι γινόταν γύρω.




 Δεν υπήρξε άνθρωπος σε όλη την Ιστορία ,
 κανένας  δεν απέκτησε  τέτοια δύναμη ,
Τόση  εξουσία πάνω στην ανθρώπινη ζωή,
Συνέχισε ο πολύτλας Οδυσσέας , μόνο με μια κίνηση του χεριού,
μ’ ένα νεύμα  παίρνεις χιλιάδες κεφάλια .
 Έχει η ζωή γυρίσματα,
 ίσως χάσεις και το δικό σου .
Δεν έχω ανάγκη από υποδείξεις ,
γνωρίζω πώς να κυβερνήσω  μια αυτοκρατορία  απάντησε  ο Σουλτάνος.
Είμαι  ο απόλυτος Μονάρχης
Μόνος αποφασίζω , κανείς δεν μου υποδεικνύει τίποτα .
Ξέρω πόσο θνητός είμαι
Κι ότι μια μέρα θα πεθάνω.
Εσύ ποιος είσαι
Γιατί δεν αποκαλύπτεις την Ταυτότητά σου.
 
-Ο ΚΑΝΕΝΑΣ -

Ο ΚΑΝΕΝΑΣ είπαν όλοι μαζί
κι ρωτούσαν ο ένας τον άλλον με απορία .
 
Είμαι ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης,
Μαζί με  τους πολύπαθους συντρόφους 
 Περιπλανιόμαστε στους κύκλους
της Πανχρονικής Επιστροφής .
 Διαρκώς αλλάζουμε παραμένοντας Ίδιοι.
 Πολεμιστές του Φωτός ζούμε εξερευνώντας το άνοιγμα του κόσμου.
Τότε με καταλαβαίνεις μεγάλε βασιλιά
Έχω διαβάσει κι έχω ακούσει για σένα.
Έζησες την Άλωση της Βασιλεύουσας
Και ξέρεις τι τράβηξα ,
Κινδύνεψε η ζωή μου κι η Αυτοκρατορία..


 Όσο υπάρχουν άνθρωποι πρέπει να   σεβόμαστε  απόλυτα
 ότι κι αν είναι , όποιοι κι αν είναι απάντησε ο θεϊκός Οδυσσέας.
Όλοι μαζί οι μεγάθυμοι  Ιθακήσιοι αποχώρησαν υπερήφανοι
 δεν αντέδρασε κανείς,  ο διογενής Λαερτιάδης
κατάλαβε πως ήταν μάταιη η συζήτηση μαζί του.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής θα έκανε το δικό του ,
Κανείς δεν   μετέπειθε  τον Μεχμέτ ,
Κανείς δεν θα άλλαζε πως σκεφτόταν .
Ο νεαρός Παντισάχ και η συνοδεία του
Δεν κατάλαβαν πως οι ατρόμητοι Έλληνες
 ήταν  ανέγγιχτοι.
Ο μεγαλήτωρ  Οδυσσέας και οι πολύμυθοι σύντροφοι
 έφυγαν Νύχτα απ’ την πολύπαθη Κωνσταντινούπολη.
Όλοι οι Έλληνες έκλαψαν πικρά , έχυσαν μαύρο δάκρυ,
 άφησαν πίσω την Πόλη των πόλεων  κυριευμένη από τα σκοτάδια της Τυραννίας ,
έγινε ο Νόστος κι η εξορία των απανταχού βαρβάρων.
 Η  Ιθάκη έφυγε απ’ τον Κεράτιο , κανείς δεν είδε το πλοίο,
Ένα   πυκνό σύννεφο σκέπασε το μυθικό καράβι.
Οι πολύνοστοι Ιθακήσιοι  έβλεπαν με θλίψη το μέγεθος της καταστροφής
Μετά την Άλωση κι όλοι μαζί τραγούδησαν συγκινημένοι