Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Β- ΜΕΡΟς - ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ-Part B -Νοvel- Fall of l-CITY




Β- ΜΕΡΟς - ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ -
 ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


Οι δυο τρελά ερωτευμένοι της Πόλης ζούσαν το απόλυτο του Έρωτα,
Αν κι ο θάνατος παραφύλαγε αμείλικτος. Χέρι – χέρι προχώρησαν με περιέργεια, ευτυχισμένοι πέρασαν απ’ την επίσημη είσοδο της επτάλοφης πόλης.
Στολισμένη με αγάλματα και μπρούτζινες πλάκες αντανακλούσε το φως του ήλιου, εκτυφλωτικό έπεφτε πάνω από το μελί των μαρμάρων
κι σχημάτιζε ένα πυρόξανθο μάγμα φωτός.
Η πιο πλούσια πόλη του κόσμου, η πολυπληθέστερη της Χριστιανοσύνης έμοιαζε αλλόκοτη στα μάτια των ξένων . Η αποθέωση της αρμονίας ανάβλυζε το άρωμά της ψυχής των κατοίκων όπως και τα σκοτάδια .
Η αύρα των Ελεύθερων Πολιορκημένων σχημάτιζε ένα περίεργο φωτεινό σύννεφο πάνω από την Πόλη.
Οι Εραστές της Κωνσταντινούπολης συνέχισαν τον περίπατο, πέρασαν από πολυσύχναστες συνοικίες έχοντας το Μαρμαρά δίπλα.
Οι στέγες των σπιτιών απλώνονταν μέχρι τα τείχη της Ακρόπολης. Χρησίμευαν σαν φυσικό φόντο να ξεχωρίζει ο μεγάλος θόλος της Αγίας Σοφίας , το πολύχρωμο σκηνικό συμπληρωνόταν από τους πολυεπίπεδους τρούλους του μεγάλου παλατιού.
Απέναντι ο Βόσπορος με τη Χρυσούπολη, τη Χαλκηδόνα και τα μαγευτικά Πριγκιποννήσια ολοκλήρωναν τη μυθική Πόλη.
Ξεχώριζε η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και Βάκχου, μεγαλοπρεπής ανάμεσα απ’ τα δένδρα και τις πρασινάδες απλωνόταν ίσαμε το χερσαίο τείχος.
Ο πολυμνήμων Οδυσσέας και η Ωραία Ελένη
έφθασαν λαχανιασμένοι μέχρι τη μεγάλη πλατεία του Αυγουσταίου.
Τρισευτυχισμένοι έκαναν κύκλους γύρω
από τον εαυτό τους κι φώναζαν δυνατά λόγια του Έρωτα ,
λόγια ακατάληπτα της Αγάπης.




Άκουσαν έκπληκτοι το έφιππο άγαλμα του Ιουστινιανού μαζί με τα άλλα αγάλματα πως έκλαιγαν σιωπηλά , η είσοδος της συγκλήτου – το σένατον – παρέμενε κλειστή έτσι οι φωνές επέστρεφαν πίσω .
Προχώρησαν λίγο ώσπου έφθασαν κάτω απ’ τη Χαλκή, την Ωραία Πύλη του Παλατιού με τη μεγάλη εικόνα του Χριστού ,
Τότε ο πολύτροπος Οδυσσέας τραγούδησε συγκινημένος από τη μυστηριακή ατμόσφαιρα .

Πάντα Άλλος
Σ’ αναζητάω
Στους κύκλους
του μεγάλου χρόνου

Αργοπορημένος πρωινός της Ιωνίας
μυθικός ήρωας
του Ομήρου
έχω οδηγό το άνοιγμα

Οπλισμένος με το δοξάρι
Και την παλίντροπο αρμονία
Του κόσμου
Βαδίζω στα τυφλά

Πάντα Άλλος
Δέχομαι το άρωμα
της Αγάπης σου

Μεγαλόψυχε Κύριε
Δείξε μας το δρόμο.



Η πολυμήχανη Ελένη άκουσε μαγεμένη το τραγούδι κι απάντησε τραγουδώντας όπως τα πουλιά πέθαινε και γεννιόταν μαζί.

Πάντα Άλλη
Δέχομαι την
Αγάπη
σου

Μεθυσμένη απ’ το άρωμα
Του κόσμου

Περιμένω -Αυτό-
Που έρχεται απρόσκλητο
Και συγκλονίζει
Την ψυχή
μου

Ρόδο ανέγγιχτο
Της μνήμης
Και της λησμονιάς

Εκεί όπου
Καταλήγουν
Οι μεγάλες Αγάπες.



Το παλάτι παρέμενε σχεδόν αφύλαχτο, μόνο μια μικρή φρουρά υπήρχε μπρος από την είσοδο. Άλλοτε φυλαγόταν γερά, όποιος είχε τον έλεγχο του Παλατιού κυβερνούσε την Κωνσταντινούπολη και την Αυτοκρατορία.
Ο Ισόθεος Οδυσσέας κι η Ελένη Παλαιολόγου
Προχώρησαν στα άδυτα των αδύτων, πρώτα πέρασαν το διαβατικόν της Χάλκης κι συνέχισαν περπατώντας σε σκοτεινές στοές ,
προκαλούσαν δέος χωρίς πυρσούς.
Η απόλυτη έκφραση της ατμόσφαιρας του Βυζαντίου,
Οι ίντριγκες , οι δολοπλοκίες και οι πόλεμοι της Αυτοκρατορίας υφαίνονταν σε αυτούς τους διαδρόμους έξω από τις μεγάλες αίθουσες .
Πάμε μέχρι την έπαυλη του Παλατιού, είναι στην πλαγιά δίπλα από το Μαρμαρά είπε ψιθυριστά η Ωραία Ελένη μην ακούσει κανείς,
Εδώ συνωμοτούσαν ακόμα και οι τοίχοι.
Ο οίκος του Ιουστινιανού είναι υπέροχα διακοσμημένος,
Το παλατάκι όπου ζούσαν ο Νικηφόρος Φωκάς και η Θεοφανώ.
Μια χειμωνιάτικη νύχτα του Δεκέμβρη έμπασε μέσα τον Εραστή της , τον Ιωάννη Τσιμισκή κι οι δυό μαζί σκότωσαν το δύστυχο
τον Αυτοκράτορα.
Σκιάχτηκε ο πολύφρων Οδυσσέας
Ένα περίεργο συναίσθημα κυρίευσε την ψυχή του μόλις άκουσε την Ιστορία. Μαύρες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό , προσπάθησε να τις διώξει κι ρώτησε την Ελένη.
Σε τι χρησιμεύουν τόσες αίθουσες ;
Κι η Ωραία Κωνσταντινουπολίτισσα απάντησε πως αυτό απαιτούσε το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας , η περίφημη Βυζαντινή διπλωματία βασιζόταν σε αυτό τον εντυπωσιασμό.



Οι ξένοι πρεσβευτές συναντούσαν τον Αυτοκράτορα στη Χρυσοτρίκλινη αίθουσα, είναι μεγαλειώδης γεμάτη με χρυσά μωσαϊκά,
ή στον Τρίκογχο, τεράστιος κατασκευάστηκε κατά το πρότυπο της Αρχιτεκτονικής της Βαγδάτης. Οι υψηλοί επισκέπτες προσκυνούσαν τον Αυτοκράτορα ακουμπώντας το κεφάλι πάνω από το πάτωμα.
Ο θρόνος του βασιλιά υψωνόταν μ’ ένα μηχανισμό κι μόλις ο επισκέπτης σήκωνε τα μάτια έβλεπε τον Αυτοκράτορα από πάνω του.
Τότε διαμαντοστόλιστα πουλιά κελαηδούσαν στημένα πάνω σε χρυσά και αργυρά δένδρα, λιοντάρια από χρυσό μούγκριζαν άγρια προκαλώντας τρόμο.
Ο πολύπλακτος Οδυσσέας σκέφτηκε με λύπη το δικό του παλάτι,
και τον πήρε το –Αιώνιο Παράπονο- της αθεράπευτης Νοσταλγίας
έγινε ένας ερχόμενος κι ένας αναχωρητής μαζί.
Με σφιγμένη καρδιά πέρασαν από το Γύναιων όπου ζούσαν οι γυναίκες του Παλατιού και βασίλευε η Αυτοκράτειρα, κανείς άνδρας δεν έμπαινε
εκτός απ’ τους ευνούχους.
Οι μυθικοί εραστές αγκαλιασμένοι περπάτησαν αρκετά ώσπου έφθασαν έξω από τους περίφημους κήπους με τα υπέροχα περίπτερα.
Λόγω της πολιορκίας όλα αφέθηκαν στην τύχη.
Τα λουλούδια άνθιζαν από μόνα, διέσχισαν βιαστικά τις πολλές κι αλλεπάλληλες αυλές κι έφθασαν έξω από το Παλατάκι.
Κτισμένο από πολύμορφες πέτρες βρισκόταν δίπλα από το μεγάλο τείχος, όχι πολύ μακριά απ’ το λιμάνι του Βουκαλέοντος , έμοιαζε με φρούριο.
Κάποιος περίμενε , μόλις η υπέροχη Ελένη χτύπησε δυνατά την πόρτα, άνοιξε αμέσως κι εμφανίστηκε μια γριά παραμάνα , τη μεγάλωσε από μικρό παιδί.





Παραμέρισε διακριτικά να περάσουν , όλα ήταν τακτοποιημένα , φαίνεται πως ο χρόνος σταμάτησε δεν κυλούσε αδυσώπητος .
Η ευγενική τροφός ετοίμασε το Αρχοντικό προσεκτικά , από τα παράθυρα φαινόταν καθαρά το αυτοκρατορικό λιμάνι. Ο πολύτλας Οδυσσέας ρώτησε με περιέργεια πως ονομαζόταν το παρεκκλήσι δίπλα από το Φάρο, αυτό πάνω στο λόφο πίσω από το λιμάνι.
Συγκινημένη η Ωραία Ελένη
κοίταξε βαθιά τον πολύτροπο Οδυσσέα, κι είπε με απέραντη αγάπη πως σε αυτό βρισκόταν το ιεροφυλάκιο της Παναγίας του Φανουρίου, κι φυλάγονταν τα ιερά κειμήλια , ότι πιο ιερό συνδεόταν με τον Κύριο,
κάθε Χριστιανός έπρεπε να προσκυνήσει.

Το Άγιο Αίμα που έχυσε ο Ιησούς κατά τη Σταύρωση υπήρχε σε χρυσή φιάλη.
Δίπλα σε μια μεγάλη ξύλινη θήκη βρισκόταν το μεγαλύτερο τμήμα του Τιμίου Σταυρού.
Το Ακάνθινο Στεφάνι ήταν τοποθετημένο μέσα σε ειδική κρύπτη.
Πολύ κοντά βρισκόταν ο Άρραφος Μανδύας ωραία φορεμένος πάνω σε μια κούκλα και η Λόγχη με την οποία λόγχισαν τον Κύριο.

Μια ζωή περίμενα Αυτή την ώρα είπε συνεπαρμένη η μυθική Ελένη.
ελευθερώθηκα από τα δεσμά του θανάτου
κι ελεύθερη πετάω με τα φτερά του Έρωτα.
Τη διέκοψε η τροφός ,
πάνω σ’ ένα ασημένιο δίσκο έφερε μυρωμένο κρασί
σε δυο χρυσά ποτήρια.
Ας πιούμε στην Αγάπη μας
Μόνο το πέπλο του θανάτου
Μπορεί να σκιάσει.



Έξω απ’ τα τοξωτά παράθυρα, ο Μαρμαράς αντανακλούσε το φως του ήλιου, φώτιζε το πρόσωπο της Ωραίας Ελένης με τα χρώματα της Πόλης.
Μίλησε μου πολυμήχανε Οδυσσέα,
Πες μου πόσες φορές αγάπησες στην πολυτάραχη ζωή σου.
Κάθε άνθρωπος είναι ένα ξεχωριστό πλάσμα,
μια μοναδική οντότητα, ανακαλύπτει το πρόσωπο του Ενός
διερευνώντας τα πολλά , βρίσκεται σε μια διαρκή μάχη με το θάνατο. Κάθε φορά νομίζει πως φθάνει κάπου κι ξεκινάει απ’ την Αρχή.
Η θάλασσα της Αυτογνωσίας είναι το πεδίο του Χρόνου.
Η μνήμη λειτουργεί ως άνοιγμα κι όχι ως μέσο αναστολής
και σύγκρισης με τον ΄Άλλον.
Αγαπημένη μου Ελένη
Σ’ ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά
Πέρα στους ανθισμένους κήπους
όπου γεννιούνται οι μεγάλες Αγάπες .
Μ’ έδειξες το αδιέξοδο ενός ανικανοποίητου ταξιδιού
Κι έδωσες τέλος στο μαρτύριο της αιώνιας μοναξιάς,
Ήμουν ένας καταδικασμένος.
Είσαι γυναίκα της Σιωπής και των ευωδιαστών κήπων
έφερες τη μνήμη και τη λησμονιά μαζί.
Διάφανη πέρασες από μπροστά τραγουδώντας μαζί με τα πουλιά,
όλα έδειχναν τον Έρωτα εκείνη την άχρονη ώρα,
Το κάθε τι έβρισκε την καταγωγή του.

Σκληρά πάλεψε μέσα μου ο δαίμων,
Αυτός διαμορφώνει το Ήθος του Ανθρώπου.

Ντυμένη με τα λευκά ήσουν πιο ωραία κι απ’ την Άνοιξη,
τα μαλλιά ανέμιζαν χρυσόξανθα .
Έμοιαζες θεϊκή πίσω από τις πασχαλιές και τις βιόλες, φανέρωσες την αιώνια ομορφιά και τον ατέλειωτο πόνο όπως περπατούσες ανάμεσα απ’ τα πράσινα, τα κόκκινα και τα λευκά.



Η πολύτροπη Ελένη άκουγε συγκλονισμένη το πέταγμα της ψυχής του Διογενή Λαερτιάδη κι είπε με απορία.
Πολύμορφε Οδυσσέα ακινητοποιείς την εικόνα μου,
εξαγοράζοντας το χαμένο Χρόνο , δημιουργείς μια ιδανική μορφή ,
Όμως δεν ανταποκρίνεται σ’ ότι είμαι.
Ο ανέκφραστος Λόγος έρχεται απ’ τη Σιωπή , φωτίζει τα σκοτάδια
Απάντησε ο πολύφρων Οδυσσέας. Κάθε φορά αποκαλύπτει
το -Άρρητο-, δεν ονομάζεται κι όμως είναι αδιάκοπα παρόν.
Ο Βόσπορος φαινόταν σαν ένα τεράστιο άνοιγμα μπλε διαφάνειας, πνιγμένος απ’ το χρυσαφί του ήλιου έφθανε ως τα όρια του απέναντι
έξω στα τείχη του Πέραν.
Ποτέ πριν δεν αισθάνθηκα τόσο ευτυχισμένη
Ποτέ πριν δεν ένιωσα τέτοια χαρά.
Το Σώμα μου υπάρχει, ζει και αναπνέει μέχρι το ακρότατο σημείο
Μ’ ένα πάθος ανείπωτο.
Άγγιξέ με ωραίε Έλληνα είπε μαγεμένη η Ελένη
Όταν άθελα σου μ’ ακουμπάς συγκλονίζεται η ψυχή μου,
Τρέμω ολόκληρη, κόβονται τα γόνατα .
Πως μπορείς κι είσαι τόσο γαλήνιος
Ο Θάνατος κι ο Έρωτας βασιλεύουν γύρω μας – μέσα μας.
Αυτή είναι η τελευταία φορά που ο Έρωτας κυριεύει τις ψυχές μας
Είπε συγκλονισμένος ο πτολύπορθος Οδυσσέας ,
Μετά θα είναι πολύ αργά, έρχεται βαθύ σκοτάδι.






Αγαπημένη μου Ελένη
Θα σ’ αναγνώριζα παντού απ’ την αναπνοή, το άγγιγμα των χεριών,
Κι το ανάλαφρο περπάτημα. Τα χείλια σου είναι κόκκινα, θερμά,
Άσε με να νιώσω την υγρασία , άσε να πνιγώ από την τρικυμία
του πάθους.
Μ’ αγαπάς ;
Ρώτησε με αγωνία και μέθυσε από τα φιλιά του ,
γνώρισες τόσες και τόσες γυναίκες
πως μπορείς και ερωτεύεσαι ακόμη ;
Οι ομοβροντίες των κανονιών έσχιζαν τη Σιωπή
Θύμιζαν πως ο θάνατος παραμονεύει,
Πως η πολιορκία είναι ανελέητη δίχως τέλος .
Το πρόσωπό σου είναι φως, μια υπέροχη αύρα
φωτίζει τα χαρακτηριστικά .
Ναι είμαι ευτυχισμένη
συνέχισε η Ωραία Ελένη.
Τόσο ευτυχυμένη ώστε δεν μπορώ να κρύψω τα δάκρια ,το γέλιο ,
θέλω να φωνάξω, να τραγουδήσω, να τρέξω
ελεύθερη στους δρόμους .
Τον φίλησε τρυφερά , άφησε κι φάνηκε η μεγάλη αγάπη
πως ένιωθε γι Αυτόν.
Δόθηκε ολοκληρωτικά εκείνη τη στιγμή,
χάρισε ότι πολυτιμότερο είχε - την Αγνότητά -,
τη φύλαγε για τον άνδρα της ζωής της.
Παραληρούσε από ευτυχία έλεγε κι ξανάλεγε
Πως ήθελε Αυτό να κρατήσει μια Αιωνιότητα.





Αγαπούσε, αγαπούσε μ’ όλο το σώμα
Αγκάλιασε σφιχτά τον πολυμήχανο Οδυσσέα κι έγινε ένα μαζί του.
Τέτοια πληρότητα δεν γνώρισε ποτέ, πύρινη καταλάμβανε το κενό
συμπλήρωνε τα άδεια διαστήματα της ψυχής.
Ο καρτερικός Οδυσσέας δεν αισθάνθηκε ποτέ τέτοια Αγάπη
στη χιλιοβασανισμένη ψυχή του.
Χάιδευε απαλά τα μαλλιά κι το πρόσωπο της Ωραίας Ελένης
ώσπου κοιμήθηκε από ευτυχία.
Αργά το πρωί, ο πολεμιστής της Πόλης ξεκίνησε για την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Ιουστινιάνης κι οι γενναίοι Λατίνοι , οι Άλλοι Έλληνες κι οι πολύπαθοι σύντροφοι
έδιναν την έσχατη μάχη.
Περνούσε έξω από την Αγία Σοφία κι αισθάνθηκε βαθιά την ανάγκη
Πως έπρεπε να προσκυνήσει, μια αόρατη δύναμη οδηγούσε τα βήματά του.
Πήγε κατευθείαν στο ιερό και προσευχήθηκε με θέρμη.
Ένας σεβάσμιος μοναχός με κάτασπρα μαλλιά πλησίασε αθόρυβα τον πολύφημο Οδυσσέα και ρώτησε τι τον απασχολούσε,
αν ήθελε να εξομολογηθεί αυτή την ύστατη ώρα.
Χαμογέλασε θλιμμένα ο Φιλέταιρος Οδυσσέας
Κι είπε πως οι αμαρτίες και τα κρίματα της πολυτάραχης ζωής του
Ήταν πολλά , και δεν ήξερε εάν τον συγχωρούσε ο Θεός παρά
την ειλικρινή του μετάνοια.
Ο Θεός είναι μεγάλος και φιλεύσπλαχνος
Απάντησε μειλίχια ο γέροντας.

- Εξομολογείστε τω Κυρίω ότι ο Θεός-



Ο πολυμήχανος Οδυσσέας γονάτισε μ’ ευλάβεια
Κι εξομολογήθηκε μες την άκρα σιγαλιά της μεγάλης εκκλησίας
τι βάραινε την Πάναγνη ψυχή του.
Μετά από Αυτό ακολούθησε με σιγουριά το δρόμο του Πεπρωμένου.

Προχώρησε αγέρωχος , γνώριζε πως οι Έλληνες πολεμούσαν και πέθαιναν σαν Έλληνες, έστω κι αν όλα έδειχναν πως χάθηκαν, ότι πλησίαζε το τέλος και η καταστροφή.

Ο μεγάλος Βασιλιάς είδε από μακριά τον Ιουστινιάνη, έμοιαζε τεράστιος, με τη φοβερή πανοπλία, γυάλιζε απ’ το φως και έτσι αστραφτερή φαινόταν μέχρι απέναντι το στρατόπεδο των Τούρκων.
Ο Γενοβέζος πλυμένος και καθαρός φαινόταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το Μοιραίο, τον Ίδιο το θάνατο καταπρόσωπο όπως έκανε τόσες και τόσες φορές κατά το παρελθόν. Αυτός ο μισθοφόρος έκανε ότι μπορούσε.
Γλεντούσε αφάνταστα την ώρα της μάχης . Πολεμούσε κι έδειχνε τις ικανότητές του, άκουγε την οχλοβοή κι το θόρυβο των σπαθιών κι μονομαχούσε γενναιότερα.
Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή , η αποθέωση ενός πολεμιστή.
Έδινε θάρρος τους Χριστιανούς , έλεγε με πάθος, ξεπεράστε το φόβο του θανάτου και πολεμήστε άφοβα , η μάχη είναι κερδισμένη.
Αυτοί πάλι προσεύχονταν δυνατά, ζητούσαν από την Παναγία, την Αγία Παρθένο να σώσει την Πόλη. Εάν τα βλήματα τρυπήσουν τα κορμιά τους , αυτοί να επανέλθουν ατρόμητοι πολεμιστές της Βασιλεύουσας κι να την υπερασπιστούν απ’ τους βαρβάρους .




Η ευρυχωρία του δωματίου του έμοιαζε μακρινή.
Ποτέ δεν πεθύμησε τόσο πολύ το χρυσό κρεβάτι με το πουπουλένιο στρώμα κι το δικέφαλο αετό . Το ανεξίτηλο πορφυρό χρώμα που είχαν οι τοίχοι με το επίχρισμα. Το φως του ήλιου έκανε το βασιλικό δωμάτιο παραμυθένιο.
Δίπλα του πολεμούσαν γενναία ο Φραγκίσκος από το Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος , ο Ιωάννης απ’ τη Δαλματία, πολλοί άρχοντες της Πόλης, λίγο πιο πέρα ο Βάιλος της Βενετίας Μιννότο κι άλλοι ξένοι.

Ιερουσαλήμ- Ιερουσαλήμ
αμάρτησες βαριά
Κακότυχη Πόλη
Κύριε Ελέησον

Μια χιλιόχρονη αυτοκρατορία ζούσε το τέλος του βίου της .
Κανείς δεν κρατούσε κακία, οι πάντες ζητούσαν συγχώρεση .
Αν και μπορούσαν να φύγουν με τα πλοία ή να χαθούν σε διάφορα μέρη της Πόλης κανείς δεν έφυγε .
Έμειναν πιστοί στις επάλξεις να πολεμήσουν κι να πεθάνουν μέχρι ενός,
οι λιποτάκτες λάκισαν προ πολλού.
Μέχρι και οι άνθρωποι του Υγρού Πυρός ,
ανέβηκαν απ’ τα έγκατα της γης να πολεμήσουν επειδή τέλειωσαν τα εφόδια . Κατακίτρινοι, ξεδοντιασμένοι με ξεφλουδισμένο το δέρμα ,
οι μόνοι που ήξεραν το μυστικό, από ποια υλικά κατασκευάζονταν
και τι προκαλούσε την ανάφλεξη.
Ο μέγας Δούκας ο Λουκάς Νοταράς ξεχώριζε απ’ όλους ,
φορούσε τον Αυτοκρατορικό πράσινο μανδύα.





Αυτός έστελνε μυστικά μηνύματα, έλεγε το Σουλτάνο πως υπάρχει μια ισχυρή ομάδα ανθρώπων που θέλει τη συνεργασία με τον Μεχμέτ ,
ο νεαρός Παντισάχ μπορούσε να βάλει ότι όρους ήθελε .
Αντίθετος με τους Ενωτικούς και τον Παλαιολόγο πίστευε πως κυριολεκτικά παρέδιδαν την Πόλη στον Πάπα, άφηναν την Ορθοδοξία μόνη κι ανυπεράσπιστη.
Οι Ενωτικοί βρίσκονταν σε συνεννόηση με το ισχυρό κόμμα της Ειρήνης, ο αρχηγός ο Μεγάλος Βεζίρης Τζανταρλή Χαλίλ Πασάς ,
ήθελε συμβιβασμό με τους πολιορκημένους.

Οι Έλληνες ζούσαν μεταξύ Σφύρας κι Άκμονος
Αλέθονταν από τις μυλόπετρες με προοπτική το θάνατο
κι Αυτοί ξαναγεννιούνταν από το Μηδέν και το Τίποτα.

Η θάλασσα του Μαρμαρά έμοιαζε με λιωμένο χρυσό , κόχλαζε τη ρευστότητα του χρόνου κι δεχόταν στοργικά τους πολεμιστές , οι άτυχοι πέθαιναν ηρωικά πάνω και γύρω από τα τείχη , δεν ήξεραν τι θα απογίνουν, ποιο είναι το μέλλον.
Η νέα αντίληψη πραγμάτων που έφερνε ο Μωάμεθ έλεγε ότι δεν πίστευε σε κανένα Θεό ούτε Προφήτη.
Προάγγελος μιας άλλης νοοτροπίας έκανε τη διαφορά,
ίσχυε μόνο η δύναμη της εξουσίας , οποιαδήποτε μορφή εξουσίας.
Ο αμύμων Οδυσσέας και οι σχέτλιοι σύντροφοι
γνώριζαν πολύ καλά πως σε κάθε άνθρωπο έρχεται η ώρα,
καταλαβαίνει πότε θα πεθάνει.
Άτρωτοι κι Ανυπότακτοι
έκαναν φοβερά πράγματα με το μυαλό και το σώμα.
/////////////////////////////////


Πολλές φορές σκέφτηκαν πως είναι δυνατή μια αλλαγή της μάχης υπέρ των Χριστιανών αλλά Αυτό ήταν αντίθετο απ’ τη ροή του Πανχρόνου.
Ατρόμητοι πολεμούσαν γενναία μέχρι το τέλος , περίμεναν το αναπόφευκτο, η Θεοφύλακτη Πόλη έμεινε εντελώς μόνη , την ξέχασαν όλοι.
Ο Ιουστινιάνης κάτι υποψιάστηκε, οι παράξενοι φίλοι του Αυτοκράτορα
πολεμούσαν με όλο τον Τουρκικό στρατό, μόνοι κρατούσαν καθηλωμένους τους Γενίτσαρους , μάχονταν με λύσσα γύρω από τα τείχη. Αλλά πόσο ακόμα πλησίαζε η ώρα, τα γεγονότα κυλήσουν γρήγορα ,
Αμείληκτα περνούσε ο χρόνος , ο δρόμος του πεπρωμένου έχασκε ανοικτός

Αυτό είναι το ά ν ο ι γ μ α του Ελληνισμού
είπε ο πολυμήχανος Οδυσσέας με συγκίνηση .
Αλλάζει το Χρόνο κι την Ίστορία
σε κάποιες προνομιούχες στιγμές
δημιουργώντας το φωτεινό μετέωρο του Πανχρόνου.
Άλλες φορές πάλι παρασέρνεται από τα σκοτάδια
Του Μηδενός κι του Τίποτα κι ξαναγεννιέται από τις στάχτες.
Μια άναρχη ψυχή πετάει όπως τα πουλιά
κι ελεύθερη συναντάει το πνεύμα του Θεού .

Γύρω οι στρατηγοί των Ελλήνων μάχονταν γενναία με αυταπάρνηση.
Ο Θεόδωρος Καρυστινός, οι οπλίτες του πολεμούσαν στη Χρυσή Πύλη και οι ναύτες του έλεγχαν το παλάτι των Βλαχερνών.



Ο Ανδρόνικος Κατακουζηνός, ο μεγάλος Δούκας Νοταράς, ο μεγάλος Λογοθέτης Φραντζής, ο Κονταρίνι, ο Τζιάκομο, ο Μάσιμο με τα λιοντάρια του Αγίου Μάρκου χαραγμένα πάνω μάχονταν γενναία,
Λίγο πριν το αναπόφευκτο τέλος.
Ποτέ πριν δεν υπήρξε άνθρωπος πιο μόνος από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ήταν ακόμη ελεύθερος με προοπτική το Θάνατο.
Ό Ίδιος ο πόλεμος οδηγούσε το βασιλιά προς το Μοιραίο δεν άλλαζε με Τίποτα, βρέθηκε σε χειρότερη θέση κι από έναν Τραγικό ήρωα .
Αυτός ο τελευταίος Έλληνας Αυτοκράτορας πολεμούσε γενναία
όμως γνώριζε πως θα πεθάνει.
Απέναντί του ο Μωάμεθ
Πιο μόνος κι από τους μόνους , τον έτρωγε το Άγνωστο
Επειδή δεν ήξερε το τέλος,
Αντίθετα ο Κωνσταντίνος έβλεπε πως πλησιάζει αδυσώπητο.
Όι αντίπαλοί του , του κόμματος της Ειρήνης
Θα τον κατασπάραζαν εάν δεν έπαιρνε την Πόλη,
Το Ίδιο κι ο στρατός συγκρατούσε με το ζόρι τα ασκέρια .
Σε πολύ νεαρή ηλικία έπαιζε το μέλλον μιας αυτοκρατορίας
και της ίδιας του της ζωής.
Αντίθετα ο Γεννάδιος προφήτευε το Τέλος
από τη μονή του Παντοκράτορα,
Παρέμενε αδιάλλακτος με την Ένωση των δυο εκκλησιών,
τους άφησε όλους κι αποσύρθηκε στο κελί του ,
από αυτό κατεύθυνε τον Ανθενωτικό αγώνα.
Ο θεοειδής Οδυσσέας και οι αντίθεοι εταίροι
Έμειναν άφωνοι όταν ξέσπασε άγριος καυγάς μεταξύ του Πρωτοστράτορα Ιουστινιάνη και του μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά ,
έγινε την πιο κρίσιμη ώρα.



Ο Νοταράς ζήτησε από τον Ιουστινιάνη να αφήσει τους άνδρες του, να φυλάξουν την Κεκρόπορτα. Παρέμενε ανοιχτή κι ένωνε το παλάτι των Βλαχερνών με τη Χαρσία Πύλη και την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, οδηγούσε κατευθείαν έξω από το τείχος.

Ποτέ πριν μια τόσο μικρή Πύλη δεν έπαιξε
τόσο μεγάλο ρόλο σε όλη την Ιστορία.

Μόνο αν περάσεις πάνω από το πτώμα μου θα γίνει αυτό αχρείε προδότη,
Είπε ο Ιουστινιάνης κατακόκκινος από θυμό ,
Εσύ προτιμάς τους Τούρκους από τους Δυτικούς .
Ο Νοταράς απάντησε έξαλλος, ξέχασε τους καλούς τρόπους
και την καταγωγή του.
Χυδαίε Γενοβέζε
ξεχνάς τι έκαναν οι όμοιοί σου οι Λατίνοι το 1204 μ.Χ.
Ήταν οι μόνοι που κατέλαβαν τη Βασιλίδα μια γενιά , αμαύρωσαν τη χιλιόχρονη Ιστορία της. Έκαψαν και λήστεψαν πολλά κτίρια και σπίτια, πήραν αμύθητους θησαυρούς, κι όλα αυτά ενώ ανέφεραν το όνομα του Θεού-.
Όντας σταυροφόροι σκότωσαν πολλούς άνδρες και βίασαν γυναίκες . Αυτό το γεγονός έγινε πριν πολλά χρόνια και δεν έχω καμιά σχέση. Τώρα πολεμάω για τη δική μου τιμή, της Γένοβας και του Αυτοκράτορα απάντησε με έξαψη ο Ιουστινιάνης.
Άθλιε απατεώνα συνέχισε εκτός εαυτού ο Νοταράς.
Για το δουκάτο της Λήμνου πολεμάς εσύ κι οι στρατιώτες σου,
Ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε με χρυσόβουλο το νησί εάν σωθεί η Πόλη.
Τάχασε ο Ιουστινιάνης ακούγοντας την κατηγορία,
Θεωρούσε λογικό πως αυτός ένας μισθοφόρος δικαιούταν
ανταλλάγματα από το βασιλιά κι είπε με δυνατή φωνή.



Θα γίνεις το μαύρο πρόβατο της ιστορίας επειδή εναντιώθηκες με την Ένωση των δυο εκκλησιών και τον Αυτοκράτορα, κακό τέλος θα έχεις.
Ο Νοταράς ανέβηκε πολύ θυμωμένος στο άλογο κι έφυγε μαζί με τη φρουρά του καλπάζοντας κατά το λιμάνι.
Οι Έριδες άφηναν αδιάφορο τον Παλαιολόγο, συνήθισε και δεν έδινε σημασία. Αυτοί οι καυγάδες φαίνονταν τόσο μάταιοι.

Μια παράξενη χαρά πλημμύρισε την ψυχή του, έβλεπε όλο τον κόσμο το Ίδιο, αγαπούσε τα πάντα. Γαλήνιος βάδιζε το δρόμο της Μοίρας, δεν κατηγορούσε κανέναν ούτε τους Δυτικούς ούτε τον Πάπα επειδή έστειλαν ελάχιστη βοήθεια. Δεν τα έβαζε μήτε με τους προηγούμενους Αυτοκράτορες και την Αριστοκρατία, αυτοί έφεραν μια λαμπρή αυτοκρατορία σε τόσο δεινή θέση.
Δεν κρατούσε κακία σε κανέναν , πάρα πολλοί εναντιώθηκαν με την Ένωση και τον πολέμησαν άγρια. Ο Γεννάδιος κι ο Νοταράς έκαναν λάθος , μόνο η Ένωση θα έσωζε την Πόλη, οι δυτικοί αντιμετωπίζονταν , οι Τούρκοι δύσκολα θα έφευγαν. Είχε μια εκπληκτική διαύγεια πνεύματος και αντιλαμβανόταν τα πράγματα όπως Είναι.

Ο τελευταίος ελεύθερος Έλληνας προχωρούσε αργά, πολεμούσε με τον -Ίδιο- το θάνατο. -Αυτό- έδινε μια ανείπωτη ελευθερία . Γνώριζε πως θα πεθάνει κι έτσι έβλεπε τον κόσμο σ’ όλες τις διαστάσεις.
Θεϊκός φαινόταν από μακριά μες την αστραφτερή πανοπλία.
Πολεμούσε σαν λιοντάρι, η μεγάλη ψυχή μιας Πόλης
αν κι γνώριζε πως πεθαίνει .
Πέρα απο το χρόνο - Αιώνια Παρόν-
Κρατούσε το μέλλον του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Ο Αυτοκράτορας με τον τρόπο που θα διάλεγε να πεθάνει
θα έδειχνε σε όλη την ανθρωπότητα το ανυπέρβλητο θάρρος της θυσίας.
Η απόφαση πάρθηκε προ πολλού εάν ο Θεός εγκατέλειπε τη Θεοφύλακτη Πόλη θα έπεφτε κι Αυτός μαζί.



Απόλυτα περήφανος λίγο πριν το τέλος μάζεψε τους επιστήθιους φίλους και τους τελευταίους πολεμιστές , μίλησε μαζί τους με λόγια Αγάπης και ανυπέρβλητης θλίψης , είπε πως το αναπόφευκτο Τέλος ερχόταν αδυσώπητο.
Μίλησε τρυφερά λέγοντας πως η πίστη κι η Αγάπη προς την πατρίδα αποπνέουν καλοσύνη.
Γεμάτος συγκίνηση είπε πως άξιζε να πεθάνει κανείς γι Αυτά,
τους συγγενείς , τους φίλους και το Βασιλιά.
Έπειτα κατευθύνθηκαν συγκινημένοι προς την Αγία Σοφία
κι ενώπιον του Θεού
Είπαν όλοι μαζί από τα βάθη της ψυχής
Πως αξίζει αποθανώμεν υπέρ Πίστεως και Πατρίδας.

Προχώρησαν ένας ένας μέχρι την Αγία Πύλη και μετάλαβαν,
Βαρύ έφεραν το σημάδι του θανάτου.
Αυτόπτες μάρτυρες οι Άλλοι Χριστιανοί
παρακολούθησαν συνεπαρμένοι τις ύστατες στιγμές
του τελευταίου Αυτοκράτορα.
Οι πολύπαθοι Έλληνες πνίγηκαν απ’ τα δάκρια, έμειναν συγκλονισμένοι απ’ το βουβό πόνο, μπροστά σ’ Αυτό το γενναίο άνδρα ,
ζητούσε συγχώρεση απ’ όλους Ονομαστικά .
Κι Αυτοί ως Άλλοι μελλοθάνατοι
Καταλάβαιναν καλύτερα από τον καθένα τη ζωή που άφηναν πίσω.
Οι αισθήσεις έγιναν οξύτερες και η αντίληψη ανοιγόταν με μια ανείπωτη ευαισθησία, ανίχνευε τα άγνωστα πεδία του μεγάλου χρόνου.
Όλοι μαζί έφυγαν προς το τείχος όπου θα δινόταν η τελική μάχη.