Novel of Venice - Part A
Α ΒΕΝΕΤΙΑ
ΝΙΚΟΣ ΚΩΛΕΣΗΣ
ΠΑΝΧΡΟΝΙΑΔΑ
ΠΕΝΤΑΛΟΓΙΑ
ΤΟ
ΑΝΟΙΓΜΑ
ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΗ
ΡΑΨΩΔΙΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΤΟ ΑΛΛΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Οι Κωνσταντινουπολίτες
άκουγαν συνεπαρμένοι τις φωνές των
πλοηγών και των ναυτών καθώς έτρεχαν
στα καταστρώματα των πλοίων να δουν
μήπως πέσουν πάνω σε κανένα καράβι και
τσακιστούν.
Ο πολυμνήμων Οδυσσέας
θυμήθηκε τους βενετσιάνους ναυτικούς,
έβαφαν με έντονα χρώματα τα σπίτια τους
για να τα ξεχωρίζουν μέσα στην πυκνή
ομίχλη, όταν επέστρεφαν από μακρινά
ταξίδια, χρησίμευαν ως σημάδια να
δείχνουν το δρόμο. Η περίφημη -Νέμπια-
εξαφάνιζε ολοκληρωτικά μέσα σε ένα
λευκό πέπλο τη μυθική Βενετία.
Οι πρόσφυγες της
Κωνσταντινούπολης φορτωμένοι πάνω στα
πλοία, ο ένας πάνω στον άλλο στοιβαγμένοι
προχωρούσαν αρκετή ώρα στα τυφλά. Έχοντας
πλοηγό το θεϊκό Οδυσσέα οδηγούσε με
μαεστρία την Ιθάκη και τα άλλα πλοία,
άκουγαν μόνο τις φωνές του προς τους
πολύτροπους συντρόφους , αυτοί
ανταποκρίνονταν θετικά ενώ εκτελούσαν
τις προσταγές του.
Άκουγαν μόνο τους
κανονιοβολισμούς της βενετσιάνικης
αρμάδας , έριχνε να τους δείξει το δρόμο
και να τους οδηγήσει σε ασφαλές λιμάνι,
Εκεί όπου τελείωνε η αδιαπέραστη ομίχλη
κι έλαμπε εκτυφλωτικά ο ήλιος της
ελευθερίας. Οι Έλληνες της πόλης
διαπερνώντας τα τελευταία σύννεφα
αντίκρισαν παρατεταγμένες σε σειρές
τις πολεμικές γαλέρες της Γαληνότατης,
οπλισμένες σαν κατακόκκινοι αστακοί
έριχναν πυκνούς κανονιοβολισμούς .
Χαιρετούσαν με αυτό τον τρόπο τους
πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης , όσους
γλίτωσαν από τη σφαγή των Τούρκων, όσους
επέζησαν από την ολοκληρωτική καταστροφή
της βασιλεύουσας .
Οι πολύπαθοι Έλληνες έκαναν
σαν μικρά παιδιά, αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν
και γελούσαν κλαίγοντας από χαρά, δεν
πίστευαν πως γλίτωσαν από τη θηριωδία
των Οθωμανών πως ο εφιάλτης πήρε ένα
τέλος.
Έκαναν σαν τρελοί όταν
είδαν από μακριά το ψηλόλιγνο κωδωνοστάσιο
του Αγίου Μάρκου και την ομώνυμη εκκλησία,
αμέσως θυμήθηκαν τους Αγίους Αποστόλους
πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Το παλάτι
των δόγηδων καθρεφτιζόταν ονειρικό
στην προκυμαία ενώ η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη
αντανακλούσε το φως του ήλιου στα
αμέτρητα παράθυρά της.
Η μυθική Βενετία άρχισε να
αποκαλύπτεται μπροστά τους με ένα μαγικό
τρόπο, αμέτρητα πλεούμενα κατέβαιναν
το μεγάλο κανάλι – την πύλη του μεγαλείου-.
Πλοιάρια, γόνδολες, βάρκες και καίκια,
όλα τα σκάφη της Σινιορίας,
γεμάτα κόσμο, οι βενετσιάνοι
περίεργοι ήθελαν να προϋπαντήσουν να
δουν από κοντά τους κολασμένους της
Βασιλεύουσας.
Τέτοια υποδοχή δεν φαντάστηκαν
ποτέ οι δύστυχοι Έλληνες , μια πόλη
ολόκληρη άνοιγε την αγκαλιά της να τους
δεχθεί. Όλοι μαζί έκλαιγαν από συγκίνηση
κι έκαναν το σταυρό τους δοξάζοντας τον
Κύριο.
Οι βενετσιάνοι πλημμύρισαν
την πλατεία, κατέλαβαν όλη την προκυμαία,
συγκλονισμένοι από τα νέα χαιρετούσαν
θερμά τους Έλληνες καθώς κατέβαιναν
από τα πλοία φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα
της πόλης.
Κωνσταντινούπολη
– Κωνσταντινούπολη
Ο πολύτλας Οδυσσέας,
οι πολύπαθοι σύντροφοι, οι άρχοντες του
Βυζαντίου κι οι Άλλοι Έλληνες με δυσκολία
περνούσαν ανάμεσα από τον κόσμο, οι
βενετοί ένθερμοι ήθελαν να τους αγγίξουν
και να τους χαϊδέψουν λέγοντας λόγια
γλυκά της παρηγοριάς.
Οι δόγηδες Αλβίζε, Τζιοβάνι
και ο τρίτος αδερφός Μοντσένικο ήταν
οι πρώτοι που έσφιξαν το χέρι και
αγκάλιασαν θερμά τον πολυμήχανο Οδυσσέα,
τους άτυχους άρχοντες του Βυζαντίου
και τους πολύπλακτους συντρόφους.
Η Βενετία σας δέχεται με
ανοιχτή αγκαλιά,
η Βενετία είναι η νέα σας
πατρίδα
-το Άλλο Βυζάντιο-
είπε δυνατά ο δόγης Αλβίζε
Μοντσένικο
η Σινιορία είναι συνέχεια
του Βυζαντίου.
Έλληνες αυτοκράτορες ίδρυσαν
την πόλη μας
Κανένας δεν πρόκειται να σας
πειράξει,
οι Οθωμανοί είναι ο κοινός
εχθρός .
Μαζί τους πάνω στη μεγάλη
εξέδρα ήταν το Συμβούλιο των Δέκα,
ο δόγης Φραντζέσκο Φόσκαρι,
οι τραπεζίτες Πιζάνι, οι δόγηδες Τζιοβάνι
και Ανδρέα Γκρίτι, ο Μαρίνο Κονταρίνι,
δούκες, κόμητες, η οικογένεια Λεονάρντο
Λορεντάν, ο Τζιρολάμο Τεντέσκο, ναύαρχοι,
στρατηγοί, αριστοκράτες, όλοι οι πατρίκιοι
του Κράτους της Θάλασσας-
το Στάτο ντα Μαρ-.
Μαζί τους ήταν μέσα στο
άνοιγμα- τη σκουληκότρυπα του μεγάλου
χρόνου, όλοι οι δόγηδες, οι αξιωματούχοι,
ναύαρχοι και στρατηγοί, κοντοτιέρι,
ιππότες, στρατιές ολόκληρες ναυτικοί
και στρατιώτες.
Όλοι όσοι πέθαναν, όλοι όσοι
δόξασαν τη λαμπρή πολιτεία, αόρατες
σκιές σκέπαζαν τον ουρανό της Βενετίας.
Πρώτος- ο πρώτος
δόγης της Βενετίας ο Όρσιο Ιπάτο μαζί
με το γιο του Ντεονάτο που το διαδέχθηκε
και ο τελευταίος δόγης της Σερενίσιμα
ο Λουδοβίκος
Μανίν παραιτήθηκε όταν ο Ναπολέων
κατέλαβε τη δημοκρατία του Αγίου Μάρκου.
Συντάγματα ολόκληρα, οι Άγγελοι της
Βενετίας έψαλλαν θεϊκές ψαλμωδίες
δοξάζοντας τον Κύριο.
Πες μας
πολύτροπε Οδυσσέα
Τι έγινε στη
Βασιλεύουσα, τι έκαναν οι Τούρκοι.
Τότε ο θεϊκός
Οδυσσέας πήρε βαθιά ανάσα και αφού
κοίταξε έναν- έναν
Τους πατρικίους , στράφηκε
προς την πλατεία ήταν γεμάτη βενετσιάνους
και με βροντερή φωνή λες και διέτρεχε
αιώνες φώναξε δυνατά
ΕΑΛΩ
Η ΠΟΛΗ
ΕΑΛΩ
Οι βενετοί
άκουσαν συγκλονισμένοι το νέο δεν
πίστευαν στα αυτιά τους.
Αλώθηκε η πόλη
των πόλεων, η Βασιλεύουσα, η πιο ωραία
η πιο πλούσια πόλη στον κόσμο, η καρδιά
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σταμάτησε
να χτυπά. Όταν συνήλθαν από την είδηση
και συνειδητοποίησαν τι έγινε, όλοι
μαζί οι βενετοί φώναξαν με μια μυριόστομη
κραυγή , ακούστηκε στα πέρατα της
οικουμένης
ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ
ΕΑΛΩ
Βενετσιάνοι
από όλα τα Σεστιέρι- διαμερίσματα- τη
βασιλική του Αγίου Μάρκου, τη γέφυρα με
τις τρεις Αψίδες και το ναό του Σαν
Τζιοβάνι στην Μπραγκιέρα, το Σαν
Τζιακομέτο στο Ριάλτο ως τη Σκουόλα
Γκράντε ντι Σαν Ρόκο έτρεχαν έντρομοι
με την ψυχή στο στόμα προς την πλατεία
του Αγίου Μάρκου. Άλλοι φώναζαν σαν
τρελοί, άλλοι έκαναν το σταυρό τους κι
έμπαιναν στις εκκλησίες να προσευχηθούν,
μανάδες έψαχναν τα παιδιά τους.
Εάλω η πόλη
Εάλω
έλεγαν μεταξύ
τους κι οι φωνές τους σκέπαζαν την πόλη,
μια θανάσιμη κραυγή ράγιζε τις ψυχές.
Γόνδολες,
βάρκες , πλοιάρια όλα τα σκάφη της
Σινιορίας έρχονταν γεμάτα κόσμο από το
Μουράνο, την Τζουντέκα,το Σαν Λατσάρο,το
Σαν Μικέλε, τη Σάντα Έλενα. Προσέρχονταν
βιαστικά για να συναντήσουν τους
πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης και
να μάθουν τι συμβαίνει.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
φώναζαν και
ρωτούσαν ο ένας τον άλλο, είναι αλήθεια
πως οι Τούρκοι πάτησαν τη Βασιλεύουσα,
ρωτούσαν συγκλονισμένοι μέσα από τα
πλοιάρια, έκλαιγαν γοερά λέγοντας άραγε
τι μας περιμένει, οι Οθωμανοί θα κάνουν
τα ίδια και σε μας -Αλίμονο-.
Οι καμπάνες
των εκκλησιών χτυπούσαν πένθιμα καλώντας
τους βενετούς στην πλατεία του Αγίου
Μάρκου, είχαν έρθει οι Έλληνες από την
Κωνσταντινούπολη, τα νέα δεν ήταν καλά.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Έλεγαν και
ρωτούσαν ο ένας τον άλλο οι ναυτεργάτες
στο Αρσενάλε, οι υαλουργοί στο Μουράνο,
οι λιμενεργάτες στο λιμάνι, οι ψαράδες
στην αγορά του Ριάλτο, οι πατρίκιοι στα
παλάτια.
Κανείς δεν
γνώριζε κανείς δεν μπορούσε να πει τι
έγινε, όλοι έτρεχαν λαχανιασμένοι προς
την πλατεία του Αγίου Μάρκου να μάθουν
τι έγινε.
Ήρθαν οι Έλληνες
από την Κωνσταντινούπολη, ήρθαν οι
πρόσφυγες από τη βασιλεύουσα έλεγαν
μεταξύ τους
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Τρέμε κόσμε,
τρέμε οικουμένη
Οι Οθωμανοί
θα κατακτήσουν όλη την Ευρώπη
Και θα
καταστρέψουν τη Γαληνότατη Δημοκρατία.
Η κάθοδος των
βενετών προς την πλατεία ήταν ολική,
μια πορεία προς το θάνατο, το τέλος μιας
μεγάλης αυτοκρατορίας κι αρχή μιας
αδίστακτης Τυραννίας ήταν γεγονός ,
σήμαινε την πτώση ενός ολόκληρου λαού
προς το σκοτάδι της απολυταρχίας.
Αιώνες μεγάλης
μοναξιάς περίμεναν τους απογόνους.
Πάλι με χρόνια
με καιρούς πάλι δικιά μας θα είναι
φώναζαν
Οι Έλληνες
όταν πολεμώντας έπεφταν νεκροί πάνω
στα τείχη της βασιλεύουσας.
Στην αρχή το
νέο άρχισε να μεταδίδεται από στόμα σε
στόμα σαν ψίθυρος
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Έλεγαν οι
βενετσιάνοι κι οι βενετσάνες μεταξύ
τους
Ώσπου το νέο
έγινε κραυγή στα χείλη των γονδολιέρηδων
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Φώναζαν οι
περαματάρηδες σε όλη τη Βενετία
Στα κανάλια
μικρά και μεγάλα .
Το άκούγαν οι
γυναίκες από τα ανοιχτά παράθυρα και
με έκσταση
το έλεγαν στους
δικούς τους
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Φώναζαν τα
μικρά παιδιά , έπαιζαν στις πλατείες
κάνοντας πως πολεμούν τους Τούρκους
της Ανατολίας.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Φώναζαν οι
Νικολέτοι κι οι Καστιλιάνοι
Οι ναυτικοί
από τα νησιά Σάντα Έλενα και Σαν Πέτρο
Την Τζουντέκα
και τη Σαν Τζακαρία
Το Αρσενάλε,
το Καναρέτσο.
Όλοι μαζί
πήγαιναν ανήσυχοι προς την πλατεία,
άλλοι πάνω σε
γόνδολες και σε βάρκες άλλοι Τρέχοντας
μες τα σοκάκια
κι άλλοι πάνω
σε άλογα.
Το θλιβερό νέο
απλωνόταν τόσο γρήγορα όπως η Νέμπια
όταν καταλάμβανε τη Βενετία. Ένας λευκός
στρατός πήγαινε παντού, πάνω από τα
κανάλια τους δρόμους και τα σοκάκια,
σκέπαζε τις πλατείες τα σπίτια και τις
εκκλησίες. Ένας στρατός αθόρυβος κανείς
δεν μπορούσε να σταματήσει, κανείς δεν
μπορούσε να μπει ή να βγει από τη Βενετία.
Δεν υπήρχε καμιά ορατότητα όποιος
έβγαινε έξω από το σπίτι του χανόταν,
ήταν η πιο ανελέητη πολιορκία, η πιο
άγρια κατάληψη όπως όταν αλώθηκε η
πόλη, όπως η πολιορκία των Οθωμανών
πάτησαν την πόλη των πόλεων, τη βασιλεύουσα.
Μόνο οι αληθινοί
βενετσιάνοι έβγαζαν άκρη από τα χρώματα
των
σπιτιών, τα
οικόσημα των παλατιών, ήταν σημάδια
ώστε να βρουν το δρόμο της επιστροφής.
Μόνο οι Έλληνες
της Βενετίας μπορούσαν να προσανατολιστούν
μέσα στη Νέμπια χωρίς να χαθούν βρίσκοντας
το δρόμο της επιστροφής, – το άνοιγμα-
το ξέφωτο το οποίο οδηγούσε στην
επανάσταση, τον πόλεμο κατά των Τούρκων,
τον πόλεμο ενάντια σε κάθε μορφής
Τυραννία.
Η αδιαπέραστη
ομίχλη συγκλονίστηκε από το νέο, θέλησε
να σταματήσει
το χρόνο ώστε
να μείνουν τα πράγματα όπως είναι για
να επανέλθει η
Κωνσταντινούπολη
στους Έλληνες , θέλησε να αλλάξει την
Ιστορία.
Τώρα οι Βενετοί
βάδιζαν χωρίς τη βοήθεια του Βυζαντίου,
ο μόνος αντίπαλος ήταν ο εαυτός τους ,
οι αχνές μνήμες και τα φευγαλέα
σπινθηρίσματα των γλαυκών νερών, οι
έρωτες κι οι θάνατοι, οι μεγάλες
κατακτήσεις της Σινιορίας .
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Ακουγόταν από
μακριά μέσα από την αδιαπέραστη ομίχλη.
Οι φωνές των
Βενετών ηχούσαν εκστασιασμένες, γεμάτες
απόγνωση από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
, νόμιζαν πως ζούσαν ένα κακό όνειρο πως
θα διαψευδόταν την άλλη μέρα.
Τα πρώτα
ελεύθερα καράβια έμπαιναν στο Μπατσίνο
ντι Σαν Μάρκο μετά την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης.
Τα πρώτα
ελεύθερα καράβια φορτωμένα με τους
αμύθητους θησαυρούς, της πιο πλούσιας
πόλης του κόσμου έφθαναν στην προκυμαία
της Βενετίας, ασθμαίνοντας από το βάρος
κι εξουθουνωμένα από το ταξίδι .
Τα πρώτα
ελεύθερα καράβια έγερναν προς τη μια
μεριά από το βάρος, γεμάτα με τους
τελευταίους Έλληνες.
Οι τελευταίοι
ελεύθεροι του Βυζαντίου φώναζαν και
γελούσαν, έκλαιγαν
Από χαρά μόλις
αντίκρισαν τη Γαληνότατη Δημοκρατία,
πολλοί από αυτούς προσεύχονταν γοερά
δεν πίστευαν πως σώθηκαν από την άγρια
σφαγή, το μακελειό των Τούρκων.
Εάλω η
Πόλη
Εάλω
Φώναζαν όσο
πιο δυνατά μπορούσαν για να τους ακούσουν
οι βενετσιάνοι, κατέκλυσαν την προκυμαία
του Αγίου Μάρκου, τους βασιλικούς κήπους
κι έφθαναν ως το Σαν Τζακαρία.
Οι βενετοί
φώναζαν και χαιρετούσαν σηκώνοντας τα
χέρια ψηλά, γεμάτοι αγωνία να μάθουν τα
νέα, τι έγινε με την Κωνσταντινούπολη.
Μήπως συνέβη ότι φοβούνταν, μήπως συνέβη
το μοιραίο, ίσως είχαν την ίδια τύχη με
τη βασιλεύουσα, ίσως η Δημοκρατία του
Αγίου Μάρκου καταστραφεί από τους
Οθωμανούς.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Φώναζαν οι
Έλληνες από τα καράβια κι οι φωνές τους
ακούγονταν πιο
καθαρά όσο
πλησίαζαν στην προκυμαία, διακόπτονταν
μόνο από το θόρυβο, τον ήχο των κυμάτων.
Μόνο ο άνεμος
μόνο η θάλασσα
Άκουγαν καθαρά
Μόνο ο άνεμος
μόνο η θάλασσα
Γνώριζαν το
μεγάλο κακό
Και το μετέφεραν
σε όλη την οικουμένη.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Άρχισαν να
λένε οι βενετσιάνοι μεταξύ τους μη
πιστεύοντας ότι άκουσαν, έτριβαν τα
αυτιά τους και τεντώνονταν στις μύτες
των ποδιών για να ακούσουν καλύτερα.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Έλεγαν οι
Έλληνες από τα φορτωμένα πλοία, κρεμασμένοι
ο ένας πάνω στον άλλο σαν τσαμπιά
σταφύλια, φαντάσματα του εαυτού τους ,
μόνο οι σκιές θύμιζαν πως ήταν άνθρωποι.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Έλεγαν με όση
δύναμη είχε απομείνει, είμαστε οι
τελευταίοι ελεύθεροι του Βυζαντίου. Οι
Τούρκοι πάτησαν την πόλη.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Έλεγαν οι
βενετοί πιο δυνατά για να πιστέψουν κι
ίδιοι με ότι άκουσαν, το τρομερό νέο
συγκλόνισε τις ψυχές τους, έμειναν
άφωνοι δεν ήξεραν τι να κάνουν. Πως είναι
δυνατόν να έπεσε το πιο απόρθητο κάστρο
του κόσμου, πως είναι δυνατόν να κατέρρευσε
μια χιλιόχρονη αυτοκρατορία. Μήπως ήταν
ψέματα έλεγαν και ξανάλεγαν μεταξύ
τους.
Εάλω η Πόλη
Εάλω
Φώναξε όσο
πιο δυνατά μπορούσε ο πολύτροπος Οδυσσέας
να ακούσουν όλοι οι βενετσιάνοι.
Όταν η μάχη
βρισκόταν στο πιο κρίσιμο σημείο
και οι θανάσιμοι
εχθροί
Έλληνες και
Τούρκοι
Πολεμούσαν
λυσσαλέα,
Μια φωνή σαν
ψίθυρος
Ακούστηκε μέσα
στο πλήθος
Κι άρχισε να
μεταδίδεται
Από στόμα σε
στόμα .
Όσοι το άκουσαν
Σταμάτησε να
χτυπά
Η καρδιά τους,
Νόμιζαν πως
ήταν ψέμα .
Το έλεγαν οι
Έλληνες
Πιο δυνατά
Κι όταν το
άκουσαν οι Τούρκοι
Έγινε αλαλαγμός
Άγρια φωνή
Ουρανομήκης
κραυγή
Νίκης και Ήττας
μαζί.
Εάλω
η Πόλη
Εάλω
Η κραυγή της
Άλωσης μας συγκλόνισε όλους συνέχισε
ο πολύτλας Οδυσσέας .
Η ψυχή μου
νόμιζα
Πως πέταξε
Πως έκανε φτερά
Πως πέθανα .
Είδαμε τις
Τουρκικές σημαίες
Να κυματίζουν
πάνω
Από την
Κεκρόπορτα,
Κοντά στο
παλάτι
Των Βλαχερνών
Και τότε
καταλάβαμε.
Έλληνες άφησαν
Την Κεκρόπορτα
ανοιχτή
Η μεγάλη
προδοσία
Είχε συμβεί.
Έλληνες τράβηξαν
Το σύρτι
Και ξεκλείδωσαν
Την πόρτα.
Από εκεί
Μπήκαν οι
γενίτσαροι
Σκορπώντας
τον όλεθρο
Η μεγάλη
προδοσία
Είχε συντελεστεί.
Έλληνες πρόδωσαν
Την πόλη
Φώναξαν
συγκλονισμένοι όλοι μαζί οι βενετσιάνοι
Δεν πίστευαν
ότι άκουγαν
Έλληνες άνοιξαν
Την Κεκρόπορτα
Κύριε – Κύριε
Έλεος – Έλεος.
Η μέρα της
μεγάλης προδοσίας είχε συντελεστεί
Λαέ μου
Τι έκανες
Ας εισακουστεί
Η φωνή μου.
Ούτε ο
Κωνσταντίνος μπορούσε να σταματήσει
Τους φυγάδες
Η μεγάλη φυγή
Είχε αρχίσει
Είπε συγκλονισμένος
Ο πολύπαθος
Οδυσσέας.
Εάλω
η Πόλη
Εάλω
Φώναζαν οι
Έλληνες
Τρέχοντας
έντρομοι
Εκστασιασμένοι
.
Μόνος απόμεινε
Ο Κωνσταντίνος
Αραίωνε κρυφά
Η φρουρά γύρω
του
Κι ο Τελευταίος
Αυτοκράτορας
Φώναξε με
σπαραγμό.
Ουκ έστι τις
των Χριστιανών
Του λαβείν την
κεφαλήν εμού ;
Κατέβηκε από
το άλογο
Έβγαλε το
χιτώνα
Και με γυμνό
σπαθί
Πολεμούσε
μόνος,
Στην πύλη του
Αγίου Ρωμανού
Βλέποντας
κατάματα
Το θάνατο.
Τόσο ωραίος
Όμοιος με
άγγελο
Του παραδείσου.
Αγέρωχος
κρατούσε
Στα χέρια του
Μια αυτοκρατορία,
Το τείχος
φαινόταν ασήμαντο.
Πολεμούσε σαν
λιοντάρι
Σκοτώνοντας
αμέτρητους Τούρκους.
Δέχθηκε μια
σπαθιά από πίσω
Ύστερα μια
άλλη
Κι έπειτα έπεσε
Κάτω νεκρός.
Ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος
Ο τελευταίος
αυτοκράτορας
Πολεμούσε
μόνος
Καβάλα σ’
άσπρο άλογο
Μπροστά στην
πύλη
Του Παραδείσου.
Πέθανε ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος φώναξαν
Οι βενετοί
όλοι μαζι
Ο τελευταίος
αυτοκράτορας.
Οι Τούρκοι
πάτησαν τη βασιλεύουσα
Μπήκαν μέσα
πάνω σε άλογα
Σκοτώνοντας
αδιάκριτα
Όποιον έβρισκαν
μπροστά τους,
Έλληνα –
Βενετσιάνο ή Γενοβέζο.
Σκόρπισαν τον
όλεθρο
Μάταια έτρεχαν
οι κάτοικοι
Να σωθούν.
Συνέχισε ο
πολυμνήμων Οδυσσέας
Χωρίς να κρύβει
τη συγκίνηση
Δάκρια έτρεχαν
από τα μάτια του.
Η πόλη
Η βασίλισσα
των πόλεων
Έπεσε
Το κέντρο
Της Δύσης
Και της Ανατολής.
Τέτοια άγρια
σφαγή
Δεν έγινε ποτέ
Στην Ιστορία,
Έλληνες και
Τούρκοι
Σκοτώνονταν
μεταξύ τους
Λες κι ήρθε
Η Δευτέρα
Παρουσία.
Τα ουρλιαχτά
των πληγωμένων
Έσχιζαν τον
αέρα,
Οι ψυχές
έβγαιναν αργά
Φαίνονταν
διάφανες
Στο διάστημα,
Ανάμεικτες
από τις βρισιές
Και τις φωνές
των αντιπάλων.
Η Ζωή του
Ανθρώπου
Ένα Τίποτα
Φρίξον Ήλιε
Τέτοια
βαρβαρότητα
Δεν γνώρισε η
οικουμένη,
Συνέχισε
συγκλονισμένος ο διογενής Λαερτιάδης.
Οι γυναίκες
βιάζονταν από τους γενίτσαρους
Και το ουρλιαχτά
τους ακούγονταν
Σ΄ όλη την
πόλη.
Οι άνδρες
θερίζονταν σαν στάχυα
Όσοι γλίτωσαν
Γυναίκες παιδιά
γέροι
Περίμεναν να
τους πουλήσουν
Στα σκλαβοπάζαρα
της Ανατολής.
Τεράστιες
συνοικίες
Παραδόθηκαν
στη φωτιά .
Στο λιμάνι
χιλιάδες άνθρωποι
Στριμώχνονταν
στις προβλήτες
Δίπλα στα πλοία
να μπουν μέσα.
Πρόσφεραν
τεράστιες περιουσίες
Στους ναύτες,
άλλοι
Παρακαλούσαν
κλαίγοντας.
Τα καράβια
έφευγαν
με φουσκωμένα
πανιά
Γεμάτα με τους
αμύθητους θησαυρούς
Της
Κωνσταντινούπολης
Αφήνοντας πίσω
Τον όλεθρο και
το θάνατο.
Αλίμονο σε μας
- Αλίμονο σε μας
Φώναξαν οι
βενετσιάνοι
Δεν ξέρουμε
Τι μας περιμένει.
Οι λέξεις τα
λόγια έβγαιναν με δυσκολία
Από το στόμα
του πολυμήχανου Οδυσσέα.
Καβάλα στη
χιονάτη φοράδα του
Πέρασε την
πύλη του Αγίου Ρωμανού
Ο Μωάμεθ ο
Πορθητής,
Ευτυχισμένος
λες και περνούσε
Την πύλη του
Παραδείσου.
Γύρω τα πτώματα
χιλιάδες
Πήγαινε προς
την Αγία Σοφία
Μαζί με τους
γενίτσαρους
Και τους
Βεζίρηδες ,
Τους Σατράπηδες
Και τους Πασάδες
.
Κορίτσια και
αγόρια
Του χαρεμιού
Έραναν με
ροδοπέταλα
Το δρόμο.
<< Στης
Ευρασίας τον Κήπο
τραγουδά η
νυχτερίδα >>
Τσαούσηδες
και τοξότες
πήγαιναν
μπροστά
ενώ οι Δερβίσηδες
θυμιάτιζαν
το δρόμο ώστε
να περάσει
ο Μωάμεθ ο
Πορθητής .
Ακολουθούσαν
χιλιάδες στρατιώτες
με λευκά σκουφιά
Κι αλυσιδωτούς
θώρακες .
Οι Τούρκοι
έσφαζαν αδιάκριτα
Όποιον
συναντούσαν
Λεηλατούσαν
σπίτια, ναούς
Και κτίρια.
Άγγελοι Θανάτου
Σκορπούσαν
τον όλεθρο,
Η Σιωπή του
Θανάτου
βασίλευε
παντού.
Κύριε Ελέησον
– Κύριε Ελέησον
Απάντησαν οι
βενετοί συγκλονισμένοι
Από ότι άκουγαν
Η πόλη των
πόλεων
Το καύχημα των
χριστιανών
με την απαράμιλλη
ομορφιά
Αφανίστηκε
συνέχισε ο πολύφρων Οδυσσέας
Αργοπεθαίνει
κάτω από την Τυραννία.
Τρεις μέρες
και τρεις νύχτες
Κράτησε το
μακελειό
Ποτάμι το αίμα
των νεκρών
Φρίξε Κόσμε-
Φρίξε Ήλιε
Κύριε ΈΛΕΟΣ
Συμπλήρωσαν
οι βενετσιάνοι εν χορώ
Κύριε ΕΛΕΟΣ
Ο Μωάμεθ ο
Πορθητής
Αφιέρωσε στον
ένα
Και μοναδικό
Θεό του Ισλάμ
Τη μεγάλη
εκκλησία
Των χριστιανών
Συνέχισε
λέγοντας ο πτολύπορθος Οδυσσέας,
Αφιέρωσε την
Αγία Σοφία
Στον Προφήτη
Μωάμεθ.
Το κεφάλι του
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ήταν κρεμασμένο
στο βάθρο
Της στήλης του
Κωνσταντίνου
Μέρες ολόκληρες
Να το βλέπουν
οι Έλληνες .
Μαζί του έπεσαν
στην Κωνσταντινούπολη
Ο Βάιλος της
Βενετίας Μιννότο
Ο Φραγκίσκος
από το Τολέδο
Ο Ιωάννης από
τη Δαλματία,
Ο Θεόδωρος
Καρυστινός
Ο Ανδρόνικος
Κατακουζηνός
Ο μεγάλος
Λογοθέτης Φραντζής .
Ο Κονταρίνι,
ο Λεονάρντο, ο Ντολφίνο
με τα λιοντάρια
του Αγίου Μάρκου
Χαραγμένα
πάνω.
Ο
λέων της Βενετίας
Είναι
ελεύθερος
Απάντησαν
περήφανα οι βενετσιάνοι
Κι η ουρανομήκης
φωνή τους
Ακούστηκε σ’
όλη τη Βενετία.
Ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος
Ο τελευταίος
αυτοκράτορας
Πολέμησε
γνωρίζοντας
Πως το μοιραίο
είναι αναπόφευκτο
Είχε το θάνατο
μπροστά
Απάντησε ο
διογενής Λαερτιάδης.
Ο μόνος αντίπαλος
ήταν ο θάνατος
Πολέμησε σαν
λιοντάρι
Για την αγαπημένη
του
Κωνσταντινούπολη,
Δείχνοντας σ’
όλη την οικουμένη
Το ανυπέρβλητο
θάρρος
Της θυσίας .
Περήφανος
έλεγε
<< Πως αξίζει
αποθανώμεν
υπέρ πίστεως
και πατρίδας >>
Ήταν πλέον
αργά
πολύ αργά .