Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

ΡΩΜΑΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ -NOVEL-RΟΜΑΝ RHAPSODY -




 

ΠΑΠΑΝΧΡΟΝΙΑΔ


             Πενταλογία


                  

            ΠΕΡΑΣΜΑ


         ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ

                   Ρωμαική Ραψωδία

                       Άλωση της Πόλης
                         
                       ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ




//////////////////////////////////////////////////////////


 ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΡΩΜΑΙΚΗ ΡA-ΑΨΩΔΙΑ 

NOVEL-RΟΜΑΝ RHAPSODY -





             Άρχισε η μεγάλη Πανχρονική κάθοδος
              Του Πλανητικού  Οδυσσέα και των ακοσμικών συντρόφων  
              Επειδή ο δρόμος που ανεβαίνει είναι ο δρόμος
              Που κατεβαίνει, αποκαλύπτει το άνοιγμα του Κόσμου,
              Μέσα απ΄ το Χρόνο και την Ιστορία
              Η φύση κρύπτεσθαι φυλεί.

Οι μεγάθυμοι Ιθακήσιοι πέτυχαν το Βεζούβιο, την ώρα της μεγάλης έκρηξης , ήταν οι  τελευταίες στιγμές της Πομπηίας .
Το  ηφαίστειο έκανε αλλεπάλληλες εκρήξεις και η λάβα διασκορπιζόταν σε χιλιάδες κομμάτια , φώτιζε εκθαμβωτικά  το βαθύ σκοτάδι της νύχτας.
Τεράστιες φλόγες σκέπασαν τον ουρανό  δημιουργώντας μεγάλα μαύρα σύννεφα . Οι πύρινες στήλες χύνονταν αργά απ΄ τις πλαγιές του βουνού, φλεγόμενες έφερναν  το θάνατο. Ο δυνατός άνεμος παρέσυρε τις φλόγες σε διάφορα σημεία κι μετέδιδε τη φωτιά , ήδη καίγονταν τα πρώτα σπίτια της πόλης.
 Έντρομοι οι κάτοικοι  βγήκαν έξω , έτρεχαν κι φώναζαν   φοβισμένοι. Η ρευστή λάβα απλωνόταν Σιωπηλά, οι στάχτες και οι πέτρες  ψήλωσαν την επιφάνεια της γης . Ο πύρινος ποταμός έμπαινε  σιγά σιγά   στις αυλές και τα σπίτια, οι άνθρωποι αλλόφρονες έτρεχαν κατά την παραλία όπου  βρίσκονταν τα καράβια για να σωθούν.
 Η θάλασσα απ΄ τους σεισμούς επέστρεφε στον εαυτό της και  ξανά ορμούσε  προς τις ακτές με τεράστια κύματα,  ξέβραζε ψάρια , πέτρες  
Και αμέτρητα συντρίμμια. Τα  καράβια σαν πούπουλα βυθίζονταν βαθιά
 Μες το νερό κι ανέβαιναν πάλι στην επιφάνεια,  άδεια κουφάρια ακροβατούσαν πάνω από τις κορυφές των κυμάτων.
////////////////////////////////////////////////////////////////



Το τεραστίων διαστάσεων θεατρικό κτίριο βρισκόταν κάτω απ’ τη σκιά του Αισπυλιανού λόφου.  Το Κολοσσαίο ένα  τετραώροφο οικοδόμημα σε ελλειψοειδές σχήμα κατασκευάστηκε με πολλά αψιδωτά ανοίγματα και ημικίονα Κορινθιακά κι  Δωρικά , τα  Ιωνικά ομόρφαιναν κυριολεκτικά τον τελευταίο όροφο.
Ο πολύμορφος  Περίδης με τον πολύμυθο Πολίτη μέτρησαν αρκετά παράθυρα με παραστάδες . Ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα τεράστιο πολύχρωμο ύφασμα , ήταν στερεωμένο  πάνω σε πολύ ψηλά ξύλινα κοντάρια κι  προστάτευε τον κόσμο από τον καυτό ήλιο.
Οι πολύνοστοι Ιθακήσιοι  έφθασαν με δυσκολία μέχρι το ισόγειο,  κόσμος πολύς έμπαινε κι έβγαινε  κάτω από μεγάλα αψιδωτά ανοίγματα,  οι αξιωματούχοι κι οι καλεσμένοι  περνούσαν από τις  αριστοτεχνικά φτιαγμένες επίσημες πύλες.
Μπήκαν μέσα και με δέος αντίκρισαν το τεράστιο αμφιθέατρο ,
γέμισε από τον κόσμο, χρειάστηκαν  λίγο χρόνο μέχρι να συνηθίσουν
το τρομερό θέαμα.
 Οι Συγκλητικοί κι η Ρωμαική αριστοκρατία κάθονταν μπροστά
 σε ειδικό θεωρείο , ο Πραίτωρας κι ο Αργηγός των Αγώνων ήταν
Στο κέντρο της πρώτης σειράς ενώ το θεωρείο του Αυτοκράτορα βρισκόταν παρά δίπλα.
Οι ιππότες με τις περίτεχνες φορεσιές φάνταζαν υπέροχοι κατέλαβαν τις κερκίδες του δεύτερου ορόφου ,  οι δικαστές κι οι  διακεκριμένοι πολίτες  διακρίνονταν ακριβώς από πάνω.
Η πλέμπα της Ρώμης καθόταν ψηλά, γέμισε τον τέταρτο όροφο το μεγαλύτερο. Οι όροφοι είχαν μεγάλα τοξωτά ανοίγματα , χρησίμευαν ως φεγγίτες  να φωτίζονται οι διάδρομοι.
Η  Κονίστρα βρισκόταν στο κέντρο , εκεί  γίνονταν οι θηριομαχίες και οι αγώνες . Γύρω  γύρω  υπήρχε ένας μεγάλος τοίχος με αιχμηρά αντικείμενα  κι χοντρό διχτυωτό σύρμα από πάνω,
 αυτά χώριζαν τον αγωνιστικό χώρο απ’ τις κερκίδες
 κι προφύλασσαν τους θεατές από τα άγρια ζώα.


Τα υπόγεια  βρίσκονταν κάτω από την αρένα , χρησίμευαν για αποθήκες δίπλα σε ξεχωριστά ντουλάπια   φύλαγαν τα όπλα των αγώνων. Αργά -αργά κατέβηκαν με σφιγμένη καρδιά τα πέτρινα σκαλιά,  οδηγούσαν σε κάτι τεράστιες  αίθουσες όπου γυμνάζονταν οι μονομάχοι μεταξύ τους ή μόνοι.     
 Ίσως  αργότερα η κλήρωση   έφερνε αντίπαλους τους πολεμιστές σε μια μάχη μέχρι θανάτου. Όταν  δεν μονομαχούσαν ,  περιορίζονταν σε τεράστια κιγκλιδώματα, αλυσοδεμένοι στα χέρια και  τα πόδια.
  Εκατοντάδες  Χριστιανοί υπήρχαν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω από τον άλλον σε διπλανές αίθουσες. 
 Συγκλονισμένοι   άκουσαν πως έκλαιγαν με σπαραγμό ψυχής.
 Άλλοι θρηνούσαν εκστασιασμένοι όπως παλιά οι θρηνωδοί, μερικοί έψαλλαν πένθιμα κι άλλοι προσεύχονταν νοερά. Ο  θρήνος του θανάτου  έφθανε ίσαμε τον ουρανό. Όσοι πίστευαν πραγματικά έδειχναν μια αξιοθαύμαστη καρτερικότητα, έβγαζαν τέτοια ψυχική γαλήνη  ώστε προκαλούσε τους φρουρούς . Δεν  φοβούνταν τίποτα ούτε τα άγρια θηρία ούτε τους Δήμιους , αψηφούσαν το θάνατο επειδή πίστευαν σε μια Μεταθάνατον ζωή , έλεγαν πως θα  δικαιώνονταν πλήρως.
Ο Φιλέταιρος Οδυσσέας και οι πολύπαθοι σύντροφοι όπου κι αν πήγαιναν  οι πόρτες άνοιγαν ως δια μαγείας. Πλήθος κόσμου περιεργάζονταν τα άγρια ζώα, οι Ρωμαίοι έφερναν τα θηρία από τα πέρατα της οικουμένης μαζί με τους ικανότερους θηριοδαμαστές .
 Άνθρωποι και θηρία έκαναν εκπληκτικά πράγματα στην αρένα. Μερικά ζώα έμεναν επίτηδες πεινασμένα και τρομαγμένα για να είναι επιθετικά. Άλλα  έκλαιγαν κυριολεκτικά δεν άντεχαν τη σκλαβιά και την αιχμαλωσία, τα πιο άτυχα , τα γερασμένα  ψυχορραγούσαν απ’ την πείνα.


  
Η μυρωδιά ήταν αφόρητη, έκοβε την αναπνοή , κανείς δεν  έμενε πολύ .  Ξαφνικά ένας αφηνιασμένος ρινόκερος ξέφυγε από το κλουβί και άρχισε να τρέχει  τρελαμένος στους διαδρόμους , ποδοπατούσε όποιον έβλεπε μπροστά του. Οι ελέφαντες χωρίς νερό και μπάνιο μούγκριζαν υστερικά  ενώ οι τίγρεις και τα λιοντάρια έκαναν τις δύστυχες  καμηλοπαρδάλεις   κι έτρεμαν ολόκληρες από το φόβο.
 Πιο κάτω, τεράστιοι μαλλιαροί πίθηκοι  
Έπαιζαν ανέμελα , δέχονταν ευχαρίστως φρούτα από τους επισκέπτες    κι έπιναν με λαιμαργία νερό από τις ποτίστρες .
  Οι  υπάλληλοι  , οι δούλοι κι ο επόπτης του Αμφιθεάτρου
 προετοίμαζαν με ένταση τις  γιορτές , υπήρχε μεγάλη μυστικότητα , κρατούσαν κρυφά  τα θεάματα που ετοίμαζαν . Μόνο  λίγοι  οι μυημένοι ήξεραν τα νούμερα,   τα εισιτήρια από μέρες γίνονταν ανάρπαστα,
οι σκλάβοι και τα παιδιά  έμπαιναν  δωρεάν.
Ο ίδιος ο Νέρωνας επέβλεπε τις προετοιμασίες και συμμετείχε σε όλες τις πρόβες μαζί με άλλους καλλιτέχνες, φρόντιζε να διασκεδάζει ο λαός . Έδωσε  διαταγή  στα διαλείμματα  να δίνουν  δώρα καλοπιάνοντας το λαό, προσέφεραν φρούτα, γλυκά , ψημένα πουλιά κι λαχνούς
για να  κερδίσουν  σιτάρι, βόδια κι σκλάβους.
Ο Νέρωνας φημιζόταν  ότι προσέφερε πλούσια θεάματα,
 επιδείξεις  και άγρια όργια , συμμετείχε ο ίδιος , οι Ρωμαίοι  λάτρευαν τον Λεύκιο Δομίτιο . Τα  έκανε όλα μπρος την κοινή θέα
 έγινε πολύ δημοφιλής ένας ηδονοθήρας, άσωτος και κυνικός.
Χιλιάδες κόσμου  γέμισε το Αμφιθέατρο των Φλάβιων,
 Οι Ρωμαίοι  περίμεναν με αγωνία  τον Αυτοκράτορα,
Αδημονούσαν  πότε θα  αρχίσουν οι αγώνες.



 Μόλις ο Νέρωνας κι η συνοδεία του έφθασαν γρήγορα κατευθύνθηκαν προς το αυτοκρατορικό θεωρείο, ένας ψίθυρος έκανε το γύρω του Αμφιθεάτρου  κι αμέσως όλοι ξέσπασαν σε ζωηρά χειροκροτήματα.
Ο Βασιλιάς Ήλιος προσέφερε <<άρτον και θεάματα>>
δωρεάν κρασί και ατέλειωτες γιορτές .
Ο λαός γλεντούσε και μεθούσε από το πρωί ως το βράδυ.
Οι  Ρωμαίοι χαίρονταν πολύ  με  τον Αυτοκράτορα,
 ζούσαν την ευτυχισμένη εποχή του Νέρωνα.
Ο Νέρων Κλαύδιος Δρούσος Γερμανικός ,
 ο Απόλλων κι ο Ήλιος μαζί,
ποιητής , ηθοποιός, κιθαρωδός κι πεχλιβάνης
 αιμομίχτης, αδελφοκτόνος κι μητροκτόνος
έγινε το θηρίο της Αποκαλύψεως .
Με καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια , χοντρό λαιμό και μεγάλη κοιλιά είχε μέτριο ανάστημα με φακίδες στο πρόσωπο,
 βρώμικος , ξετσίπωτος, σκληρός κι ανήθικος , ανέμελος κι σπάταλος
έκανε ότι ήθελε δεν λογάριαζε κανέναν.
Μόλις οι Πραιτοριανοί πήραν θέσεις γύρω από το βασιλιά
 ξέσπασαν φωνές  εναντίον τους  κι έντονες αποδοκιμασίες ,
αμέσως ο Νέρωνας διέταξε κι αποσύρθηκαν .
 Δεν χρειαζόταν προστασία  , εξάλλου  ο λαός της Ρώμης  έκανε σωστή χρήση της ελευθερίας , εμπιστευόταν τον Αυτοκράτορα .
 Αμέσως  η ορχήστρα έπαιξε δυνατά ένα μοτίβο με τις σάλπιγγες και τα κύμβαλα, τους ζουρνάδες και τα τύμπανα  αναγγέλλοντας την έναρξη των αγώνων.
Η Αρένα γέμισε με τίγρης και λιοντάρια , έτρεχαν κυνηγημένα δεξιά και αριστερά, ένας  νέγρος από τη Νουδία εμφανίστηκε από το πουθενά. Χτυπώντας το μαστίγιο, προσπαθούσε να τιθασεύσει τα θηρία, οι φωνές τρόμαξαν τα ζώα , αγρίεψαν κι έγιναν  επιθετικά με τον κόσμο.

Μάταια ο νεαρός έκανε διάφορα τεχνάσματα  να  ηρεμήσει τα θηρία, αυτά αγριεμένα κινήθηκαν εναντίον του. Οι σκλάβοι των υπόστεγων  παρακολουθούσαν με προσοχή κι έδρασαν ακαριαία. Τοποθέτησαν  καιγόμενες μπάλες σε διάφορα σημεία της αρένας  , τις είδαν  τα ζώα κι  ηρέμησαν , οι φωτιές ετοιμάζονταν από πριν .
 Μετά με τέχνη  έσπρωξαν τα θηρία   σε μεγάλα κλουβιά κι έκλεισαν γρήγορα τις πόρτες.
Ο Νουδιανός μόλις  γλίτωσε, χοροπηδούσε από τη χαρά ενώ οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Ο Κόσμος της Ρώμης προτιμούσε το Αμφιθέατρο, έβλεπε  αίμα ζεστό
να  τρέχει  στην Αρένα, σπασμένα κεφάλια με τα μυαλά πεταμένα
 στα κάγκελα κι το στίβο.
Ήθελε θηριομαχίες και μονομαχίες , οι Ρωμαίοι οργάνωναν με μαεστρία τους αγώνες . Οι δουλέμποροι μονομαχοτρόφοι κέρδιζαν πολλά λεφτά , πωλούσαν ή νοίκιαζαν μονομάχους σε θεατρικούς επιχειρηματίες.
 Γι’ όσους ήξεραν, το μεγάλο μακελειό γινόταν έξω από τη Ρώμη σ’ ένα στρατόπεδο , οι μονομάχοι γυμνάζονταν μεταξύ τους,  επιβίωναν οι καλύτεροι, οι υπόλοιποι πέθαιναν κάνοντας  άσκηση.
Εκπαιδευμένοι υπάλληλοι καθάρισαν πολύ γρήγορα την Αρένα, έπειτα άνοιξαν τις μεγάλες καταπακτές κι αμόλησαν άγρια θηρία , αμέσως άρχισαν να κατασπαράζονται .
Λιοντάρια ορμούσαν σε αθώες ζέβρες, ύαινες Άλληλο- ξεσχίζονταν με πάνθηρες, ρινόκεροι έκαναν επίθεση  σε άγρια βουβάλια. Μόλις   η σφαγή έγινε πιο άγρια, θηριομάχοι πάνω σε άλογα ή ελέφαντες μπήκαν μέσα κι σκότωσαν ασύστολα τα υπόλοιπα θηρία,  όσα παρέμειναν ζωντανά.
Η αποθέωση του θανάτου που έγινε θέαμα ήταν όταν έριξαν ανθρώπους μες την αρένα
Οι καρτερικοί Έλληνες παρακολούθησαν συγκλονισμένοι το έγκλημα , πουθενά  δεν συνάντησαν κάτι παρόμοιο,  έμειναν μέχρι το τέλος πολύ περίεργοι  να δουν  τι θα γίνει. 




Οι καταδικασμένοι σε θάνατο οι << abbestiam damnati >>
Ήταν δούλοι ή ξένοι ,  καταδικάζονταν από τα δικαστήρια γι ασήμαντο αφορμή. Οι  νικητές στρατηγοί έφερναν χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου, οι πιο πολλοί  κατέληγαν στο Αμφιθέατρο , το Κολοσσαίο.
Οι απάνθρωποι Ρωμαίοι έριχναν τροφή   στα θηρία τους ταπεινούς και καταφρονεμένους , θεωρούσαν πως δεν είχαν πολιτική υπόσταση. Καμιά  φορά έστελναν στην κονίστρα και  πολιτικούς αντιπάλους , Πατρίκιοι , Συγκλητικοί και άλλοι αξιωματούχοι γνώριζαν τα βασανιστήρια της Αρένας .
Τα θηρία  κινήθηκαν αγριεμένα   κατά των ανθρώπων  και  κατασπάραξαν τις σάρκες , οι δύστυχοι μάταια εκλιπαρούσαν κι φώναζαν  βοήθεια. Το  πλήθος ζητωκραύγαζε θριαμβικά , γελούσε με την τύχη τόσων  αθώων .
 Όλοι  μαζί,
οι θεατές –εν χορό- εκστασιασμένοι από τη θέα του αίματος
 ζητούσαν κι άλλο αίμα κι άλλο θέαμα.
Ακολούθησε ένα μεγάλο διάλειμμα,
Αυτοκρατορικοί υπάλληλοι πέταξαν δωρεάν ψωμί μέσα από μεγάλα κοφίνια  στην πλέμπα της Ρώμης. Οι θεατές σπρώχνονταν με δύναμη κι έπεφταν ο Ένας πάνω απ’ τον Άλλον, ποιος θα πρωτοπάρει ένα κομμάτι ψωμί. Εδώ μορφώνονταν πολιτικά, καλλιεργούσαν το αισθητικό και ηθικό κριτήριο των Ρωμαίων  αιώνες τώρα.
Οι ήχοι απ’ τις σάλπιγγες προειδοποίησαν ότι οι αγώνες ξεκινούσαν πάλι.
Οι μονομάχοι γέμισαν την Κονίστρα , άοπλοι έκαναν διάφορες ασκήσεις και παιχνίδια, πειράζονταν και συζητούσαν φιλικά  αδιαφορώντας φαινομενικά για το μέλλον .



 Ο   Αυτοκράτορας έδωσε το σύνθημα κι οι πολεμιστές αποσύρθηκαν σε ιδιαίτερους χώρους αναμονής , περίμεναν με ποια σειρά  θα κληρωθούν .
Έπειτα τα ζευγάρια των Μονομάχων έβγαιναν έξω κι έκαναν το γύρω της Κονίστρας ,  κρατούσαν τα ξίφη παρατεταμένα ψηλά κι οι θεατές έβλεπαν πόσο ακονισμένα είναι. Mόλις  έφθαναν μπρος από την αυτοκρατορική εξέδρα φώναζαν.
                       
                                            Ave Caesar
                                        Morituti te salutant

Mια μεγάλη ανατριχίλα κυρίευσε την ψυχή του πολύπαθου Οδυσσέα και των καρτερικών συντρόφων, ένιωσαν τόσο κοντά το θάνατο,
 θέλησαν να τον εξημερώσουν. Λίγες  φορές  συνάντησαν τόσο γενναίους άνδρες , αψηφούσαν αλόγιστα  τα πάντα.
 Ο θάνατος του Άλλου ήταν- η ζωή τους ,
παρέμεναν ζωντανοί μόνο εάν κατόρθωναν
  να νικήσουν τον αντίπαλο.
Πολλά ζευγάρια μονομάχησαν ικανοποιώντας τη δίψα των θεατών για αίμα, ώσπου  έμειναν οι δυο καλύτεροι μονομάχοι της Αυτοκρατορίας .
Ο πρώτος ήταν ένας θηριώδης άνδρας από την Παρθία με το ψευδόνυμο Ατρόμητος , ο δεύτερος ο απελεύθερος Ιούλιος μπορούσε να παρατήσει τους αγώνες αλλά μονομαχούσε ακόμη κερδίζοντας χρήμα κι  δόξα.
Και οι δυο παρουσιάστηκαν μαζί  στον Αυτοκράτορα,
 έκαναν μια μεγάλη υπόκλιση ενώ το πλήθος παραληρούσε.
Στην αρχή αγωνίζονταν συγκρατημένα ώσπου ο αγώνας έγινε ανελέητος.


 Αν και  μονομάχησαν  πολύ ώρα τίποτα δεν έδειχνε  ποιος θα είναι ο νικητής. Ο Ένας χτυπούσε τον Άλλον   αλύπητα κάτω από τον καυτό ήλιο και τα κορμιά  γυάλιζαν από τον ιδρώτα. Κάποια στιγμή ο Ιούλιος παραπάτησε λίγο κι έπεσε κάτω, γρήγορα ο Ατρόμητος έριξε πάνω του  το δίχτυ από λινάρι με τα βαρίδια γύρω από τις άκρες , μετά  με το τριγωνικό μαχαίρι  προσπάθησε να τον ακινητοποιήσει προβάλλοντας την τρίαινα .
Ο Ιούλιος  είχε χαραγμένο   ένα ψάρι στη μετώπη της περικεφαλαίας , αντιστάθηκε λυσσαλέα προβάλλοντας την τετράγωνη ασπίδα του και με το μαχαίρι που κρατούσε με το άλλο χέρι προσπάθησε να κόψει το δίχτυ.
Το πλήθος σηκώθηκε όρθιο απ’ την αγωνία, πότε φώναζε υπέρ του ενός και πότε υπέρ του άλλου , έγινε  έξαλλο , είδε τον Ιούλιο πως σερνόταν κι πολεμούσε απελπισμένα για την ζωή τους κι εκστασιάστηκε.
Ο Ατρόμητος  περιέπαιζε τον Ιούλιο , έλεγε ειρωνικά,
 Γιατί μου ξεφεύγεις Γαλάτη ;
Εγώ θέλω να πιάσω εσένα
      κι όχι το ψάρι
προκαλώντας το γέλιο του κόσμου.
Ο Ατρόμητος  στρίμωξε γερά τον απελεύθερο , έβαλε την τρίαινα γύρω από το λαιμό του, γονάτισε από πάνω  κρατώντας με το άλλο χέρι το μαχαίρι, έτοιμος να δώσει το τελειωτικό χτύπημα .
  Περίμενε μόνο το σύνθημα των θεατών ,
 κοίταζε με αγωνία  ψηλά προς τις κερκίδες .
 Ο Ιούλιος νικημένος ολοκληρωτικά ζήτησε χάρη
 σήκωσε ψηλά το χέρι με τεταμένο το δείκτη.
Οι θεατές  ενθουσιάστηκαν από την εξουσία ,
η ζωή του Μονομάχου εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτούς .
 Για  λίγο έμειναν μετέωροι, δίσταζαν να αποφασίσουν τι θα κάνουν,  μια θανάσιμη Σιωπή απλώθηκε σ’ όλο το Αμφιθέατρο δεν ακουγόταν Τίποτα παρά  μόνο οι ανάσες των θεατών , όλα κρέμονταν από μια κλωστή.




 Εντελώς απρόσμενα,
 κάποιοι από τα πάνω διαζώματα ύψωσαν τα δάκτυλα
κι φώναξαν δυνατά  - μ ί σ σ ο υ μ - .
Όλα τα βλέμματα στράφηκαν ψηλά  να δουν ποιοι  χάριζαν τη ζωή σ’ ένα Μονομάχο, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για τους Ρωμαίους
αλλά δεν διέκριναν τίποτα .
Τότε οι θεατές σαν από θαύμα  σήκωσαν ψηλά τα δάκτυλα ,
 χάρισαν τη ζωή στον Ιούλιο .
Μόνο οι σύντροφοι είδαν τον πολυμήχανο Οδυσσέα πώς έτρεχε σκυφτός και  κατάλαβαν ποιος φώναξε  –μίσσουμ- .
Μέχρι οι δούλοι να ετοιμάσουν την αρένα , οι Ρωμαίοι  πήραν μια ανάσα, έμειναν συγκλονισμένοι απ’ τη μονομαχία. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να συνέλθουν κι ο επόπτης με διαταγή του Αυτοκράτορα έκανε σήμα
 κι άρχισε  το επόμενο αγώνισμα
Οι περίφημοι αρματοδρόμοι της Συρίας εμφανίστηκαν αγέρωχοι,  έτρεχαν  δαιμονισμένοι κάνοντας  το γύρω της Κονίστρας .
 Το  πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές όταν καμιά τριανταριά μονομάχοι μπήκαν από την ανατολική είσοδο  με αρχηγό τον Βαλέριο Μάξιμο.
Ο  Ρωμαίος στρατηγός  καθαιρέθηκε από τον Νέρωνα επειδή  δεν υπάκουσε σε διαταγές , πουλήθηκε σκλάβος στα παζάρια της Ανατολής κι επέστρεψε μονομάχος στη Ρώμη. Σαν  γνήσιος Ρωμαίος  ήθελε να πάρει εκδίκηση από τον αυτοκράτορα  για την αδικία , ότι κακό  έκαναν  σε αυτόν και την οικογένεια του.
Αμέσως οι άνδρες του Βαλέριου μαζεύτηκαν  γύρω απο τον εαυτό τους,   κι έβαλαν μπροστά τις τεράστιες ασπίδες ως προστασία.
Οι αρματοδρόμοι μαζί με τους ιππείς έκαναν   κύκλους γύρω από τους Μονομάχους κι έριχναν  με μανία ακόντια και  θανατηφόρα  βέλη.

 Αμύνονταν γενναία ο Μάξιμος κι οι  άνδρες του,
 αντιστέκονταν  σε κάθε  επίθεση των εχθρών  .
Ένα άλλο σμήνος Μονομάχων 
Επιτέθηκε  με άγριες διαθέσεις . Οι Ρωμαίοι του Βαλέριου πολεμούσαν Σώμα με  Σώμα εναντίον πολυαριθμότερων αντιπάλων , η μάχη  εξελίχθηκε σε σφαγή, μετατράπηκε σε  ένα πόλεμο ανελέητο, άνισο ,
οι λεγεωνάριοι μάχονταν ατρόμητοι .

Το θέαμα  έγινε φρικιαστικό,
Ακέφαλα σώματα προχωρούσαν σαν τυφλά κι έπειτα σωριάζονταν κάτω. Οι μονομάχοι  ξεκοιλιασμένοι σέρνονταν με τα εντόσθια πεταμένα έξω  πάνω από το χώμα , μάταια ζητούσαν βοήθεια, εκλιπαρούσαν  να τους σκοτώσουν.
Υπήρχαν  χέρια κομμένα καταγής, ακούγονταν βογκητά κι οι άγριες φωνές των μονομάχων, οι πιο τυχεροί πολεμούσαν ακόμα.
Ένα απίστευτο μακελειό συντελούνταν μπρος  τα μάτια των θεατών .

 Ο  πτολύπορθος Οδυσσέας και οι πολύστονοι εταίροι έγιναν μάρτυρες ενός φρικιαστικού θεάματος . Η μάχη συνεχιζόταν ακόμα ,
 οι επιτιθέμενοι έχασαν πολλούς άνδρες κι
 οπισθοχώρησαν ντροπιασμένοι.
 Στην  Κονίστρα έμειναν μόνο ο Βαλέριος Μάξιμος κι οι άνδρες του εξουθενωμένοι από τη μάχη.
Το πλήθος αποθέωσε όρθιο τους μονομάχους ,
 ζητωκραύγαζαν ενθουσιασμένοι υπέρ
 του Ρωμαίου στρατηγού κι των γενναίων λεγεωνάριων.
Μετά απ’ Αυτό το φονικό κανείς δεν είπε τίποτα,
 όλοι ήθελαν λίγο χρόνο να συνέλθουν.
Οι δούλοι με τα καρότσια, τα φτυάρια και  με τσουγκράνες  μπήκαν 
  κι καθάρισαν την Αρένα απ’ τα συντρίμμια, τα πτώματα κι ότι άλλο απόμεινε από τη μάχη.




Κατέβρεξαν το στίβο με νερό  να καθίσει η σκόνη, μετά με ειδικές σβάρνες που τις έσερναν άλογα έστρωσαν την άμμο κάνοντας επίπεδο τον αγωνιστικό χώρο.
 Οι  θεατές ετοιμάστηκαν γρήγορα , περίμεναν με αγωνία την επόμενη πράξη του δράματος .
 Αμέτρητοι  σκλάβοι κι υπάλληλοι του αμφιθεάτρου έστησαν  πασσάλους , γέμισαν την Κονίστρα. Κατόπιν  έσερναν κατά χιλιάδες τους Χριστιανούς και  έδεναν πάνω πισθάγκωνα  τους  δύστυχους .
Κυκλοφορούσε  μια περίεργη φήμη  πως έτρωγαν τα παιδιά  κι έκαναν φοβερά εγκλήματα . Έλεγαν ότι συναντιόνταν κρυφά σε απομακρυσμένα σπίτια κι επιδίδονταν σε όργια κι αιμομιξίες .
 Οι  βασανιστές  χτυπούσαν βίαια με μαστίγια τα γυμνά σώματα κι αυτοί οι κακότυχοι υπέμειναν καρτερικά τα πάνδεινα.
 Οι  Ρωμαίοι με αγωνία περίμεναν τη συνέχεια ,
 το θέαμα έγινε βαρετό, τότε ένα αιλουροειδές πήδηξε μες την Αρένα, φορούσε  το δέρμα  άγριου ζώου με μάσκα πάνω από το  κεφάλι
Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας αυτοπροσώπως
 όρμησε εναντίον  των Χριστιανών ,
χωρίς αιδώ άρχισε να κατασπαράζει κι να βίάζει άγρια άνδρες
και γυναίκες μαζί.
Ακολούθησε  ένα  άλλο θηρίο  μεταμφιεσμένο,
ένας θηριώδης μονομάχος , ο απελεύθερος Δορυφόρος ,
 ο άνδρας του Νέρωνα  τον έδειρε γερά κι τον βίασε τρελά μπρος
 τα μάτια όλης της Αυτοκρατορίας.
Αυτός βογκούσε φανερά ικανοποιημένος κι έβγαζε ξεφωνητά
 βιασμένης παρθένου .
Όλο το Αμφιθέατρο γελούσε και κορόιδευε με την ψυχή του,
 εμφανώς ευχαριστημένο επειδή είχε έναν τέτοιο Αυτοκράτορα,
  διασκέδαζε τόσο τον κόσμο κι έκανε τα πάντα για το Λαό.



Με το που τέλειωσαν τα καμώματα του Πεχλιβάνη,
 εμφανίστηκαν οι Δήμιοι με μαύρα ρούχα, φορούσαν κουκούλες κι χωρίς προειδοποίηση  θέριζαν αδιακρίτως  τα  κεφάλια των Χριστιανών με μεγάλα τσεκούρια.
Δεν άντεξαν ο πολυμήχανος Οδυσσέας και οι πολύπαθοι σύντροφοι,
 πήδηξαν  στην Κονίστρα, και με τρομερή τέχνη επιτέθηκαν κατά των Δημίων  ελευθερώνοντας τους Χριστιανούς.
Πάγωσε το  Κολοσσαίο
Όλοι αναρωτήθηκαν ποιοι είναι Αυτοί,
Αν είναι μέρος του προγράμματος ή αν έγινε εξέγερση .
Ο κόσμος  χειροκρότησε αμέσως τους άγνωστους πολεμιστές,
Κανένας στη Ρώμη δεν συμπαθούσε τους Δήμιους.
Γρήγορα  ο Νέρωνας σηκώθηκε όρθιος ,
 με δυνατή φωνή κι ύφος επιδεικτικό 
ρώτησε ειρωνικά παίζοντας θέατρο.
Ποιος είσαι εσύ ωραίε ξένε
Πως ελευθερώνεις μ’ Αυτό τον τρόπο
 τους άθλιους Χριστιανούς, δεν έχεις  καμιά διαταγή.
 Ο  πτολύπορθος Οδυσσέας  πλημμυρισμένος από ιερή οργή
 απάντησε με δυνατή φωνή,
Τέτοια ώστε σείστηκε το Αμφιθέατρο.
Ο Κ α ν έ ν α ς.
 Κι ο   Νέρωνας  είπε συγκλονισμένος
Γενναίε ξένε
Μιλάς σαν Έλληνας





Όπως ο μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης.
 Έτσι  απάντησε ο θεϊκός Οδυσσέας 
κι αιφνιδίασε τον κύκλωπα Πολύφημο,
όταν μαζί με τους συντρόφους ξέφυγαν από τη σπηλιά
που  τους κρατούσε φυλακισμένους.
Επειδή θαυμάζω πολύ την Ελλάδα,
Σας επιτρέπω
 μαζί με τους Χριστιανούς Σας
να φύγετε όσο είναι καιρός ,
 αλλιώς οι Πραιτοριανοί είναι έτοιμοι να επέμβουν.
Σας δίνω λίγο χρόνο να σωθείτε
Προς δόξα του Ρωμαϊκού λαού και του Κόσμου
Μια και είναι δικός μου.

                                   Ave  Geasar  
                          Οι τελευταίοι ελεύθεροι
                                  Σε χαιρετούν

Είπε ο πρωτοήρωας Οδυσσέας κι χαιρέτησε τα πλήθη , οι Ρωμαίοι   τον  επευφήμησαν ενθουσιασμένοι. Έκανε νόημα κι οι Χριστιανοί έτρεξαν γρήγορα  προς την έξοδοοι Πραιτοριανοί με αρχηγό τον μονόχειρα Βρούτο κινούνταν ήδη  απειλητικά εναντίον των απελευθερωμένων.
Όλοι μαζί ,
Οι  Χριστιανοί  μπροστά , οι  σύντροφοι οπισθοφυλακή
και ο πτολύπορθος  Οδυσσέας  έφυγαν με τάξη.
Χάθηκαν  κάτω από τις καταπακτές και τα μυστικά περάσματα,  ακολούθησαν τους κρυφό-Χριστιανούς- υπαλλήλους του Αμφιθεάτρου,  ήξεραν καλά τις διόδους και την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του κτιρίου.




 Έφθασαν όμως σε αδιέξοδο, σ’ ένα διάδρομο που δεν οδηγούσε πουθενά, οι οδηγοί  ψηλάφισαν στα σκοτεινά, έσπρωξαν λίγο τον τοίχο κι αμέσως εμφανίστηκε ένα μυστικό πέρασμα.
 Οι Χριστιανοί ξέσπασαν σε φωνές χαράς , κατέβηκαν τις πέτρινες σκάλες  ακριβώς κάτω από την Κονίστρα. Ύστερα πέρασαν από δαιδαλώδεις διαδρόμους , άφωνοι ανακάλυψαν  μια Πόλη κάτω από την πόλη,  ένας ολόκληρος κόσμος ζούσε με εκπληκτική  αρμονία και τάξη.
Οι άνθρωποι της κατακόμβης υποδέχθηκαν θερμά τους Έλληνες αλλά με μεγάλη δόση αυτοσυγκράτησης, πρόθυμα έδωσαν ρούχα κι άλλαξαν, έτσι δεν θα  αναγνώριζε κανείς ποιοι είναι.
Μετά οι αρχηγοί των Χριστιανών  οδήγησαν τον κόσμο
 σε μια τεράστια αίθουσα , φωτιζόταν ελάχιστα από το φως των κεριών,  μετά βίας έβλεπε ο ένας τον άλλον.
 Υπήρχαν  άνθρωποι από όλες τις φυλές ,
Έλληνες κι Ρωμαίοι, Εβραίοι κι Γερμανοί, Ισπανοί, Σύριοι κι Αιγύπτιοι,
Όλοι μαζί λάτρευαν το Νέο Θεό,
έψελναν τα ιερά κείμενα κι διάβαζαν  κατά ομάδες από βιβλία, οι πιο πολλοί ήξεραν τις ψαλμωδίες απ΄ έξω.
Εδώ βρισκόταν η αβασίλευτη βασιλεία του Θεού,
 φτιαγμένη με ιδρώτα και αίμα.
Ο  ομαδικός τάφος των αδυνάτων  , οι χιλιοβασανισμένοι πέθαιναν ανώνυμα με τη μνήμη χαραγμένη πάνω από το νερό ,
 Ενώ   οι  ψυχές   φτερούγιζαν σαν τα πετάγματα των πουλιών.
 Ο  πολύμορφος Οδυσσέας και οι πολύπαθοι  σύντροφοι,
-Αυτοί οι Μεταχριστιανοί- έμειναν λίγο ακόμα κάτω στις κατακόμβες
  κι διδάχτηκαν από κοντά τη νέα Θρησκεία.




 Έζησαν μαζί με τους πρώτους Χριστιανούς
 γνώρισαν καλά τους αρχηγούς , αυτοί  θα άλλαζαν τον Κόσμο.
Στη Ρώμη τα εσωτερικά όρια  υφίστανται – υπάρχουν, η ομορφιά διαδέχεται την ομορφιά. Οι αψίδες του θριάμβου, οι τύμβοι και τα θέατρα, τα μάρμαρα κι οι κίονες με τα κιονόκρανα συνυπάρχουν όλα μαζί , είναι θραύσματα του χρόνου. Οι    πύργοι, οι αγορές, τα λατομεία   τα σπίτια κάνουν το γίγνεσθαι όπου  έζησαν οι νικητές και οι νικημένοι.
Ο πρωτοήρωας Οδυσσέας και οι μεγάθυμοι εταίροι
 Περπατούσαν χαρούμενοι στη στοά της Οκταβίας δίπλα σε μια τεράστια σύνθεση του Μέγα Αλέξανδρου και των στρατηγών του όταν έδωσαν την περίφημη  μάχη του Γρανικού ποταμού,
ένα έργο ζωγραφισμένο από τον πολύφημο Λύσιππο.
 Οι Έλληνες ανυποχώρητοι προχωρούσαν εξουθενωμένοι
απ’ την -Αιώνια Επιστροφή-,
πλήρης απ’ τη γνώση του κόσμου μετρούσαν  το  ά ν ο ι γ μ α .
Έρχονταν απ’ την κόλαση του Αμφιθεάτρου κι οι ψυχές 
φλέγονταν από μια Άλλη λάμψη.
Οι καρτερικοί Ιθακήσιοι βίωναν μακριά από την Ιθάκη  τον πολύπαθο Νόστο , το λαβύρινθο του κόσμου, ζούσαν με ευφυία ,
 πονηριά και μ’ όνειρο. Γνώριζαν πως ο αγώνας ίσως
 είναι μάταιος, καταδικασμένος ν’ αποτύχει.
Απόλυτη γαλήνη επικρατούσε παντού , δεν άκουγαν παρά μόνο τον αέρα     θαύμασαν την παλλάδα Αθηνά , κάλυπτε όλο τον τοίχο,
  Το έργο έγινε από τον πολύμυθο Φειδία,
Η θεά της Σοφίας άφησε κάτω τα όπλα  και κρατούσε μια λύρα ,
 ένα χειρόγραφο κι ένα πίνακα, κοιτάχθηκαν έντονα κι χαμογέλασαν,
  το νόημα του έργου έλεγε καθαρά  ποια είναι η αλήθεια.




Οι πολύτροποι Ιθακήσιοι έψαχναν τη δικαίωση του ανθρώπου,
αναζητούσαν  ένα πολιτικό άνοιγμα πέρα απ’ την εξουσία, πέρα από την τέχνη του πολέμου  να αποκαλύπτει  το Παιχνίδι του Κόσμου.
Πολεμιστές της Φωτιάς προορίζονταν για την Ολική Ανατροπή. Όργωναν τις θάλασσες κι υπάκουαν μόνο σε μια  αδήριτη Ανάγκη, ζούσαν  τη γέννηση κι το θάνατο μαζί.
 Συνέχισαν  με ενδιαφέρον την περιδιάβαση ,  θαύμασαν παρά δίπλα μια άλλη Αθηνά, την Αθηνά του περίφημου Πραξιτέλη , πρόβαλλε εξαίρετα την Ελληνική ομορφιά κι αισθάνθηκαν υπερήφανοι.
 Όλοι μαζί,
 έκαναν το ταξίδι του γυρισμού- πέρα από τα όρια, μετρούσαν
 τις δυνάμεις  φλεγόμενοι από περιέργεια.
Οι Κολασμένοι της Ρώμης προκαλούσαν την Ύβρη, αποκάλυπταν τον κύκλο της κίνησης των άστρων, την εξέλιξη της Τέχνης και της Επιστήμης  . Ακατάβλητοι από το χάσμα του ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ ζούσαν την -Τελική Συγχορδία -του μεγάλου χρόνου παρά την Εισαγωγή του.
Τα φύλλα  είχαν γεμίσει τους δρόμους, η μεγάλη ζέστη βοήθησε να γίνουν ξερά σαν άχυροεκείνο το καλοκαίρι  έκανε μεγάλη ξηρασία. 
Η  φοβερή άπνοια δημιούργησε αφόρητη ατμόσφαιρα.
Ο αέρας μύριζε καπνό, ίσως κάποια συνοικία της Ρώμης  πήρε φωτιά και οι πυροσβέστες έτρεχαν να  σβήσουν την πυρκαγιά.
Η Ρώμη καίγεται φώναζε ο κόσμος κι έτρεχε αλλόφρων στους δρόμους  .
Ο πολυμνήμων Οδυσσέας και οι πολύπειροι σύντροφοι είδαν τις πλαγιές του Αβεντίνου  πως καίγονταν ολοσχερώς ,  μετά βίας  ανέπνεαν.
 Παντού  ακούγονταν φωνές , αλαλαγμοί, βούκινα και μια παράξενη βουή από μακριά, ήταν ο ήχος της φωτιάς ,  επεκτεινόταν πολύ γρήγορα. Φλεγόταν  ο Παλαντίνος , η φωτιά σάρωνε στο πέρασμά της τα πάντα, αφάνιζε ολόκληρα τετράγωνα με σπίτια κι καταστήματα δημιουργώντας τεράστια σύννεφα

Ο ιππόδρομος κάηκε σ’ ελάχιστα λεπτά, ο κόσμος μαζεύτηκε έξαλλος γύρω απ’ την πυρκαγιά, άλλοι έτρεχαν φωνάζοντας κι άλλοι σε μεγάλο πανικό δεν ήξεραν τι έκαναν . Οι ψυχραιμότεροι  άνοιγαν χαντάκια με την καθοδήγηση των νυχτοφυλάκων , δημιουργούσαν  ζώνες ασφαλείας  να μην επεκταθεί η φωτιά.
Έφιπποι αγγελιοφόροι έτρεχαν σαν τρελοί κι μετέφεραν τα νέα , έπρεπε να υπάρξει  στοιχειώδης συντονισμός , βιάζονταν  να προλάβουν χειρότερα δεινά .  Ο κόσμος φοβόταν την αταξία, το χάος και τις λεηλασίες , τι θα συνέβαινε μετά την πυρκαγιά.
 Οι κάτοικοι κατέβρεχαν τους δρόμους και τα σπίτια προληπτικά, αμέτρητα γυναικόπαιδα, σκλάβοι κι υπηρέτες μαζεύτηκαν μες τους κήπους των ανακτόρων για προστασία.
Ο Νέρωνας έλειπε στο Άντιο κι έτσι  τα κτίρια και ο κήπος ήταν έρημα, έμειναν πίσω μόνο οι κηπουροί κι οι  υπηρέτες.
Μια φλόγα τεράστια έκαψε λίγο τα μαλλιά και το πρόσωπο του πολύπαθου Οδυσσέα, δίπλα   οι καρτερικοί εταίροι παρακολουθούσαν ανήμποροι το κακό, η Ρώμη καίγεται ολοσχερώς έλεγαν κι ξανάλεγαν.
 Η  φωτιά  προχωρούσε ανεξέλεγκτη , αφάνιζε συνοικίες ολόκληρες , μαγαζιά, σπίτια κι στάβλοι, άλογα κι βόδια έγιναν παρανάλωμα .
Ένα  μεγαλειώδες θέαμα εκτυλισσόταν μπρος τα μάτια των Ρωμαίων.
Οι λαφυραγωγοί έτρεχαν σαν τρελοί , κρατούσαν μπόγους γεμάτους χρυσαφικά, κανείς δεν έδινε σημασία όλοι κοίταζαν πως θα σωθούν.
Τα παιδιά έκλαιγαν φοβισμένα κι φώναζαν τις μητέρες  ,
 άλλοι πάλι κάθονταν έξω από τα  σπίτια, δίσταζαν  να τα εγκαταλείψουν  ποιος θα τα προστάτευε από τη φωτιά.
 Οι  Ρωμαίοι ρωτούσαν με αγωνία τι κάνει ο Νέρωνας ,
Η Πόλη χρειαζόταν μέτρα έκτακτης ανάγκης ο Αυτοκράτορας
  δεν γύρισε από το Άντιο , τι  περιμένει.















Κυκλοφόρησε  η φήμη από στόμα σε στόμα πως ο Νέρωνας έβαλε τη φωτιά, αυτόπτες μάρτυρες είδαν στρατιώτες να βάζουν φωτιά με πυρσούς καίγοντας τις φτωχογειτονιές που είχαν ξύλινα σπίτια.
 Υπήρχε τέτοια σύγχυση κι αναταραχή, τέτοιος πανικός ώστε κάποιοι υποστήριζαν πως    οι Χριστιανοί διέδιδαν τις φήμες. Έλεγαν πως σήκωναν τα χέρια ψηλά  και φώναζαν ότι έφθασε η ώρα της Κρίσεως .
Ο Νέρωνας επέστρεψε εσπευσμένα
 ζήτησε κι είδε  τον Τιγκελίνο,
 μαζί κατέστρωσαν ένα εμπνευσμένο σχέδιο για τη σωτηρία της Ρώμης.
 Ο Αυτοκράτορας έδωσε διαταγή κι εκκενώθηκαν συνοικίες ολόκληρες , οι κάτοικοι πήγαν  σε ασφαλείς περιοχές , οι κήρυκες κι οι στρατιώτες μετέφεραν τον κόσμο κατά χιλιάδες.  
Ο Θείος Αυτοκράτορας με τη φρουρά του προίστατο κι έδινε εντολές , καπνισμένος και καταϊδρωμένος περπατούσε στη φλεγόμενη Ρώμη,
  έδινε κουράγιο σε όλο τον κόσμο. Διέταξε κι μοιράστηκαν  τρόφιμα από τις αυτοκρατορικές αποθήκες .
Οι   γιατροί   φρόντιζαν τους τραυματίες με προσοχή.
Μερικοί Ρωμαίοι   είπαν ανοιχτά 
Πως ο Νέρωνας κι οι Πραιτοριανοί έφταιγαν ,  έφεραν τη συμφορά,
αλλά αυτός μεγαλόψυχος έδειξε κατανόηση.
Ο πολυτλήμων Οδυσσέας και οι πολύπαθοι εταίροι πήγαν σε ασφαλή περιοχή , γλύτωσαν την τελευταία στιγμή ,  τα μάτια τους  έγιναν κατακόκκινα από τον καπνό.
Ο τρομερός Νέρωνας,
 φορούσε χλαμύδα με στεφάνι στα μαλλιά και κρατούσε την κιθάρα,
  περίμενε τους φίλους  στους κήπους του Μαικήνα.
 Πολλοί Ρωμαίοι έστησαν  μεγάλο φαγοπότι, χάζευαν με δέος την πυρπολημένη πόλη , οι τεράστιες φλόγες κι οι καπνοί σκέπαζαν τον ουρανό της Ρώμης.














Ο ποιητής Αυτοκράτορας ,
  ανέβηκε αυτή τη φοβερή Νύχτα στον πιο ψηλό πύργο του κήπου,
  κι ενώ  ο θόρυβος της πυρκαγιάς  μαινόταν κάτω από τα πόδια του-, απήγγηλλε στίχους λέγοντας πως θα έμεναν  στους αιώνες.
Ο Νέρωνας  τραγούδησε εκστασιασμένος την πυρπόληση της Τροίας
 τραγούδησε  με τη βοήθεια του Απόλλωνα που υπαγόρευε μέσω αυτού τις στροφές , η στεντόρεια φωνή του ακουγόταν δυνατή αλλά έσβηνε από το χάος της φωτιάς.
Η εκροή λιωμένων μετάλλων απ’ τους ναούς και τα σπίτια βάραιναν την ατμόσφαιρα, καταστράφηκε μέρος της πόλης κι η ανοικοδόμηση θα έπαιρνε χρόνια . Ευτυχώς  ο αέρας άλλαξε την κατεύθυνση της φωτιάς κι προστάτευσε τις άλλες συνοικίες.
 Τα πρωινά οι φωτεινές ανταύγειες έδιναν στη φωτιά ακόμη μεγαλύτερη λάμψη, έκαναν το θέαμα συγκλονιστικό, όλα όμως έδειχναν μετά από μερικές μέρες πως η μεγάλη έξαρση  πέρασε.
Ο πολύφρων Οδυσσέας και οι πολύπλαγκτοι εταίροι έμειναν έκπληκτοι από την άριστη οργάνωση και τη συστηματική δουλειά των Ρωμαίων.
 Η  Πόλη καθάρισε γρήγορα απ’ τα χαλάσματα, οι άστεγοι μεταφέρθηκαν σε κατασκηνώσεις που έστησε ο στρατός ενώ από άλλες περιοχές έφεραν ρούχα και οικιακά σκεύη.
Ο Νέρωνας μεγαλειώδης όπως πάντα αποφάσισε πως η πόλη θα κτιζόταν  από την αρχή  με μεγάλους δρόμους και φωτεινές πλατείες.
Για  αυτό έδωσε πλούσια δάνεια στους πολίτες  να κατασκευάσουν σπίτια κι επέβαλλε καινούργιο κανονισμό.  Όμως  κράτησε  για τον εαυτό του, τις καλύτερες εκτάσεις μεταξύ του Καίλιου και του Ισκυλίνου όπου έχτισε το Χρυσό Παλάτι, τότε τον κατηγόρησαν ανοιχτά ότι αυτός έβαλε τη φωτιά
















Ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή  κι αύξησαν τη φορολογία σ’ όλη την αυτοκρατορία,  έτσι η ανοικοδόμηση της Ρώμης έγινε πολύ γρήγορα με την εισροή των χρημάτων.
Κτίστηκαν καινούργια θέατρα, ναοί , ιππόδρομοι,
αμέτρητα καραβάνια κουβαλούσαν οικοδομικά υλικά μέρα- νύχτα.
 Η ζωή των Ρωμαίων έγινε μια κόλαση, έχασαν τα πάντα, άρχισαν  πάλι από την αρχή.  Κανείς  πλέον δεν διασκέδαζε , τέρμα οι παρελάσεις , τα φαγοπότια κι ο ιππόδροπος σταμάτησαν εντελώς.
Οι υποψίες όλων  στράφηκαν εναντίον των Εβραίων πως αυτοί έβαλαν τη φωτιά . Το μίσος που ένιωθαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι κι ευγενείς ήταν δεδομένο εδώ και πολύ καιρό,
 από όταν ο Ιούλιος Καίσαρας έφερε τους Ιουδαίους στη Ρώμη.
Οι Εβραίοι πάλι κατηγόρησαν τους Χριστιανούς , έλεγαν
 πως δεν  θα φορτώνονταν τα  εγκλήματά των άλλων ,
ότι φοβερό κι τρομερό  έκαναν .
Είπαν πως αυτοί έβαλαν τη φωτιά και ότι οι ίδιοι δεν είχαν καμιά σχέση, άλλωστε υπήρχαν μεγάλες θρησκευτικές διαφορές μεταξύ τους.
Αν και ο Ιησούς ήταν Εβραίος και οι Εβραίοι διέδωσαν τη διδασκαλία του, εξηγούσαν σε όλους τη διαφορά μεταξύ του Μεσσία των Χριστιανών και Αυτού των Εβραίων.
Όλα αυτά μεταφέρονταν  στον Νέρωνα , άκουγε σκεπτικός μέχρι να πάρει τις οριστικές αποφάσεις , γνώριζε καλά τις κατηγορίες ότι αυτός έβαλε τη φωτιά . Έτσι δεν άργησε πολύ ο Βασιλιάς Ήλιος , έδωσε διαταγή κι άρχισε ο διωγμός κατά των Χριστιανών με την κατηγορία ότι αυτοί έβαλαν τη φωτιά .
Αμέσως ο Τιγκελίνος κι η αστυνομία έκαναν εφόδους σε διάφορα μέρη, έπιαναν βίαια κι φυλάκιζαν χιλιάδες αθώους ανθρώπους.
 Οι  Ρωμαίοι ρωτούσαν πονηρά εάν είναι πιστοί κι αυτοί απαντούσαν θετικά , οι δύστυχοι δεν γνώριζαν τι θα πάθουν.














Οι Εβραίοι αφήνονταν ελεύθεροι, οι στρατιώτες έκαναν έλεγχο κι έβλεπαν την περιτομή , όπως κι οι Ρωμαίοι πολίτες εάν  έπιαναν κάποιον κατά λάθος.
 Ο πολυπενθής Οδυσσέας και οι πολύστονοι σύντροφοι παρακολουθούσαν έκπληκτοι,  ξεκίνησε ένα φοβερό κύμα διώξεων ,
 ο καθένας μπορούσε να βρεθεί μπλεγμένος , όλοι θεωρούνταν ύποπτοι.
Η φήμη ότι οι χριστιανοί συλλαμβάνονταν επειδή έβαλαν τη φωτιά, εξαπλώθηκε παντού .
 Πολλοί  κακόβουλοι και φθονεροί άνθρωποι έλεγαν  φοβερά πράγματαΌτι   ήταν παρόντες όταν οι Χριστιανοί με πυρσούς έβαλαν τη φωτιά κι έπειτα πήγαν πάνω στον Αβεντίνο, κι έψαλλαν όλοι μαζί ψαλμωδίες   επειδή επιβεβαιώθηκαν οι προφητείες .
 Μερικοί βρήκαν ευκαιρία κι λεηλάτησαν άγρια τα σπίτια και τα καταστήματα των πιστών. Ο  Όχλος  επιτέθηκε  σε Χριστιανούς και σε Εβραίους  χτυπώντας   άσχημα τα θύματα,
 Πολλοί οδηγήθηκαν με το ζόρι στη δικαιοσύνη. Έξη χιλιάδες κρατούμενοι μαζεύτηκαν σε διάφορα πεδία των ασκήσεων.
 Οι  φυλακές  γέμισαν από πιστούς ,  αυτοί οργανώνονταν σε ομάδες ,
 οι πιο πρακτικοί  συζητούσαν με ποιο  τρόπο θα αντιμετωπίσουν
την κατάσταση, ενώ άλλοι προσεύχονταν  κι έψαλλαν ύμνους.
Οι Πραιτοριανοί  απέσπασαν αρκετές ομολογίες ,
τις  πήραν  με φρικτά βασανιστήρια.
 Πολλοί   πιστοί δεν άντεξαν τον πόνο υπέκυπταν μισό πεθαμένοι.
 Οι  βασανιστές έβγαζαν με τανάλιες τα νύχια αφού πρώτα ξέσχιζαν τις σάρκες με λουριά που είχαν πάνω μυτερά σύρματα.


















Βίαζαν  ομαδικά τις γυναίκες κι έπειτα  έδερναν   μέχρι θανάτου τις δύστυχες για να ομολογήσουν.
 Οι  ζωές των ανθρώπων έπεφταν σαν φύλλα, χαραμίζονταν παγώνοντας το μέλλον  , κυριαρχούσε ο πανικός , ο όλεθρος και ο θάνατος.
Παρόντες σε αυτό το άνοιγμα της Ιστορίας , ο πλάνης Οδυσσέας και οι πλάνητες σύντροφοι παρατηρούσαν ανίσχυροι , δεν έκαναν τίποτα.
 Ζούσαν  παράλληλα και μες το χρόνο,
βίωναν –Αυτό- που επιστρέφει και γίνεται Πανχρόνος.
Ο Πέτρος αεικίνητος  γύριζε ανήσυχος, κρατούσε μια  ράβδο κι εμψύχωνε τους αδερφούς , με  θεική δύναμη έκανε πολλά θαύματα απλώς και μόνο μόλις άγγιζε κάποιον .
 Έλεγε πως ο Θεός είναι μεγάλος και ότι όλα θα τακτοποιηθούν και θα λυθεί η παρεξήγηση.
 Οι  Πραιτοριανοί κατάλαβαν τι γίνεται , με εντολή του διοικητή  έκαναν έναν κύκλο γύρω του κι άρχισαν να τον χτυπούν με το μαστίγιο.
-Αυτός- καρτερικός με περισσή Αγάπη ευλογούσε τους βασανιστές, παρακαλούσε το Θεό να δώσει συγχώρεση γι ότι έκαναν .
 Αν και το αίμα έτρεχε ποτάμι απ’ τα χτυπήματα , ξέσχιζαν τις σάρκες– ο Πέτρος  χαιρόταν κι ευχαριστούσε το Θεό επειδή υπέφερε για το Χριστό.
 Οι  Άλλοι Χριστιανοί έπαιρναν θάρρος, έβλεπαν το μαρτύριο του Πέτρου κι  όλοι μαζί  προσεύχονταν με συγκίνηση.
 Η  Ρώμη
έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο,
 στήθηκαν σταυροί σε κεντρικούς δρόμους και συνοικίες ,
οι Ρωμαίοι κάρφωναν πάνω τους εγκληματίες Χριστιανούς.
 Οι φωνές  ακούγονταν σπαρακτικές μέχρι έξω από  την πόλη,
 οι δύστυχοι ούρλιαζαν απ’ τον πόνο , πέθαιναν αργά αργά
ζωντανοί- νεκροί.














Οι προσευχές  ακούγονταν πολύ δυνατά , έπνιγαν τη βοή της Πόλης ,
Οι βρυχηθμοί και τα μουγκρητά των χριστιανών συγκλόνιζαν τον ουρανό της Ρώμης, οι πιστοί  πέθαιναν πάνω στο Σταυρό
όπως ο -Ίδιος- ο Χριστός.
Περίλυποι, ο καρτερικός Οδυσσέας και οι πολύπαθοι εταίροι
 γύριζαν  σαν φαντάσματα κι ξόρκιζαν το κακό. Πίστευαν  βαθιά πως η Ρώμη ξαναγεννιόταν  απ’ τις στάχτες του Μηδενός και του Τίποτα.
 Η Αιώνια Πόλη ήταν  η πρωτεύουσα του Κόσμου όπου  διακυβευόταν
το α ν ο ι γ μ α , ο θρύλος της  υπερέβαινε τη διαχρονία,
ακτινοβολούσε το- γίγνεσθαι- του Κόσμου.
Νύχτα ήταν κι η θριαμβική πομπή
Είχε κάτι απ’ το μεγαλείο των Τραγικών ηρώων.
Ο –Ίδιος- ο Αυτοκράτορας εμφανίστηκε μεγαλοπρεπής,
 γνώριζε πως πλησιάζει το τέλος .
Φορούσε ένα χρυσοκέντητο άλικο μανδύα
με χιλιάδες αστεράκια πάνω.
Σαν Ολυμπιονίκης που ήταν
έβαλε διπλό στεφάνι αγριελιάς πάνω από  το κεφάλι.
Ηθοποιοί , τραγουδιστές , μουσικοί κι χορευτές
Πλαισίωναν την τιμητική φρουρά τον Νέρωνα .
Είπε πως πρόσφερε τα δώρα της βασιλείας του
 στον πολεμοχαρή Άρη και τη θεά Αφροδίτη.
Όλοι μαζί
Πέρασαν τη μεγάλη κυκλική αίθουσα των συμποσίων
Κι ήδη βρίσκονταν στο κέντρο του Χρυσού Ανακτόρου.


















 Οι  απέραντοι κήποι φαίνονταν πανέμορφοι από τα παράθρα.
Όλο το σύμπλεγμα των κτιρίων αποτελούσε μια πολιτεία .
Οι τοίχοι ήταν ολόχρυσοι με περίτεχνες διακοσμήσεις
Από πετράδια και σεντάφεια.
Οι στοές του παλατιού είχαν τρεις σειρές κολόνες
Και μάκρος ένα μίλι, ένα τεράστιο άγαλμα του αυτοκράτορα
  δέσποζε στον προθάλαμο .
 Περπατούσαν  κι ο Νέρωνας είπε ειρωνικά  τους συνοδούς του
Πως επιτέλους έχτισε κι αυτός ένα σπίτι  να μείνει .
Όταν τέλειωσαν με τα τυπικά  αποχαιρετώντας με αυτό
Τον τρόπο τη βασιλεία, πήρε απ’ τη βιβλιοθήκη
Ένα χρυσό κουτί όπου φύλαγε το θανατηφόρο
Φαρμάκι της Λογκούστας.
Ο Αγγελιοφόρος απ’ την Ιβηρική έφερε άσχημα νέα,
Ο Γάλβας πήγε  με τους επαναστάτες,
  λες κι διέταζε τον Νέρωνα να αυτοκτονήσει.
 Ξέσπασε  θύελα μεγάλη  , ο λαός βγήκε έξω,
 Έκλεισε  τους δρόμους , οι Ρωμαίοι  
οργίστηκαν με τον Νέρωνα.
Έβριζαν χυδαία κι έγραφαν  γι αυτόν πολλά αστεία
στους κεντρικούς τοίχους . Σε μερικές προτομές του κρέμασαν
σακιά γύρω από το λαιμό με την επιγραφή, δες  τι χρειάζεσαι,
να σε ρίξουμε μ’ ένα σακί στον Τίβερη,
έτσι έκαναν τους Μητροκτόνους.
 Ο  Τιγκελίνος πρότεινε βίαια καταστολή των αντιδράσεων,
Οι πραιτοριανοί υποστήριζαν ακόμη τον αυτοκράτορα
Κι η λίστα των αντιπάλων φυλασσόταν καλά σε μια κρύπτη.
















Ο Νέρωνας όμως δεν ήθελε εμφύλιο πόλεμο
 ήταν ότι χειροτότερο για έναν Ιούλιο.
Δεν ήθελε σύγκρουση με τις Ρωμαϊκές λεγεώνες
  να χυθεί αδερφικό αίμα.
Θα  κατακτούσε τους Ρωμαίους τραγουδώντας , έμεινε αδρανής
Πληγωμένος απ’ τις φήμες και τις διαδόσεις εις βάρος του.
Νύχτα ήταν
Έπεσε άγρια καταχνιά.
Μόνος  τριγυρνούσε σαν σκιά στο Χρυσό Παλάτι,
 Κανείς δεν  άλλαξε τη φρουρά, τον πρόδωσαν όλοι.

<< Είναι τόσο δύσκολο να πεθάνει κανείς ; >> ( Βιργίλιος )

είπε ένας φρουρός όταν ο Νέρωνας κάλεσε
τους αξιωματικούς να τον ακολουθήσουν ως την έπαυλη
της οδού  Ονείρων. Ένα καράβι περίμενε έξω από την Όστια
  θα φυγάδευε τον αυτοκράτορα στην Αίγυπτο,
εκεί θα ζούσε σαν τραγουδιστής.

<< Το τρέξιμο των ελαφρών αλόγων ήρθε στ’ αυτιά μου >> ( Όμηρος )

Μόνο  ο Σπόρος έμεινε κοντά μέχρι το τέλος
ζήτησε να πεθάνει μαζί του.
Ο Νέρωνας
Κηρύχθηκε εχθρός της Ρώμης
Και καταδικάστηκε σε θάνατο, νικήθηκε
από ένα γέροντα φαλακρό τον Γάλβα.
















Ξυπόλητος βγήκε έξω, ζήτησε
Βοήθεια από αυτούς που άλλοτε βοήθησε,
Μα κανείς δεν του άνοιξε την πόρτα.
Ο Νέρων μαζί με τον Σπόρο, ο Επαφρόδιτος και
μερικοί δούλοι ανέβηκαν πάνω στα άλογα
και κάλπασαν για τη Βίλα, το σπίτι του απελεύθερου.
Ένας  Οιακισμός κεραυνού άστραψε πάνω
Απ’ την εξοχική κατοικία μόλις έφθασαν ο Νέρωνας
Κι οι πιστοί φίλοι . Ρίγησε η ψυχή του αυτοκράτορα
έντρομος διαισθάνθηκε το τέλος.
Λύγισαν  τα γόνατα των αλόγων , πετάχτηκαν
 μπροστά κι έφυγαν αφηνιασμένα.
Πέρασαν μέσα   και τότε Αυτός
 ο Μέγας ηθοποιός περπάτησε αργά ίσαμε το κέντρο
της μεγάλης αίθουσας.
Κράτησε  μ’ όση δύναμη του απέμεινε  ένα μαχαίρι,
 Κι το  βύθισε δυνατά στο λαιμό του βοηθούμενος
απ’ τον Επαφρόδιτο το γραμματέα του.
Το αίμα πετάχτηκε απ’ την πληγή του Κοσμοκράτορα,
 πέφτοντας κάτω είπε συγκλονισμένος ,

Ω!! τι Μέγας καλλιτέχνης χάνεται!! Τι Μέγας!!

Ο Επαφρόδιτος  τράβηξε επιδέξια το μαχαίρι
Κι έκλεισε την πληγή μ’ ένα μαντήλι.
Απ’ έξω δυνατά ακούγονταν τα βήματα των στρατιωτών
σαν τύμπανα θανάτου. Πήγαν προς την κρύπτη
 κι όρμησαν τρέχοντας μόλις κατάλαβαν τι έγινε.















Ο Αξιωματικός κι οι στρατιώτες προσπάθησαν
να σώσουν τον Νέρωνα – τέτοια διαταγή πήραν-
αλλά Αυτός είπε ψιθυριστά :

Πολύ αργά εκατόνταρχε πολύ αργά.

Έβγαλε ένα αγκομαχητό έχασε τις αισθήσεις
Και γύρισαν ανάποδα τα μάτια του, ύστερα πέθανε .
 Οι  στρατιώτες έριξαν από πάνω 
Ένα πορφυρό μανδύα σκεπάζοντας το πρόσωπο.
Πέθανε σαν αυτοκράτορας όπως ο Ιούλιος Καίσαρας,
Πέθανε σαν ήρωας Τραγωδίας
Αυτός ο απόλυτος Μονάρχης έφυγε πάνω  στην καλύτερη ηλικία,
Τριανταδύο χρονώναληθινά μορφωμένος
έδειξε  μεγάλο πάθος   στις Τέχνες κι τα Γράμματα.
Μεγαλειώδης όταν το ήθελε, βαθύτατα αρρωστημένος
Έγινε εγκληματίας επειδή το περιβάλλων ήταν Σάπιο.
Ο οικογενειακός τάφος των Αινοβάρβων φιλοξένησε
Την τέφρα του Βασιλιά Ήλιου,
Πάνω στον Πίγκιο λόφο.
Μερικοί είπαν πως η Παρθία έγινε η νέα πατρίδα του Νέρωνα,
ότι προτίμησε να διαφύγει παρά να κάνει πόλεμο.
Έκτοτε οι Κιθαρωδοί πολλαπλασιάσθηκαν σε πολλά μέρη
της  Ανατολής, είχαν μια ουλή στο λαιμό, ολόιδια μ’ Αυτή του Νέρωνα
που ψεύτικα αυτοκτόνησε.


















Στη Ρώμη το μέλλον του παρελθόντος είναι πάντα παρόν,
Φανερώνεται  απ’ τη γη κι το νερό, τον αέρα και τη φωτιά.
Μέγα παλίμψηστο του χρόνου αποκαλύπτει ιδέες και παραδόσεις
Ερείπια και λείψανα Αιώνων.
Άνοιγμα του Φαντασιακού και της Ιστορίας είναι εδώ κι Αλλού,
έμεινε αναλλοίωτη κατά τις διαδοχές της κάνοντας τον κόσμο
Να ονειρεύεται.

-Αρχαία -παλαιά και νέα-

 προχωρούσε μαζί με τα νερά του Τίβερη,
 πνιγμένη απ’ το πράσινο κι το λευκό,  την ώχρα κι το πορφυρό κόκκινο.
Με λαμπερά χρώματα ακτινοβολούσε  απ’ το Παιχνίδι
των φαντασιώσεων, συνέθετε μαγικά το παρελθόν- το παρόν
–και το μέλλον.

Η Ρώμη  των Χρυσών χρόνων σ’ όλη  τη διαχρονία
 - η Μετα-Ρώμη

Ο πολύτροπος Οδυσσέας και οι πολύφημοι σύντροφοι  έκαναν Πανχρονικά τα περάσματα και τα ανοίγματα της Αιώνιας Πόλης .
Οι πολεμιστές του φωτός μεταμορφώνονταν ανάλογα με την
 Περίοδο που  διέτρεχαν , ζούσαν  την επαλληλία του χρόνου,
Το άνοιγμα των διαστημάτων ,
Ατρόμητοι  αποκάλυπταν τη Σήραγγα της Σκουληκότρυπας .
Όλοι μαζί   προχωρούσαν περήφανοι , έβλεπαν δεξιά του Τίβερη την πλατεία του Καπιτωλίου, βρίσκονταν σε κομβικό σημείο,
 δίπλα ο παλατινός λόφος φάνταζε μαγικός με τα πολλά ανάκτορα ,
  κι τους παραδεισένιους κήπους.
Αρκετά κοντά  η ξακουστή Αψίδα του Κωνσταντίνου, τα λουτρά του Καρακάλα και το Λατερανό έμοιαζαν μυθικά.
 Οι πολυμήχανοι Έλληνες  θαύμασαν με δέος τα περίφημα Αυρηλιανά Τείχη  δέσποζαν εποπτεύοντας την Πόλη.










Εντυπωσιασμένοι έφθασαν έξω από το εξαίρετο Πάνθεον , μαγεύτηκαν απ’ την ευρύχωρη ροτόντα, μια συμπαγής κούπολα με άνοιγμα στο κέντρο για να φωτίζεται. Ακτινοβολούσε κοσμική αρμονία, δεν στηριζόταν σε κολόνες , φαινόταν πως μετεωριζόταν στον αέρα. Ο χώρος εσωτερικά είχε περίτεχνες τοιχογραφίες απ’ τον Ελληνικό Δωδεκάθεο, προκαλούσαν δέος κι θαυμασμό.
Ό πολύμορφος Οδυσσέας και οι μεγάθυμοι σύντροφοι διέσχιζαν χορικά τη Φανταστική ομορφιά των μνημείων της Ρώμης.
Ανάλαφροι κι άυλοι μετέβαιναν απ’ τον Έναν χρόνο  στον ΄Άλλον,
 Όλβιοι  ζούσαν τη - διαφορά- της Αιώνιας Πόλης .
Τα ανεπαίσθητα ανοίγματα  οδήγησαν σε μια πολύχρωμη περιοχή την Πιάτσα ντι Σπάνια , πολύβουη , πανέμορφη φιλοξενούσε ανθρώπους από όλο τον κόσμο .
Ο πολυμήχανοι Ιθακήσιοι κατέβηκαν μ’ ένα αίσθημα υπεροχής την ελικοειδή σκάλα , οδηγούσε κατευθείαν  στους κήπους του Πίντσιο.
Ψηλά απ’ το λόφο του Τζιανίκολο  θαύμασαν την εκπληκτική θέα της Πόλης, οι φοβεροί θόλοι, τα καμπαναριά και οι σκουρόχρωμες στέγες των σπιτιών έδειχναν την πολύχρωμη αρμονία της Αιώνιας Πόλης.

Με  έκπληξη ανακάλυψαν μια Πόλη κτισμένη μες  την πόλη.

 Οι εκκλησίες με την τρομερή εξάπλωση του χριστιανισμού  άλλαξαν τη μορφή και το χαρακτήρα της Ρώμης, δημιούργησαν μια πολύχρωμη αλχημεία κι έδειξαν  την -Αιώνια Ταυτότητα - της  Πόλης.
Λίγο πιο κάτω μεταξύ του Πίντσιο και της Πύλης του Λαού,
  σ’ ένα τεράστιο πάρκο με πολλά δένδρα ανακάλυψαν τα αγάλματα του Γκαίτε κι του Σίλερ , δίπλα σε  αυτά  του Ουγκώ, του Μότσαρτ κι του Βάγκνερ, οι πολύφημοι Έλληνες βρίσκονταν  ήδη έξω από τη Βίλα Μποργκέζε.














Με   λαχτάρα πέρασαν την είσοδο θαυμάζοντας το εσωτερικό του οικοδομήματος με τις τεράστιες αίθουσες.
Μέσα    υπήρχαν  ανεπανάληπτες συλλογές έργων τέχνης , η οικογένεια  συνέλεξε πολλά αριστουργήματα , τα γλυπτά του Αίαντα και της Κασσάνδρας, της Αφροδίτης και του Απόλλωνα ξεχώριζαν με διαφορά από τα άλλα.
 Υπήρχαν  έργα του Τισσιανού κι του Μποτιτσέλι, του Μιχαήλ Αγγέλου κι άλλων ζωγράφων της Αναγέννησης , όλα υπέροχα κοσμούσαν τις θαυμάσιες αίθουσες της πινακοθήκης
Οι πολύμορφοι Ιθακήσιοι περπάτησαν  λίγο ακόμη ,  ήθελαν  να δουν την Άλλη Ρώμη. Γεμάτοι θαυμασμό ανακάλυψαν τις φημισμένες πλατείες, την  Πιάτσα Ναβόνα με τα περίφημα Αναγεννησιακά  κτίρια  κι τη Φοντάνα ντι Τρέβι,  εδώ  οι ερωτευμένοι   έριχναν  κέρματα  κάτω από το βλέμμα του μαρμαρωμένου Ποσειδώνα κάνοντας μιαν ευχή.
Άφωνοι είδαν το ανάκτορο του Βατικανού ,
 υψωνόταν λαμπρό κι αγνάντευε τη Ρώμη,
  παλαιότερα υπήρχαν οι παλαιοί κήποι των πρώτων Αυτοκρατόρων
 κι ήταν κτισμένος ο ιππόδρομος του Καλιγούλα.
Εκστασιασμένοι θαύμασαν τη μεγαλύτερη Βασιλική του Κόσμου με την περίφημη Αρχιτεκτονική , η λάμψη της αντανακλούσε τη Νέα Θρησκεία.
Δεκαοχτώ Πάπες βασίλεψαν μέχρι την ολοκλήρωση του έργου  και εργάστηκαν σκληρά πολλοί Αρχιτέκτονες , Γλύπτες  και Ζωγράφοι.
Ο  Μπραμάντε, ο Ραφαήλ,
 ο Μιχαήλ Άγγελος εβδομήντα δύο χρονών  έκανε τον υπέροχο θόλο και σμίλεψε την Πιετά. Ο Μπενίνι σχεδίασε την πλατεία με τον Οβελίσκο της Ηλιούπολης στο κέντρο , ο Άγιος Πέτρος πιστεύεται ότι σταυρώθηκε  σε αυτό το ιερό μέρος δοξάζοντας τον Κύριο.

























Πολύ  γρήγορα απάντησε ο Βρετανικός θυμωμένα.
Τότε ο λαός επαναστατεί εναντίον των Τυράννων
 επειδή  καταδυναστεύουν κι  καταπατούν τις θεμελιακές ελευθερίες .
 Χαρακτηριστικοί  είναι οι αγώνες των αδελφών Γράκχων,
 ξεσηκώθηκαν μαζί με τους Πληβείους
κατά των Πατρικίων κι απέκτησαν ίσα δικαιώματα.
Έτσι προτάθηκε ο περίφημος αγροτικός Νόμος ,
άλλαξε τη δομή της Αυτοκρατορίας. Προέβλεπε  το μοίρασμα της γης σε ακτήμονες, έπαιρνε μεγάλες εκτάσεις από  τους γαιοκτήμονες επειδή     κατείχαν πάνω από πεντακόσια πλέθρα.
Μετά είναι η Δωδεκάδελτος
 Η  Κωδικοποίηση του Δικαίου έγινε δεκτή ύστερα από πολλούς Αγώνες.
  Ο  δρόμος έγινε  πολύβουος, κόσμος πολύς περπατούσε, χειρονομούσε και  αποσπούσε την προσοχή.
Μερικοί Ρωμαίοι ντύνονταν πραγματικά ωραία κι έκρυβαν έξυπνα τις ατέλειες  , φαίνονταν καθαρά πως έπασχαν από μεγαλομανία.
Η αψεγάδιαστη τελειότητα έδειχνε μια απίστευτη ωραιοπάθεια, 
Αριστερά και δεξιά του δρόμου τα σπίτια ορθώνονταν μεγαλόσχημα, ωραία βαμμένα  κατασκευάστηκαν με την Ελληνιστική γεωμετρία.
Χάρμα οφθαλμού προκαλούσαν τους επισκέπτες με την ομορφιά. Μέσα  υπήρχαν υπέροχα μωσαϊκά και περίτεχνες τοιχογραφίες ενώ  πολλά αγάλματα και έπιπλα καλοσκαλισμένα συμπλήρωναν τη διακόσμηση.
 Ο  πολύφρων Πολίτης επανέφερε το θέμα, ξανάπιασε το νήμα της συζήτησης από την αρχή, και ρώτησε με απορία πως νομοθετούσαν οι Ρωμαίοι.


















Βρετανικός

Οι Νόμοι ψηφίζονται από τις λαϊκές συνελεύσεις κι έπειτα χαράσσονται σε ορειχάλκινες πλάκες , μετά με μεγάλη επιμέλεια τοποθετούνται στο ναό του Κρόνου.
 Συγκλητικά  δόγματα, συμβιβασμοί, κανόνες σε κυλίνδρους, υπατικοί κατάλογοι, ιερατικά χρονικά βρίσκονται εκεί καλά φυλαγμένα.
Η πολιτική αγχίνοια των συμπατριωτών μου επέτρεψε  τη δημιουργία του Νόμου,  εκφράζει μια ευδιάρθρωτη και εξελισσόμενη κοινωνία από την οποία και για την οποία γίνονται τα νομοθετήματα.

Περίδης

Τι περιέχει η Δωδεκάδελτος ;

Με υπερηφάνεια απάντησε ο Λεύκιος Δομίτιος.
Η ΔΩΔΕΚΑΔΕΛΤΟΣ καλύπτει το δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο.
Απαγορεύει ρητά την αφαίρεση ζωής εκτός κι αν υπάρχει δικαστική απόφαση. Εξασφαλίζει τα δικαιώματα της προσφυγής έναντι οποιασδήποτε απόφασης του Δικαστηρίου.
 Η  μεγάλη συνέλευση του Δήμου  παίρνει την απόφαση για τη θανατική ποινή.
Στο οικογενειακό Δίκαιο επιτρέπει τη χειραφέτηση των συζύγων και των παιδιών από την εξουσία του Pater Familias.
Έτσι επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο  Αυτό που ο Κικέρων επεδίωκε
 την Αρμονία των τάξεων ή όλων των καλών ανθρώπων.
Η  συγκλητική συμφιλίωση  οδηγούσε στο ιδεώδες
της αξιοπρεπούς ησυχίας .















Γοητευμένος ο πολυμνήμων Περίδης  δεν έκρυβε το θαυμασμό του
 είπε με δυνατή φωνή.
Το πορφυρό άνοιγμα της Ρώμης αποκαλύπτει το γίγνεσθαι του κόσμου , είναι καταστροφή και δημιουργία, αλήθεια και δικαιοσύνη, 
όλα αυτά δημιουργούν το νέο Άνθρωπο    – hovus uomo-.

Θεόμορφος

Ο Ρωμαικός Νόμος είναι αυτό που έκαναν οι Ρωμαίοι εκ του μη Όντος , και το παρέδωσαν στο ανθρώπινο γένος ως πρωτοφανέρωτη Ιστορική δημιουργία.
Έγινε η αόρατη δύναμη , συνέχει κρατάει ενιαία την Αυτοκρατορία και ρυθμίζει με μεγάλη ακρίβεια τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των λαών.
Βάζει σε τάξη την αταξία του κόσμου κι οδηγεί
 Την ιστορική, την  ανθρώπινη και κοινωνική  ζωή 
σε ένα πρωτοφανέρωτο άνοιγμα .
Η Ρώμη ήταν μια πόλη του έρωτα ,  ξυπνούσε μιαν ανεκπλήρωτη νοσταλγία , ονειρεμένη, γεμάτη μύθους κι ιστορίες μάγεψε τον πολύπαθο Οδυσσέα και τους πολύτροπους συντρόφους .
Ερωτεύονταν  την πολύφημη πόλη , Αυτή εντελώς αθώα έδειχνε το θεϊκό της πρόσωπο , κι ανακάλυπταν το Ένα μετά το Άλλο τα κρυμμένα μυστικά.
Η Αιώνια πόλη
δημιουργούσε την αίσθηση πως ποτέ δεν θα την κατακτήσουν.
 Ίσως  γιατί δεν το κατάφερε  κανείς ,  ανοιγόταν  κι έκλεινε,
 την πλησίαζαν με πάθος κι Αυτή απομακρυνόταν έφευγε μακριά,
έπαιζε το Παιχνίδι του Έρωτα και του Θανάτου.
                         
                                    ΑΓΧΙΒΑΣΙΗ        













Ο Φιλέταιρος Οδυσσέας , οι πολύπαθοι σύντροφοι κι οι  μαθητές του Σενέκα έφθασαν γρήγορα έξω από το θέατρο του Πομπήιου.
 Κόσμος πολύς συνέρεε από τις γειτονιές της Ρώμης και συνωστίζονταν  μπρος από τις  εισόδους  .
Οι πολύνοστοι Ιθακήσιοι μπήκαν  σχεδόν απαρατήρητοι
κι όλοι μαζί κάθισαν  στις θέσεις των επισήμων.
 Το   θέατρο γέμισε όλο , ο πολύτροπος Οδυσσέας αισθάνθηκε την ενέργεια και τον παλμό χιλιάδων ανθρώπων , ένιωσε ότι Αυτό γεφύρωνε τους Αιώνες . Οι χρόνοι των χρόνων συνθέτονταν μεταξύ τους ,
  ο χρόνος γινόταν Ένας.
Επέστρεφε ο πολύτλας Λαερτιάδης ,
 καβάλα σ’ άσπρο άλογο  έτρεχε  στα ηλιόλουστα λιβάδια της Ιθάκης
 και τις καταπράσινες πλαγιές .
 Έβλεπε  αχνά την καρτερική Πηνελόπη , φορούσε τα χρυσά,
 Ολύμπια  είχε  μια θεϊκή αίσθηση πληρότητας ,
 θήλαζε το μικρό Τηλέμαχο.
 Αδιόρατα το άσπρο φόρεμα  έγινε κόκκινο από το αίμα
 κι πλημμύρισε το παλάτι.
Σκιάχτηκε ο πτολίπορθος  Οδυσσέας από  τις μαύρες σκέψεις κι έστρεψε την προσοχή κατά το κοίλον. Άρχιζε η παράσταση της Ηλέκτρας και το μεθυστικό αεράκι της Ρώμης θρόιζε τις ψυχές.
Ζούσε τα Ελεγεία της Ρώμης ,
 ο Ρωμαικός κύκλος έφερνε την οριστική ρήξη με το παρελθόν. Επέστρεφε ο πολυπράγμων Οδυσσέας με τη Νοητική Ιθάκη του –Αυτού- κι όχι του Άλλου, ένθεος κατέκτησε την επίγνωση της Αιώνιας Πόλης.


 //////////////////////////////////////////////////////////////////////////////